Επανέρχομαι και επαναλαμβάνομαι διασκεδάζοντας τις εμμονές μου, με την ευκαιρία της πρόσφατης ανακοίνωσής τους, στο ζήτημα των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων, όχι από απορία για την αποσιώπησή μου στις περιβόητες «λίστες» τους, αλλά γιατί νομίζω πως «ενισχύω» -θεωρητικά τουλάχιστον- τη σύνταξη ενός, ενδεχομένως, λιγότερου κοινότυπου «σκεπτικού» εκ μέρους της Επιτροπής για την έξωθεν καλή της μαρτυρία.
Τους συνιστώ λοιπόν να δουν τη γλώσσα και μέσα της, να δουν τον εαυτό τους, όπως ζητά για την ψυχή ο Πλάτωνας στον «Αλκιβιάδη».
Αυτό που βλέπω στη γλώσσα είναι η ψυχή που δεν χρειάζεται να τη δω αλλού.
Βλέπω ένα παιδί που συλλαβίζει και μάλιστα, που ψευδίζει στη γλώσσα του. Όχι τον ιδιοφυή -εκείνο: «το παιδί κατά βούλησιν» του Μπωντλαίρ. Όχι.
Βλέπω ένα «κατ’ ανάγκην» παιδί, που η ανάγκη -το πώς, ας πούμε, ανέχεται τόση ευήθεια γύρω του- το κάνει ανυπόφορο με τους γύρω του και συνάμα καθοδηγητικό όσων θέλουν να μάθουν πώς παραμένουν παιδιά, τα παιδιά εκείνα που μαθαίνουν τα γράμματα στο λαμπρό φεγγαράκι της λογοτεχνίας.
Η ανάγκη αυτή ισοδυναμεί με μια αισθητική της αποφατικότητας που με περιορίζει στη θέση του μοναχικού θεατή. Παρά ταύτα, πολυλογώ και εκφράζομαι με ασυγχώρητο λυρισμό όταν «μελετώ» στην ποίησή μου το γνωστικό μου αντικείμενο: τον θάνατο.
Δεν με εκπλήσσει συνεπώς η παράκαμψη εκ μέρους των παντελώς ξένων ιδιοσυγκρασιακά, μελών της Επιτροπής. Αντίθετα με έχει ευνοήσει στο μέτρο που οι κρίσεις τους δηλώνουν ένα συνεχιζόμενο «Μανή, Θεκέλ, Φαρές» στα ντουβάρια του ΥΠΟ, που σημαίνει ότι: «μετρήθηκαν, ζυγίστηκαν και ευρέθησαν ελλιπείς».
Γεγονός που σημαίνει ακόμα πως είναι ό,τι πρέπει για τη θέση που τους δόθηκε.
Και επειδή έχω αποδεχτεί αυτήν την αδικαιολόγητη εμμένουσα αποσιώπηση εκ μέρους τους σαν το «τίμημα» που πληρώνω για το όνομά μου, έμαθα πώς να το διασκεδάζω με τέτοιου είδους πανταχούσες που αποστέλλω αλλά και πώς να ξεκουράζομαι γράφοντας, όπως ο Καβάφης, που με την τέχνη πάλι ξεκουράζεται από τη δούλεψή της.
Συνεχίζοντας λοιπόν, με τα λόγια του Σινόπουλου: «Είμαι γνωστός ασθματικός. Λοιπόν είναι δικό μου το λαχάνιασμα όπου τ’ ακούτε».
Και παρότι δεν ξεπερνώ αυτό που επίμονα διατηρώ (την αρνητικότητα), προκειμένου να προφυλάξω το παιδί, έχω επίγνωση των ορίων.
Η παιδική ηλικία δεν θα με ξεβράσει στη σοβαροφάνεια των ενηλίκων που νομίζουν ότι χρειάζονται τον έντιμο πρότερο βίο και γι’ αυτό δεν χειρίζονται εικόνες από το πεζοδρόμιο και το οικόπεδο του Ελύτη.
Να τι πιστεύω. Οι θεσμοί είναι υπόλογοι στους ποιητές. Η νοητή δικαιοσύνη του νοητού τους ήλιου είναι διάκριση. Διαφορετικά, φρουρός του θεσμού είναι εκείνος ο βουβός φύλακας προ του νόμου στον Κάφκα. Φυλάει αλλά δεν καταλαβαίνει τι του γίνεται. Η μόνη μάχη που δίνει είναι για να παραμένει στον θώκο του θυρωρείου.
Στη Θεσσαλονίκη, στο ΚΒΘΕ, ο Δημήτρης Καμαρωτός πριν δύο μήνες αναδημιουργώντας ένα κείμενό μου, αντί της αναπαράστασής του, έφτιαξε μουσική και εικόνες ώστε το έργο να είναι ό,τι είχε αρχίσει να γίνεται από έναν άλλον επί σκηνής. Έτσι αισθάνθηκα, βλέποντάς το: τη σχέση και τη σύμπραξη μαζί του. Όχι τη μοναξιά του ποιητή. Έτσι υπολόγισα και το γούστο μου εκτός του δικού μου αισθητικού κριτηρίου. Κατάλαβα ότι το χιούμορ και όχι η μιζέρια είναι η αβρότητα του «υπερεγώ», να ξέρει να αποσύρεται εκεί που «το εγώ οφείλει να πάει». Έτσι έμαθα και το «άλλο» του Καμαρωτού και το δικό μου «ίδιον».
Προχώρησα.
Αλλά επειδή στον Φρόιντ, όσο και στον Μαρξ, βλέπω τον Άγγελο της κρίσεως ως Άγγελο της Ιστορίας, αντιλαμβάνομαι ότι γράφω μια αλήθεια γι’ αργότερα, αφήνοντας τον ορισμό της τρέχουσας αλήθειας για τους επιτρόπους του παρόντος.
Θα ήθελα να πω περισσότερα, αλλά τη φορά αυτή με μια δυσεύρετη γλώσσα που είναι δείκτης εξουσίας του καθενός μας.
Έχω να πω πολλά φερειπείν στους φιλόλογους, διότι ο σχηματισμός των γραμματικά ορθών προτάσεών τους και των επιχειρηματολογημένων αποφάνσεών τους, μου φαίνεται προαπαιτούμενος της υποταγής τους στο θεσμό που τους χρειάζεται.
Και παρότι δεν αναγνωρίζω δύο είδη γλωσσών αλλά δύο πιθανές εκδοχές της ίδιας γλώσσας, αυτή η άλλη, η μειονοτική εκδοχή, κυρίως με ενδιαφέρει.
Από τριετίας, το λογοτεχνικό περιοδικό «Χάρτης» με συμπεριέλαβε στους «εκλέκτορες» του ετήσιου βραβείου του. Ζήτησε το γούστο μου χωρίς αιτιολογικές εκθέσεις, ψηφοφορίες, συνεδριάσεις, προαποφασισθέντα κάτω από το τραπέζι. Μου ζήτησε -ει δυνατόν- ένα σκέτο de gustibus.
Γνώριζε προφανώς πως η λογοτεχνία παραμένει το αντικείμενο της κριτικής και συγχρόνως πως η κριτική δεν αποκαλύπτει τη λογοτεχνία, λες και είχε την ίδια άποψη με τον Μπλανσό: «όσο περισσότερο η κριτική πραγματώνεται τόσο περισσότερο οφείλει να αυτοεξαλείφεται».
Ο Μπλανσό πράγματι θεωρεί κι αυτός τον κριτικό απαραίτητο, όχι γιατί το έργο δεν είναι επαρκές καθαυτό, αλλά γιατί «ανάμεσα στην ιστορία και το έργο πρέπει να παρεμβληθεί αυτό το πονηρό υβρίδιο ανάγνωσης και γραφής».
Το θέμα με αυτό το «πονηρό υβρίδιο» (τον κριτικό) είναι αν θα μπορούσε να γράψει χωρίς να πρέπει να διαβάσει. Και ακόμη περισσότερο να διαβάσει χωρίς να χρειάζεται να γράψει.
YΓ.
Είναι αφελής όποιος πιστέψει στην τροποποίηση του status του θεσμού των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων.
Το πίστεψα – mea culpa- προ πολλών ετών όταν χρημάτισα Πρόεδρος. Δεν είχα ή δεν θέλησα να καταλάβω πως το πρόβλημα που θέτει η κριτική δεν είναι νομοτεχνικού- θεσμικού χαρακτήρα αλλά αισθητικού. Και το περίφημο «de gustibus non est disputandum» -με το οποίο προσπάθησα να δικαιολογηθώ στον εαυτό μου- κατάλαβα, πολύ αργότερα, όταν είχα «γράψει» -όχι όταν είχα «διαβάσει» – πως συνιστά υπεκφυγή για να μην προβληματοποιηθεί η έννοια του γούστου.
Συζητάμε λοιπόν, και αξίζει να σκεφτούμε ότι η αισθητική είναι περισσότερο κοινωνικό ζητούμενο παρά ατομικό και πως το πρόβλημα μεταξύ ενός «γουστάρω» και ενός «διακρίνω» επιλύεται μόνο με τη σύνθεση μεταξύ της τάσης και του τρόπου που την ικανοποιεί. Διότι η τάση (το γούστο) ικανοποιείται εν τέλει με μέσα που δεν εξαρτώνται μόνον από αυτήν.
Αλλά το κακό γούστο -του Κράτους που το περνά δια του εκάστοτε «αρμόδιου» Διευθυντή στις «αρμόδιες» Επιτροπές κρίσης- δεν βελτιώνεται. Και η ευήθεια αναπαράγεται. Επιδεινώνεται, κατευθυνόμενο στην αισθητική της μαζικότερης των τρόπων, τουτέστιν της τηλεόρασης. Ως εάν οι επιτροπές αυτές να είναι προθάλαμος των media και της αγοράς των μπεστ σέλερς.
Ο πολιτισμός και οι επιλογές του δεν είναι οι εκλογές από τη βάση, δηλαδή η πλειοψηφία. Άλλη είναι η βάση της αισθητικής κρίσης: η κινούμενη άμμος στην κλεψύδρα του έργου.
Χτίζω στην άμμο παλάτια και τα κατοικώ.
Τουλάχιστον έκανα αυτό.
Γνώριζα δηλαδή εκ των προτέρων, πως αυτός που κρίνει κατ’ οίκον (όχι στο δικαστήριο), δεν αποσπά τον εαυτό του από αυτόν τον ίδιο και δεν αναγνωρίζει τη σχάση του ανάμεσα σε κατήγορο και κατηγορούμενο, μειώνοντας την υπερτροφία του «εγώ» του ως θεσμικού προσώπου.
Με άλλα λόγια, αν δεν υπερβαίνει το «κρίνειν» και τους κανόνες του, δεν υπάρχει ο κίνδυνος απορρύθμισης του κριτικού λόγου. Εκλογικεύει και δικαιολογεί την κρίση του, ipso facto.
Που σημαίνει: από αυτό το ίδιο το γεγονός ότι κρίνει χωρίς να ανα-κρίνει και χωρίς να αναμένει τον θεσμό ή τα μίντια να τον δικαιώσουν, καθιερώνοντάς τον ως παράγοντα.
Διαθέτει ό,τι ο Πλάτων αποκαλεί «αυτοκινησία» ως ιδιότητα του δημιουργού, όπου: «το αυτό εαυτό στρέφον αεί».
Έτσι αποκαθίσταται το κρινόμενο έργο. Και έτσι το έργο εγκαθίσταται εμμονικά στη ζωή του και την φωτίζει. «Έτσι κλείνει η σπείρα, ή μάλλον έτσι ανοίγει μέσα από αυτό το φως».
Καιρός δεν είναι να ανοίξει εκτός από καμία μύτη και κανένα βιβλίο;
Το «Αναζητώντας…» του Προυστ, για παράδειγμα.
ΥΓ 2.
Πάει πολύ να ζητώ από τους πολιτικούς μας- στους οποίους απευθύνω εμμέσως αυτό το κείμενο- να έχουν διαβάσει τον Προυστ;
Αλλά οι κριτικοί -καθηγητές της Φιλολογίας; Τα πονηρά υβρίδια που λέει ο Μπλανσό;