Το ενδεχόμενο οι αδελφοί Ζαν Πιέρ και Λικ Νταρντέν να γράψουν κεφάλαιο φέτος στο φεστιβάλ Καννών ως οι πρώτοι σκηνοθέτες στην ιστορία του θεσμού που κερδίζουν έναν τρίτο Χρυσό Φοίνικα δεν είναι καθόλου απίθανο. Με την τελευταία ταινία τους, «Νεαρές μητέρες» (Jeunes Meres) που προβάλλεται απόψε, τελευταία μέρα προβολών του επίσημου τμήματος, το ντουέτο Νταρντέν που το 1999 κέρδισε τον πρώτο του Χρυσό Φοίνικα με την «Ροζετά» και το 2005 τον δεύτερο με το «Παιδί», πετυχαίνει και πάλι διάνα, «κτυπώντας» κατευθείαν στην καρδιά.

Η ταινία εξετάζει πέντε περιπτώσεις κοριτσιών στην εφηβεία που είναι αναγκασμένα να λάβουν αποφάσεις για το μέλλον των παιδιών τους, τα οποία με δική τους επιλογή, τελικά γέννησαν. Η μόνη στήριξη που αυτή την στιγμή έχουν, είναι ένα ειδικό ίδρυμα, μέσω του οποίου το βρέφος μπορεί να υιοθετηθεί. Κάθε κοπέλα έχει την δική της ιστορία, τον δικό της Σταυρό να σηκώσει και κάθε κοπέλα οφείλει να πάρει την δική της απόφασή για το τι θα γίνει τελικά με το παιδί της. Θα δοθεί σε ανάδοχη οικογένεια; Θα το μεγαλώσουν οι ίδιες;

Οι αδελφοί Νταρντέν είναι μάστορες στο να καταθέτουν τα προβλήματα των ταινιών τους στο τραπέζι και χωρίς πάντα να προσφέρουν λύσεις να λένε τα πράγματα ακριβώς όπως είναι. Εδώ ωστόσο, ως και οι ίδιοι παραδέχθηκαν ότι ήθελαν να ρίξουν λίγο φως στο σκοτάδι των ιστοριών τους, κάποιες από τις οποίες είναι πραγματικές (η έρευνα που έκαναν με επισκέψεις σε ιδρύματα όπως αυτό που παρουσιάζουν στην ταινία ήταν πολύχρονη και επίπονη). Μπορεί μεν κάθε τι που βλέπουμε στην τόσο ανθρώπινη αυτή ταινία να έχει την σκληράδα της πραγματικότητας όμως η ελπίδα, εν τέλει, φαίνεται να κυριαρχεί.

Και όπως πάντα οι Νταρντέν κάνουν θαυμάσια δουλειά με τους ηθοποιούς τους. Μόνο δύο από τις πέντε κοπέλες που παίζουν στην ταινία είχε προηγούμενη εμπειρία με την κάμερα, ενώ η επιλογή των πέντε κοριτσιών έγινε αφού είδαν 150 περίπου κοπέλες. «Έπρεπε η εικόνα να είναι κοντά στο ντοκιμαντέρ» είπαν σε συνέντευξή τους στο ΒΗΜΑ. «Έπρεπε η κάμερα να είναι ένας ακόμα χαρακτήρας της ταινίας γιατί μόνο έτσι ο θεατής θα μπορέσει να βιώσει την πραγματικότητα.»

Η «Συναισθηματική αξία» στοχεύει σε βραβεία

Μια ακόμη ταινία του διαγωνιστικού προγράμματος που αναμένεται να ακουστεί στα βραβεία (και όλα δείχνουν αργότερα και στα Όσκαρ) είναι η τελευταία δημιουργία του Νορβηγού σκηνοθέτη Γιοακίμ Τρίερ «Sentimental value» (Συναισθηματική αξία) στην οποία πρωταγωνιστεί η Ρενάτε Ρέινσβε που το 2021, για τον «Χειρότερο άνθρωπο του κόσμου», επίσης του Τρίερ, κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες.

Η ταινία φωτίζει την παράξενη σχέση αγάπης – μίσους ανάμεσα στην ηρωίδα της Ρέινσβε, μια διάσημη ηθοποιό και τον πατέρα της (Στέλαν Σκάρσγκαρντ), έναν ταλαντούχο σκηνοθέτη του κινηματογράφου ο οποίος θέλει να επιστρέψει στο σινεμά δουλεύοντας μαζί της. Για την ακρίβεια αυτό που ο σκηνοθέτης θέλει είναι να δώσει στην κόρη του τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταινία που εν μέρει αφορά και τους δύο!

Αδιανόητο για την ηθοποιό που δεν θέλει ούτε να το ακούσει και το ερώτημα που προκύπτει είναι για ποιόν λόγο; Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από την σχέση τους; Ο Τρίερ έχει δουλέψει με σχολαστική προσοχή τους ήρωές του, οι οποίοι ορισμένες στιγμές σου δίνουν την εντύπωση ότι έχουν βγει κατευθείαν από τον κόσμο των ταινιών του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Θα μπορούσες να πεις ότι η «Συναισθηματική αξία» έχει κάτι από την «Φθινοπωρινή σονάτα» του Μπέργκμαν με τον Σκάρσγκαρντ στην θέση της Ινγκριντ Μπέργκμαν.

Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως… συναισθηματικό οικογενειακό δράμα, που βοηθιέται πολύ από την σωστή δοσολογία χιούμορ που ελαφρύνουν κάπως (τόσο όσο) την βαριά ατμόσφαιρα. Τα πρόσωπα είναι αναγνωρίσιμα και οι καταστάσεις που ζουν θα μπορούσαν να συμβούν στον οποιοσδήποτε και όχι μόνο στην μπουρζουαζία της Νορβηγίας. Ακόμα και το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης της ιστορίας στρέφεται προς μια αμερικανίδα ηθοποιό (Ελ Φάνινγκ) που τον αντιμετωπίζει σαν θεό, είναι κατά βάθος μια αστεία κατάσταση, σαν ένα κλείσιμο του ματιού του Τρίερ προς το Χόλιγουντ, που πολύ πιθανόν σε μερικούς μήνες να τον βραβεύσει.