Η κατασκευή των κειμένων μου στην εφημερίδα έχει το μειονέκτημα –το παραδέχομαι- του προοπτικισμού, δηλαδή ότι εφόσον δεν κατέχουμε καμία αλήθεια, αλήθεια δεν υπάρχει παρά στην φυσική μας στοιβάδα, στο σώμα έστω -αν πράγματι το «έχουμε» (habeas)- αν δεν μας το έχει αρπάξει το μετασύμπαν, αν δεν το υποτιμά η ίδια του η συνθήκη, αν το επιτρέπει η Ζ/ζωή.

Στο σώμα (φύση) σαν την πρώτη βεβαιότητα σκοντάφτει κάθε θεσμισμένη βεβαιότητα εκ των υστέρων. Πλην της γραφής. Αυτό το πλατωνικό «αναπλήρωμα» («Φαίδρος»), γιατρικό (φάρμακο) και δηλητήριο (φαρμάκι), εντούτοις μετατρέπεται σε σώμα. Σε όργανο του σώματος, σε βαθμό που και το σώμα να καταλήξει προσθετικό στοιχείο σε σχέση με το ξένο. Αυτό δηλαδή, που καταφθάνει από «έξω» ακόμα και όταν έχει αναδυθεί έσωθεν.

Η αποδόμηση (Ντερριντά) αντιλαμβάνεται το σώμα όχι σαν μια πρώτη στοιβάδα (φύση) αλλά σαν το αποτέλεσμα μιας δραστηριότητας απορητικής, εκτεθειμένης στον εαυτό της, επερωτώντας τον εαυτό της, οργανώνοντας τον εαυτό της.

Διαβάζω αυτές τις μέρες το βιβλίο «Γράμματα στην Παναγία» (Πατάκης) του φοιτητή μου -γνωστού πια – Κυριάκου Χαρίτου. Κρατώ στα χέρια μου και το περιοδικό «Άνθρωπος», τεύχος 15 (Μάιος 2025) με ένα επιμελημένο άρθρο άλλου φοιτητή μου -καθηγητής πανεπιστημίου πλέον αυτός- του Χάρη Ράπτη.

Λογοτέχνημα το πρώτο, φιλοσοφικό δοκίμιο το δεύτερο, γραμμένα στα προσίδια ιδιώματα (λογοτεχνία-φιλοσοφία) τα οποία όμως με τον τρόπο τους (την γραφή) τα υπερβαίνουν.

Έχουν έναν κοινό παρονομαστή στην καρδιά της προβληματικής όσων γράφω και αυτών που θέλω με το σημερινό κείμενο να διατυπώσω – χωρίς τους ενδοιασμούς της μη-αναγνωσιμότητάς του- διότι, μετά πενήντα χρόνια «συνομιλίας μου με τους τοίχους», το ακούω κι αυτό ( από τους τοίχους).

Και οι δυο εγκωμιάζουν -παρά την διαφωρά- μέσω της γραφής το σώμα.

Γράφει ο Χαρίτος:

«Το σώμα μου, μάνα, είναι αυτό που μου είναι ολότελα ξένο μα και δικό μου. Παίρνει όμηρο το πνεύμα. Το άλογο του σώματος. Που δεν έχει γκέμια. Που φοβάμαι να το ακολουθήσω πέρα από τα ασφαλή περιχαρακωμένα σύνορα μήπως και κατακρεουργηθώ στη φυγή του. Φοβάμαι να ξυπνήσει η σάρκα μου. Τη σκεπάζω. Με ένα βαρύ στρωσίδι από σκέψη. Σαν τα υφαντά της Α., που έμενε δίπλα μας, θυμάσαι;

Με ένα βαρύ υφαντό από απάρνηση. Από προσευχή. Κάθε του κλωστή είναι άλλη μια δέηση. Άλλη μια ευχή. Ένας απαλλαγμένος από υγρασία, θερμότητα και ένταση συλλογισμός. Έτσι που να καταστήσω τον λόγο σώμα πάνω από το σώμα, και σώμα πέρα από το σώμα.

Δεν ξέρω πότε θα περάσει πια αυτός ο κίνδυνος. Πότε θα πάψω να πετάγομαι μουσκεμένος μέσα στη νύχτα ενώ καίγομαι ολόκληρος σα βάτος. Να νιώθω αυτό τον τρομακτικό σεισμό σε όλα μου τα χώματα. Σα να υπάρχει κάτω από το δέρμα ένας γίγαντας τρομερός που ξυπνά και σκάβει να βγει πάνω να νιώσει».

Στο δοκίμιο του Ράπτη πάλι, με τίτλο «Η καταγωγική τεχνικότητα του ανθρώπου» διαβάζω:

«Η γραφή είναι τεχνική εφόσον είναι τεχνητή, ένα αυθαίρετο ανθρώπινο κατασκεύασμα, ένα τεχνούργημα, το οποίο η φιλοσοφική παράδοση είτε παραγνώρισε, είτε παραμέλησε, είτε απαξίωσε ως ασήμαντο αναπλήρωμα της σκέψης, της μνήμης ή του λόγου, είτε ακόμα εξόρκισε ως τερατώδες, επικίνδυνο και κακοποιό, καθότι αποσπασμένο από το πνεύμα όπως και από τη φύση».

Όταν ο Χαρίτος επιθυμεί να καταστήσει «το λόγο, σώμα πάνω από το σώμα και σώμα πέρα από το σώμα», την γραφή υπαινίσσεται.

Η γραφή επιτρέπει στον λογοτέχνη να διαλαλεί αυτό που ο διανοητής απωθεί -παρ’ ότι υπο-φέρει από την επινόηση εννοιών ή το πάθημα εξαιτίας της οικονομίας των πρωτοκόλλων.

Η γραφή λοιπόν, αυτή η «δαιμόνια μηχανή» του Ζαν Κοκτώ, όπου «μοίρα» της είναι το «εξωτερικό πεπρωμένο», υπάρχει με τον τρόπο της «θεμελιώδους δομής της γλώσσας», πάντοτε ήδη ένας άλλος/ίδιος εαυτός περισσότερο από τον εαυτό, που δεν δέχεται «παρά μόνο μια κριτική: να κριθεί από μόνη της» (Κοκτώ).

Ο εαυτός, με τα σημάδια-γράμματα – πληγές στο σώμα του από τον «Εγγραφέα» του Κάφκα, περιμένει το «ωραίο Βιβλίο» στο οποίο «θα καταλήξει ο Κόσμος», μήπως και χωθεί μέσα του να τελειώνει με το παίδεμα της θνητότητάς του.

Και τούτο διότι τα βιβλία «μέσα σε μια μοναξιά γεμάτη ερωτήματα, πρέπει να τα αφήσουμε να διατηρηθούν μέσα μας. Λίγο-λίγο, αφού περάσουν απ’ την επαγρύπνησή μας, αυτά που οφείλουν να εξαφανιστούν θα κονιορτοποιηθούν. Τα άλλα θα σταθεροποιηθούν γιατί η ουσία τους αντέχει συγχρόνως και στα πλήγματα του νου μας και στα χτυπήματα της καρδιάς μας» (Ο André Fraigneau για τον Κοκτώ).

Γράφω και διαβάζω προσθέτοντας στα τεχνητά μου μέλη ένα εκ των ουκ άνευ πρόσθεμα/πρόθεμα της ζωής. Ένα «αναπλήρωμα», που «προστίθεται σε ένα έμβιο σώμα ως ενίσχυση της ζωτικότητάς του ή και για την διατήρηση της ίδιας της ζωής, και το οποίο, εντούτοις, δεν παύει να ενσταλάζει στη ζωή, ή να στοιχειώνει, να επιμολύνει τη ζωή με την αμφισημία του, σαν ό,τι πιο ξένο και ό,τι πιο μύχιο συνάμα – ανοικειότητα (unheimlichkeit) και εκ-σωτερικότητα (extimité) του αναπληρώματος, θα θέλαμε με τον Φρόιντ και τον Λακάν», γράφει ο Χάρης Ράπτης.

Ως εάν να ενοφθαλμίζεται η τεχνική/τεχνητή γραφή του στο εξομολογητικό απόσπασμα (κεφ. 7) του Χαρίτου: «Πρέπει να βρω τη γλώσσα, μάνα. Πρέπει να βρω μια γλώσσα που δεν θα έχουν ξανακούσει οι άνθρωποι. Εγώ τις λέξεις ήρθα να αναστήσω. Αν καταφέρω και αναστήσω τις λέξεις, μπορώ να σηκώσω και το σώμα τους από το χώμα».

Διαβάζοντας τα δύο κείμενα μέσα στο παράδοξο ενός αδύνατου εγκιβωτισμού («mise en abyme») και επιπλέον, αναπτύσσοντας με την ανάγνωση, αυτο-ανοσία απέναντι στα «είδη», δηλαδή μια αντίδραση απέναντι σε μια ξένη ουσία, την ίδια στιγμή γνωρίζω πως καταστρέφω αυτό που με προστατεύει επιτρέποντας ωστόσο, την ευνοϊκή του λειτουργία απέναντι στον σωτήριο όσο και επικίνδυνο ξενιστή. Υπό αυτή την έννοια, γράφει ο Ράπτης παραπέμποντας στον Ντερριντά: «ο μηχανισμός του ίδιου του οργανισμού είναι αυτός που μετατρέπει τον οργανισμό καθ’ εαυτόν σε ‘φάρμακον’».

Φαρμακωμένη ή γιατρεμένη, η τριάδα του πάλαι Παντείου που σκόρπισε με τα χρόνια – όμως προστιθέμενη έκτοτε στην αξία της γραφής- ο δάσκαλος λοιπόν και οι δύο εγγράματοι φοιτητές του, ασθενείς ή υγιείς κι αυτοί κατά βούλησιν, συνεχίζουν στην «Αποικία των τιμωρημένων» (Κάφκα) όπου εργάζονται, με τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα που τους «γράφουν» στη συνταγή οι μεγάλοι γιατροί απο την βιβλιοθήκη.

Και, γράφοντας, άλλοτε πεζό άλλοτε δοκίμιο ή και τα δύο μαζί, στην έρημο της Σόλωνος τους τρώνε οι ψύλλοι.

«Προχθές μας έφαγαν οι ψύλλοι, μάνα. Πρώτος άρχισε να ξύνεται ο Α. Ησύχασε, του έλεγα, τ’ άχυρα είναι. Κοιμηθήκαμε σε ένα σταβλί με τα πρόβατα. Τα χαράματα ήμασταν γεμάτοι. Σκούζαμε σα δαρμένοι σκύλοι και ξυνόμασταν. Χειρότερα τα κάναμε. Τρέξαμε τότε στις όχθες της Kαραούν.

Βγάλαμε ό,τι φορούσαμε να το κάψουμε πάνω σε βουναλάκι πέτρες που μάζεψε ο Φ. με τον Β. Πήραμε λάσπη της λίμνης που έχει άργιλο και θειάφι, κι αρχίσαμε να αλειφόμαστε να περάσουν η φαγούρα κι η πληγή. Ο ένας τον άλλον. Βιαστικά αλλά με αγάπη. Γελούσαμε και κλαίγαμε μαζί. Στο τέλος μοιάζαμε με σουμερικά ειδώλια αρχαίων δαιμόνων. Αφημένα να στεγνώσουν πριν τα παραδώσουν στους ναούς. Κι όμως, μάνα. Έτσι όπως σκεπάζαμε ο ένας τον άλλο μέσα στην κοινή μας συμφορά.

Έτσι όπως του καθενός το χέρι περνούσε το γυμνό σώμα του αδερφού του. Γινόταν ο καθένας άδολος πηλός. Στα χέρια ενός άλλου πλάστη. Με μόνη του πρόθεση την παρηγοριά, την ανακούφιση, τη γαλήνη. Πλαθόμασταν από την αρχή».

ΥΓ.

Τα δύο αμείλικτα ερωτήματα που ακολουθούν δεν θα πάψουν να τίθενται σε όλους μας : συγγραφείς , καθηγητητές, ή δημοσιογράφους . Κυρίως στους προχθεσινούς υποψήφιους στην Έδρα της Ποίησης στην Ακαδημία Αθηνών.

«Είμαι ό,τι γράφω; Ή, γράφω ό,τι δεν είμαι;»

Διότι εκείνη η μπλανσοϊκή προτροπή: «Για να γράψεις, πρέπει πρώτα να γράψεις», που επαναλάμβανα, ελαφρά τη καρδία, στο πρώτο έτος, μου ακούγεται πλέον σαν κατάρα παρά σαν ευχή.

«Για να γράψεις, πρέπει να μη γράφεις».

Στην Ακαδημία Μπιλιάρδου το κατάλαβαν και ασχολούνται μόνο με καραμπόλες.

ΥΓ 2.

Τη σχέση και του σημερινού κειμένου μου με τον σχολιασμό της επικαιρότητας – αν ο Τσίπρας για παράδειγμα διαθέτει «εναλλακτικό αφήγημα», ή τι σερβίρει η Κατσέλη στα δείπνα της από τα οποία ο Τσίπρας σωματικά απουσιάζει – είναι προφανές πως την θεωρώ αυτονόητη.