Το Σάββατο, 10 Μαΐου, μια φανατισμένη ομάδα αριστερών, αντισημιτών, εκδοτών, βιβλιοπωλών, ακτιβιστών και ηλιθίων μπούκαρε σε μια αίθουσα της Διεθνούς ‘Εκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη.

Διέκοψαν και ματαίωσαν με το ζόρι μια εκδήλωση για την ισραηλινή λογοτεχνία με ισραηλινούς ομιλητές και συμμετοχή της ισραηλινής πρεσβείας.

Ο λόγος; Υποτίθεται πως οι μπουκαδόροι δεν γουστάρουν το Ισραήλ ή καταδικάζουν τον Νετανιάχου ή κάτι τέτοιο. Ηταν (λένε οι παρόντες) καμιά εκατοστή άτομα.

Πάλι καλά. Επί Γ’ Ράιχ τις δημόσιες εκδηλώσεις καύσης βιβλίων που οργάνωνε το ναζιστικό καθεστώς παρακολουθούσαν πολύ περισσότεροι, αρκετοί με στολή και μπότες.

Οι βιβλιοφιλικές αυτές εκδηλώσεις που διαφέρουν ελαφρώς από τις εκθέσεις βιβλίων της εποχής μας κορυφώθηκαν μπροστά στην Οπερα του Βερολίνου και σε 21 άλλες γερμανικές πόλεις στις 10 Μαΐου 1933.

Τι σύμπτωση! Ακριβώς 92 χρόνια από την «μπούκα» της Θεσσαλονίκης.

Τότε κι ενώπιον πλήθους κόσμου ρίχτηκαν στην πυρά δεκάδες χιλιάδες βιβλία Εβραίων, δημοκρατών, μαρξιστών, μη ναζιστών και γενικώς όσων θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύουν το «μη γερμανικό πνεύμα».

Από τον Αντρέ Ζιντ, τον Μαρσέλ Προυστ και τον Ερνεστ Χεμινγκγουέι έως τον Μαξίμ Γκόρκι, τον Μαγιακόφσκι και τον Ερενμπουργκ.

Στην Ιστορία η μαζική καύση βιβλίων σε δημόσιες εκδηλώσεις έχει γίνει γνωστή ως «άουτο ντα φε» (auto da fe) δηλαδή ως δημόσια «πράξη πίστης».

Την είχε καθιερώσει μερικούς αιώνες νωρίτερα η Ιερά Εξέταση της Καθολικής Εκκλησίας που έκαιγε βιβλία αλλόθρησκων και αιρετικών. Αλλά από τον 19ο αιώνα η πρακτική είχε ατονήσει, την ενεργοποίησαν ξανά οι ναζί.

Φαίνεται πως η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών Βιβλιοχαρτοπωλών (ΠΟΕΒΙ) δεν πρόλαβε να στήσει πυρά στη Θεσσαλονίκη. Περιορίστηκαν λοιπόν να μπουκάρουν και να εμποδίσουν την εκδήλωση.

Δεύτερη σύμπτωση! Μπούκαραν σε μια εκδήλωση Ισραηλινών στην πόλη της οποίας η ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα ξεκληρίστηκε από τους ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ομολογώ πως δεν έχω καταλάβει για ποιον λόγο διάφοροι βασιβουζούκοι αρέσκονται να διακόπτουν εκδηλώσεις με το περιεχόμενο των οποίων ενδεχομένως διαφωνούν.

Προχθές τα Τέμπη, χθες το Ισραήλ…

Δεν είναι υποχρεωμένοι να τις παρακολουθήσουν και ουδείς τούς εμποδίζει να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους στο ακροατήριο οποιουδήποτε καφενείου της γειτονιάς ή στο καθιστικό του σπιτιού τους.

Αν θέλουν μάλιστα μπορούν να οργανώσουν κάποια δική τους εκδήλωση για να πουν τα δικά τους.

Γιατί λοιπόν να χαλάσουν την εκδήλωση του άλλου; Και γιατί να επιβάλουν την αντίδρασή τους σε ανθρώπους που ούτε τους νοιάζει ούτε τους ενδιαφέρει η αντίδραση αυτή;

Νομίζω ότι η εξήγηση είναι απλή. Ακριβώς όπως οι ναζί έκαιγαν τα βιβλία νομίζοντας ότι ακυρώνουν όσα γράφουν τα βιβλία, έτσι και οι βασιβουζούκοι παρεμποδίζουν εκδηλώσεις νομίζοντας ότι απαξιώνουν όσα θα ειπωθούν στις εκδηλώσεις.

Μην έχετε λοιπόν απορίες. Ο πυρήνας της σκέψης είναι κοινός. Στο Βερολίνο και στη Θεσσαλονίκη.

Η «ακύρωση» διά της επιβολής είναι άλλωστε βαθιά ριζωμένη στην ολοκληρωτική σκέψη που θεωρεί πως έχει τη δυνατότητα να ακυρώνει ό,τι την ενοχλεί. Να κάνει σαν να μην υπάρχει.

Και όχι μόνο στην ολοκληρωτική σκέψη.

Η λεγόμενη «κουλτούρα της ακύρωσης» (cancel culture) έχει εισβάλει με προοδευτικό προσωπείο και στα αμερικανικά κάμπους με τις χειρότερες δυνατές επιπτώσεις σε ένα περιβάλλον που κανονικά θα έπρεπε να είναι όαση ανοχής και αποδοχής.

Ή, ακόμα χειρότερα, ενσωματώθηκε σε έναν αλλοπρόσαλλο και επιθετικό ακτιβισμό εναντίον ιδεών, προσώπων και της ίδιας της Ιστορίας.

Θυμάμαι παλαιότερα που οι Κνίτες έκαναν φασαρίες όταν παιζόταν στους κινηματογράφους η «Ελένη» του Νίκου Γκατζογιάννη (1985). Ή όταν διάφοροι «εκκλησιαστικοί» εμπόδιζαν να παιχτεί ο «Τελευταίος Πειρασμός» του Νίκου Καζαντζάκη και του Μάρτιν Σκορσέζε (1988).

Το 2020 η βρετανική κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον και κυρίως μέρος του Τύπου («Daily Mail») χρειάστηκε να εναντιωθούν σε πολυάριθμους αντιρατσιστές διαδηλωτές που βανδάλισαν το άγαλμα του Γουίνστον Τσόρτσιλ έξω από το Κοινοβούλιο και ζητούσαν την αποκαθήλωσή του επειδή (κατά τη γνώμη τους) ο αείμνηστος δεν υπήρξε αρκετά… αντιρατσιστής!

Βλακώδες; Προφανώς. Αλλά δεν μιλάμε και για τίποτα τιτάνες της σκέψης. Πίσω από τα καμένα βιβλία κρύβονται πάντα καμένα μυαλά.

Μπορεί λοιπόν να έκαιγαν όσα βιβλία ήθελαν στο Βερολίνο του 1933, αλλά ο Ζιντ, ο Προυστ και ο Χεμινγκγουέι εξακολουθούν να γοητεύουν τους αναγνώστες. Για τους πυρομανείς με τις μπότες, αμφιβάλλω.

Διάβασα βεβαίως σε μια ανακοίνωση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλιοχαρτοπωλών ότι τα μέλη της (ενδεχομένως και άλλοι…) διαφωνούν με το Ισραήλ.

Είναι ασφαλώς λυπηρό, αν και δεν ξέρω πόσοι στο Ισραήλ γνωρίζουν και πόσοι παίρνουν σοβαρά υπόψη τους τη διαφωνία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας.

Εκ των πραγμάτων όμως είναι καταφανές ότι έως τώρα το Μεσανατολικό εξελίσσεται ανεξάρτητα από τη βαρύνουσα άποψη των ελλήνων βιβλιοχαρτοπωλών.

Συνεπώς, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι καλοπροαίρετος στόχος τους είναι η επίλυση του Μεσανατολικού, δεν είναι προφανές γιατί η επίλυση πέρασε σε καλύτερη φάση επειδή διακόπηκε μια εκδήλωση για την ισραηλινή λογοτεχνία σε ένα Φεστιβάλ Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη.

Ακριβώς όπως η Ιστορία δεν θα κρίνει διαφορετικά τον Τσόρτσιλ επειδή οι ακτιβιστές κρίνουν πως δεν ήταν επαρκώς αντιρατσιστής.

Γενικότερα, ποτέ στην Ιστορία δεν κρίθηκαν σοβαρά πράγματα, ούτε το Μεσανατολικό, από ομάδες μπουκαδόρων που διακόπτουν εκδηλώσεις.

Αυτό όμως είναι το βασικό χαρακτηριστικό των καμένων μυαλών. Δεν μπορούν να σκεφτούν ούτε τα στοιχειώδη.

Οπως έγραφε άλλωστε ο κορυφαίος σεναριογράφος Μισέλ Οντιάρ στο «Les Tontons Flingueurs» του Ζορζ Λοτνέρ (1963):

– Οι μαλάκες είναι ικανοί να κάνουν τα πάντα. Από αυτό άλλωστε τους αναγνωρίζεις!