Σαν σήμερα, στις 11 Μαΐου 1981, χάθηκε ο Μπομπ Μάρλεϊ, ο θρυλικός Τζαμαϊκανός τραγουδιστής και διεθνές σύμβολο της ρέγκε μουσικής και του ρασταφαριανισμού. Μέσα σε μόλις 36 χρόνια ζωής, έγινε παγκόσμιο φαινόμενο – μουσικό, πνευματικό και πολιτικό. Τέσσερις δεκαετίες μετά, το έργο του εξακολουθεί να εμπνέει, να επηρεάζει και να συγκινεί.
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 19ης Ιουνίου 1981, δημοσιεύει αφιέρωμα στον μουσικό. Μέσα από τα βιογραφικά του στοιχεία, αποτυπώνεται το πάθος, η διαδρομή και η μυθολογία γύρω από τον άνθρωπο που σήκωσε την κουλτούρα της Καραϊβικής στις πλάτες του και την έκανε παγκόσμια υπόθεση.
Τα παιδικά χρόνια
Σύμφωνα με το αφιέρωμα, γεννημένος σε μια επαρχιακή γωνιά της Τζαμάικα, από ιθαγενή μητέρα και πατέρα βρετανό στρατιωτικό που εξαφανίστηκε νωρίς, ο Μάρλεϊ μεγάλωσε σε μια από τις φτωχότερες συνοικίες του Κίνγκστον, το Τρενς Τάουν. Εκεί άκουγε μουσική από τα τρανζίστορ και στα 14 του εγκατέλειψε το σχολείο. Σε δύο μόλις χρόνια, είχε καταλάβει πως μέσα του έρρεε ρυθμός.
«Ένα τρομερό μουσικό ταλέντο που ο ρυθμός της Ρέγκε έρεε μέσα στις φλέβες του, αντικαθρεφτίζοντας τη μιζέρια των μαύρων αδελφών του που εύρισκαν καταφύγιο στα γκέτο, στα ναρκωτικά, στο αλκοόλ και στο ποδόσφαιρο», γράφει χαρακτηριστικά «ΤΟ ΒΗΜΑ».
Η μουσική εκκίνηση
Με τους Wailers τραγούδησε για τα όνειρα των φτωχών και της πολιτικοποιημένης νεολαίας. Ο ήχος του ήταν ένα πάντρεμα της ρέγκε, σόουλ, ροκ και ντίσκο. Ο ίδιος δήλωνε πως «τραγουδά για την καρδιά των καταπιεζόμενων μαζών της Καραϊβικής», ενώ οι στίχοι του μιλούν από μόνοι τους:
«Οι κοιλιές τους είναι γεμάτες, αλλά εμείς πεινάμε»,
«Σε παγωμένο χώμα κοιμήθηκα χτες βράδυ κι είχα ένα βράχο για μαξιλάρι».

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.6.1981, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
Από τη φτώχεια στην παγκόσμια σκηνή
Το 1972 υπέγραψε με την δισκογραφική Island Records και έφερε τη ρέγκε στον παγκόσμιο χάρτη. Το Natty Dread (1975) θεωρείται το αριστούργημά του.
Η μουσική του εξέφραζε τόσο την κοινωνική διαμαρτυρία όσο και την πνευματικότητα του ρασταφαριανισμού, με τραγούδια που συνδύαζαν πολιτική αφύπνιση και καλλιτεχνική δύναμη.
Από το 1967 είχε ήδη ενταχθεί στον ρασταφαριανισμό – μια θρησκευτικοπολιτική πίστη που οραματίζεται την επιστροφή των μαύρων στην Αφρική και την κατάρρευση της «νέας Βαβυλωνίας».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 11.5.2001, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
Στη δεκαετία του ’70 ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική. Υπήρξε θύμα δολοφονικής απόπειρας και αυτοεξορίστηκε.
«Το 1978 γυρνάει στις ρίζες του και σε λίγο προσβάλεται από σπάνιας μορφής καρκίνο του εγκεφάλου. Οι γιατροί δεν του δίνουν πάνω από ένα χρόνο ζωή…»
Η τελευταία του επιστροφή στην Τζαμάικα το 1978 έγινε δεκτή σαν γεγονός εθνικής σημασίας. Τρία χρόνια αργότερα, στις 11 Μαΐου του 1981, έφυγε από τη ζωή. Τον αποχαιρέτησαν με τιμές εθνικού ήρωα, μέσα σε λιτανείες, τύμπανα και ψαλμωδίες.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.5.1996, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
«Ο θάνατος ενός προφήτη»
Λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατό του, ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 18ης Ιουνίου δημοσίευσε ένα εκτενές αφιέρωμα με τίτλο «Ο θάνατος ενός προφήτη».
Το άρθρο περιγράφει τον ρόλο του Μάρλεϊ ως κεντρική μορφή του ρασταφαριανισμού – μιας θρησκείας και ταυτόχρονα πολιτισμικής κίνησης που συνδέεται άρρηκτα με τις ιστορικές συνθήκες της Τζαμάικα και την αποικιοκρατική της κληρονομιά:
«Ο Τζαμαϊκανός “βασιλιάς της ρέγκε” […] δεν ήταν μόνο ένα μουσικό αστέρι με παγκόσμια ακτινοβολία. Ήταν και απόστολος μιας θρησκείας, που οραματίζεται την επιστροφή όλων των μαύρων στην Αφρική και την κατάρευση της “νέας Βαβυλωνίας” της Αφρικής.
»“Δε μας απασχολεί ο θάνατος. Αν ένας άνθρωπος δεν έχει αμαρτήσει, ξέρουμε ότι γίνονται και θαύματα για τη σωτηρία του. Έχουμε έναν φύλακα – άγγελο που μας οδηγεί. Αλλά, αν τον θυμώσουμε, τότε μπορεί να πεθάνουμε… Όσοι δίνουν αξία στο θάνατο, είναι επειδή δεν καταλαβαίνουν το θεό. Δεν υπάρχει τέλος, ποτέ δεν θα υπάρξει τέλος”.
»Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο, σε μία συνέντευξή του, ο Μπόμπ Μάρλεϋ διαδήλωνε την αδιαφορία του για το θάνατο. Τρείς μήνες αργότερα, όμως έμελλε να έρθει – πρόωρα – το τέλος του.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.6.1981, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
H πολιτισμική θέση των ράστα στην Τζαμάικα
Όταν γεννήθηκε ο Μπόμπ Μάρλεϊ, η Τζαμάικα βρισκόταν ακόμη υπό βρετανική κυριαρχία· η ανεξαρτησία του 1962 δεν άλλαξε ουσιαστικά τις ανισότητες, καθώς η εξουσία παρέμεινε στα χέρια της λευκής μειοψηφίας και η φτώχεια συνέχισε να βαραίνει τους μαύρους κατοίκους.
»Οι άνεργοι νέοι που μαζεύονταν από όλη τη χώρα στην πρωτεύουσα, το Λίνγκστον, μη μπορώντας να λύσουν τα άμεσα βιοτικά προβλήματα, ή κατέληγαν αλήτες ή ενώνονταν με τους ράστα, μια μυστική σχεδόν αδελφότητα, που ευαγγελίζεται την ειρηνική απελευθέρωση της μαύρης φυλής και λατρεύει σαν θεό το Χαϊλέ Σελασιέ.
»Το 1927, ο εθνικός ήρωας της Τζαμάικα, Μάρκους Γκάρβεϋ, προφήτεψε ότι “σύντομα θα έρθει ένας βασιλιάς που θα ενώσει όλη την Αφρική”. Μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1930, στην Αιθιοπία στεφόταν αυτοκράτορας ο Χαϊλέ Σελασιέ. Στο μακρινό νησί τους, οι ταλαιπωρημένοι Τζαμαϊκανοί ερμήνευσαν αυτό το γεγονός σαν επαλήθευση της προφητείας του Γκάρβεϋ.
»Ο Χαϊλέ Σελασιέ, μοναδικός, μαύρος μονάρχης στον κόσμο, κατευθείαν απόγονος της βασίλισσας του Σαββά και του βασιλιά Σολομώντα, θα είναι αυτός που θα ένωνε όλη την Αφρική. Τον λάτρεψαν σαν θεό και ακόμη σήμερα αρνούνται να δεχτούν ότι έχει πεθάνει.
Οι ράστα την δεκατία του ’80
»Στη σημερινή Τζαμάϊκα οι ράστα είναι μια μειονότητα, που ζει σε μια κατάσταση ημι – παρανομίας στις μεγάλες πόλεις ή στους γύρω λόφους, αρνούνται το εμπόριο, καλλιεργούν τεράστιες εκτάσεις με χασίς (που είναι απαγορευμένο), το καπνίζουν συστηματικά και με τα τραγούδια τους, προπαγανδίζουν τη νομιμοποίησή του.
»Με την ατημέλητη εμφάνισή τους και τα αχτένιστα μακριά μαλλιά τους, δημιουργούν έντονη αντίθεση με την “εκσυγχρονισμένη” μερίδα του πληθυσμού.
»Αλλά βέβαια, αν ήταν μόνο γι’ αυτές, τις “ιδιορυθμίες” τους, δε θα ενοχλούσαν τόσο πολύ τις αρχές και δε θα γίνονταν στόχοι διώξεων ή ακόμα και δολοφονιών όπως ο ίδιος ο Μπόμπ Μάρλεϋ, που μόλις γλύτωσε από μια ένοπλη επίθεση στο σπίτι του το 1976. Και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα για δυό χρόνια, μετά από αυτό.
»Τέτοιοι στίχοι δεν ακούγονται ανώδυνα στην πολιτικά διχασμένη Τζαμάϊκα. Και όταν οι αστυνομικοί κάνουν έρευνα στα αυτοκίνητα των ράστα, δεν ψάχνουν μόνο για μαριχουάνα: Ψάχνουν και για όπλα. Και ας έλεγε ο Μπόμπ Μάρλεϋ σε κάθε ευκαιρία:
“Τα τραγούδια μου δεν είναι πολιτικά. Λένε μόνο την αλήθεια”.
»Η αλήθεια αυτή είναι αυτόματα επαναστατική, πολύ περισσότερο όταν διοχετεύεται μέσα από μιά μουσική έντονα ρυθμική, όπως η ρέγκε.
»Η ρέγκε, με ρίζες στο ροκ, στη νέγρικη σόουλ και στο παραδοσιακό τζαμαϊκανό ρυθμό, αναπτύχθηκε από τους ράστα μέσα στη δεκαετία που έζησαν ηθελημένα απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο.
»Ακόμα και σήμερα, πολλοί ράστα αρνούνται να χρησιμοποιήσουν άλλα όργανα και συνοδεύουν τα τραγούδια τους μόνο με τύμπανα, γιατί “τα τύμπανα γεννήθηκαν στην Αφρική και κλείνουν μέσα τους όλη τη μουσική”.
»Άλλοι, όμως, χρησιμοποιούν σύγχρονα όργανα, κάνουν ἠχογράφηση σε στούντιο και θέλουν να απευθύνουν τη μουσική τους σε όλους τους ανθρώπους, μαύρους και λευκούς.
“Ακούω τη μουσική της φύσης”
»Από τις πωλήσεις των δίσκων του σε όλο τον κόσμο ο Μπόμπ Μάρλεϋ είχε τεράστια κέρδη. Αλλά εξακολούθησε να μισεί το χρήμα και τις εμπορευματικές συναλλαγές. Τα τελευταία χρόνια έμενε σε ένα μεγάλο πολυτελές σπίτι, είχε ένα στούντιο αξίας ενός εκατομμυρίου δολαρίων και μια “Μπέ-έμ-βέ”. Αλλά όλα τα ρευστά τα έδινε σε όσους είχαν ἀνάγκη.
“Τα λεφτά είναι η ρίζα όλου του κακού. Έγιναν, για να αλυσοδένουν τον κόσμο. Είναι ένα υποκατάστατο της πραγματικότητας”.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.6.1981, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
»Η πραγματικότητα για το Μάρλεϋ ήταν η φύση. Και όταν ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε τι μουσική ακούει, ο Μάρλεϋ του είπε να σκεπάσει τα αυτιά του με τα χέρια του και να ακούσει προσεχτικά:
“Ακούς; είναι η νύχτα. Αυτή είναι η πραγματική μου μουσική που ακούω. Η μουσική της φύσης… Η μουσική είναι το τραγούδι της γης. Αν ακούσεις προσεκτικά, η φύση είναι μουσική. Και η μουσική φέρνει την αλλαγή. Ο ρυθμός της δίνει δύναμη στους ανθρώπους”»