Η 8η και 9η Μαΐου του 1936 ήταν ημέρες που η Θεσσαλονίκη, εν μέσω μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων καπνεργατών αλλά και άλλων εργατικών σωματείων, βάφτηκε με αίμα. Όσα τραγικά θα εξελιχθούν, θα εμπνεύσουν στον Γιάννη Ρίτσο ένα από τα σπουδαιότερα έργα της ελληνικής ποίησης και μετέπειτα του ελληνικού τραγουδιού.
Στην πρωθυπουργία από τις 27 Απρίλιου του ίδιου έτους, βρίσκεται ο Ιωάννης Μεταξάς, ο πρώην στρατιωτικός και πολιτικός που λίγους μήνες αργότερα, θα καταλύσει το πολίτευμα και θα εγκαθιδρύσει δικτατορία.
Η Θεσσαλονίκη στο αίμα
Γράφουν τα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» της 10ης Μαΐου 1936:
«Τα χθεσινά γεγονότα της Θεσσαλονίκης υπήρξαν πολύ χειρότερα και πολύ θλιβερώτερα από τα προχθεσινά. Νεκροί πολλοί έπεσαν και οι τραυματίαι είνε ακόμη περισσότεροι. Ο συνήθης τρόπος της αιματοχυσίας, με την οποίαν επικράτησεν από την εποχήν του κ. Τσαλδάρη και του μακαρίτου Κονδύλη να αντιμετωπίζωνται τα εργατικά ζητήματα, εθαυματούργησε και αυτήν την φοράν.
»Ευρισκόμεθα δηλαδή ενώπιον μιάς πάγιας ψυχολογίας των στρατιωτικών και των αστυνομικών αρχών, η οποία είνε ανάγκη να καταβληθή προσπάθεια όπως μεταβληθή. Και την προσπάθειαν ταύτην πρέπει αναμφιβόλως να την καταβάλη η κυβέρνησις.
«Οι απεργοί καθώς επίσης και όλος ο εργατικός κόσμος της Θεσσαλονίκης μαζί με δεκάδας άλλας χιλιάδων λαού, από πρωίας προσήλθον εις το Νεκροταφείον και κατέκλυσαν τας οδηγούσας εις αυτό οδούς, προκειμένου την 11 π.μ. να γίνη η κηδεία των θυμάτων της χθεσινής αιματοχυσίας.
»Όλος ο κόσμος ο οποίος από των συνοικιών και των συνοικισμών προσήλθε διά να παρακολουθήση την κηδείαν των θυμάτων ήτο βαθύτατα συγκεκινημένος, άπειρα δε άνθη και στέφανοι κατετέθησαν από τος ανθρώπους του λαού επί των σορών των νεκρών.
»Τα θύματα μετεφέρθησαν την νύκτα διά στρατιωτικών αυτοκινήτων εις το νεκροταφείον της Ευαγγελιστρίας. Ούτοι είναι οι εξής εννέα:
»Ευάγγελος Τούζης καπνεργάτης, Ιωάννης Πανόπουλος λαστιχοποιός, Δημήτρηιος Αγλαμίδης μηχανουργός, Δημήτριος Λαϊνάς υποδηματεργάτης, Σαλβατώρ Μασαράνωφ ιδιωτικός υπάλληλος, Αγγελική Καρανικόλα καπνεργάτρια, Α. Διαμαντόπουλος υποδηματεργάτης, Κίντο Ζακόμπ καπνεργάτης και εις σωφέρ εξ Ασβεστοχωρίου ονόματι Στάθης αγνώστου επωνύμου.
»Τα πτώματα εναπετέθησαν εντός φερέτρων στολισμένων με άνθη και ετοποθετήθησαν από πρωΐας προ της εισόδου του νεκροταφείου και επί της οδού Αγίου Δημητρίου.

Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Γιάννη Ρίτσο στην ιστορική συναυλία στο Στάδιο Καραϊσκάκη το 1974.
Κάτω οι δολοφόνοι
»Συγκλονιστικαί σκηναί ελάμβανον χώραν καθ’ όλην την πρωΐαν. Αι οργανώσεις και τα σωματεία των εργατών ώρισαν τόπον συγκεντρώσεως διά να μεταβούν εις το νεκροταφείον την διασταύρωσιν των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου.
»Την 10.30’ τεράστια πλήθη απεργών και λαού με λάβαρα, στεφάνους και μαύρας σημαίας διήρχοντο την διασταύρωσιν και φωνάζοντα συνεχώς κατά της αστυνομίας, κατηυθύνοντο προς το νεκροταφείον. Τα πλήθη παρά την οδόν Αγίας Σοφίας ήρπασαν εις τας χείρας ένα συνταγαματάρχην του ενταύθα συντάγματος, του έδωσαν να κρατή εις τας χείρας ένα στέφανον και τον μετέφεραν επί των χειρών των μέχρι του νεκροταφείου.
»Οι διαδηλωταί διερχόμενοι προ του τμήματος καταδιώξεως ελιθοβόλησαν αυτό θραύσαντες τους υαλοπίνακας.
»Ταυτοχρόνως από όλα τα σημεία της πόλεως κατηυθύνοντο προς το νεκροταφείον πλήθη λαού με λάβαρα και επιγραφάς. Εις τας επιγραφάς μεταξύ άλλων ανεγράφοντο τα εξής: “Κάτω οι δολοφόνοι”. “Αντικατάστασις του αστυνομικού διευθυντού”. “Εφαρμογή του συμφωνητικού φιλελευθέρων και παλλαϊκού μετώπου”. “Συνδικαλιστικαί ελευθερίαι”. “Παραίτησις της κυβερνήσεως”.
»Ολόκληρος ο χώρος της μεγάλης πλατείας του νεκροταφείου και οι οδοί Αγίου Δημητρίου, Εθνικής Αμύνης, Αποστόλου Παύλου και αι πάροδοι αυτών έχουν κατακλυσθή. Είναι η ώρα 11:30 και από όλας τας οδούς εξακολουθούν να καταφθάνουν άπειρα πλήθη.
»Οι κώδωνες όλων των εκκλησιών ηχούν πενθίμως. Είναι αδύνατον να υπολογισθή το πλήθος. Κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς, υπερβαίνει τας 80.000. Οι στέφανοι είνε αναρίθμητοι».
Ο «Επιτάφιος»
Τα στοιχεία των νεκρών που ανέφεραν τα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» πιθανώς, εκείνες τις πρώτες ώρες της τραγωδίας, να μην ήταν ακόμα διασταυρωμένα, πάντως πλέον γνωρίζουμε ότι ανάμεσα στους νεκρούς από τα πυρά των αρχών, ήταν και ο 25χρονος αυτοκινητιστής από το Ασβεστοχώρι, Τάσος Τούσης.
Οι συνάδελφοί του τοποθέτησαν τη σορό του πάνω σε μία πόρτα, που ξήλωσαν από κάποιο κοντινό οίκημα, και την περιέφεραν στην πόλη. Εκεί, νεκρό πάνω στην πόρτα τον είδε η μητέρα του. Την επόμενη ημέρα ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε την ιστορική πλέον φωτογραφία με τη μητέρα του Τούση να οδύρεται πάνω από τον νεκρό γιό της.

Η πρώτη έκδοση της ποιητικής συλλογής του Γιάννη Ρίτσου
«ΤΑ ΝΕΑ» της 12ης Νοεμβρίου 1990 γράφουν:
«Ο εικοσιπεντάχρονος τότε Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος από τη φωτογραφία της μάνας που θρηνεί πάνω στο σώμα του νεκρού απεργού στη Θεσσαλονίκη, κλείνεται μέσα στο σπίτι του για δυόμισι εικοσιτετράωρα και γράφει τον χιλιοτραγουδισμένο Επιτάφιό του [που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1960]»
Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, το 1958, ο Ρίτσος έστειλε αντίτυπο της ποιητικής του συλλογής στον Μίκη Θεοδωράκη, στο Παρίσι. Ο σπουδαίος συνθέτης το μελοποίησε σ’ ένα μόλις απόγευμα, μέσα στο αυτοκίνητό του περιμένοντας τη γυναίκα του, Μυρτώ, έξω από το σούπερ μάρκετ, να έρθει με τα ψώνια.
Οι ηχογραφήσεις
Το πως ηχογραφήθηκε ο δίσκος είναι από μόνο του μια ξεχωριστή ιστορία.
Όπως γράφει στο «ΒΗΜΑ» το 2008 ο Οδυσσέας Ιωάννου:
«Ο Θεοδωράκης, από το Παρίσι που ζούσε και μελοποίησε το έργο – έστειλε τις παρτιτούρες στον Μάνο Χατζιδάκι, του ζήτησε να ενορχηστρώσει τα οκτώ τραγούδια και να αναλάβει να βρει ερμηνευτή.
»Ο Χατζιδάκις τα ενορχηστρώνει δίνοντας έμφαση στον λυρισμό, πολύ περισσότερο από τον λαϊκό χαρακτήρα και ήχο που είχε στο μυαλό του ο Μίκης και τα δίνει στη Νάνα Μούσχουρη.
»Το αποτέλεσμα δεν ικανοποίησε τον Μίκη ο οποίος επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 1960, παίρνει τον Μανώλη Χιώτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και ηχογραφούν εκ νέου τα τραγούδια στη μορφή που όλοι γνωρίζουμε σήμερα.
»Το 1963 το έργο αποκτά και τρίτη ηχογράφηση, αυτή τη φορά με ερμηνεύτρια τη Μαίρη Λίντα.
»Ο Επιτάφιος άνοιξε έναν δρόμο που παρόμοιο δεν συναντάμε σε άλλες μουσικές παραδόσεις. Σε πολλές χώρες μπορεί να μελοποιήθηκε η σπουδαία τους ποίηση αλλά έγινε με έναν πιο λόγιο τρόπο. Μόνο στην Ελλάδα πέρασε στη λαϊκότερη καλλιτεχνική έκφραση, που είναι το τραγούδι και οι λαϊκοί του ρυθμοί.
Η μάχη των «Επιταφίων»
Ο Μίκης Θεοδωράκης, το 2009, μίλησε στο «ΒΗΜΑ» και τον Γιώργο Λιάνη για τον «Επιτάφιο» και τη διπλή ενορχήστρωσή του:
«Η μάχη των “Επιτάφιων” έγινε γύρω από ένα καυτό ερώτημα εκείνης της εποχής: Εχουμε το δικαίωμα ως Νεοέλληνες να χρησιμοποιούμε το μπουζούκι και τους λαϊκούς τραγουδιστές και μουσικούς για τη μελοποίηση της “υψηλής” ποίησης, και μάλιστα της “επαναστατικής”, όπως αυτή του Ρίτσου;
»Μήπως το μπουζούκι δεν ήταν όργανο τούρκικο, όπως δεν ήταν τούρκικοι και οι “δρόμοι” της ρεμπέτικης λαϊκής μουσικής;
»Η διαμάχη δηλαδή έκρυβε μέσα της εθνικιστικά-πατριωτικά στοιχεία σε μια εποχή που η χώρα μας μόλις έβγαινε από τον Εμφύλιο με νωπές τις πληγές, αναζητώντας την πεμπτουσία της ελληνικότητάς της, ιδιαίτερα στον πνευματικό-καλλιτεχνικό χώρο.
Δύση – Ανατολή
»Εξάλλου στη διαμάχη Δύσης – Ανατολής η νίκη των εθνικιστικών δυνάμεων με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και γενικά του δυτικού κόσμου είχε θέσει την Ελλάδα από κάθε άποψη στην αγκαλιά της Δύσης.
»Βέβαια η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, εθεωρείτο χώρα δυτική. Οχι όμως και ο πολιτισμός της και ειδικά τα τραγούδια της, που η αστική μας τάξη τα είχε κατατάξει σε προϊόντα μιας κατώτερης παράδοσης και γι΄ αυτό βλαβερά για το δυτικό κοινωνικό-εθνικό μοντέλο που είχε και έχει ως πρότυπο.
»Η διαμάχη είχε στην αρχή καλλιτεχνικό χαρακτήρα, για να εμπλουτισθεί στη συνέχεια με τα στοιχεία που περιγράψαμε, με την προσθήκη ότι η αντίθεση Δύση-Ανατολή έπαιρνε όλο και περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή Αριστεράς- Δεξιάς.
»Οσο για την ερώτηση “τι απομένει σήμερα”, η απάντηση είναι… η κατά κράτος επικράτηση του διδύμου Δύση- Δεξιά σε ό,τι αφορά τον υψηλό ψυχαγωγικό ρόλο του τραγουδιού με το έτερο δίδυμο Ανατολή- Αριστερά να περιορίζετα ιστο τραγούδι πάντοτε-, όπως και κατά την προ “Επιταφίου” εποχή, στον καθαρά διασκεδαστικό του ρόλο».
»Χωρίς τον Χατζιδάκι είναι βέβαιον ότι δεν θα έμπαινα τότε στον στίβο του ελληνικού τραγουδιού. Η δε ουσιαστική μας συνύπαρξη είχε για μένα τον χαρακτήρα μιας πράξης συμβολικής και ακόμη πιο πολύ καθοριστικής για μας, αν σκεφτεί κανείς το τι κάναμε και οι δυο μας παράλληλα από ΄κεί και πέρα».