Η Αννα Βαγενά είναι ακριβώς αυτή που νομίζει ακόμα και κάποιος που δεν την έχει συναναστραφεί ποτέ. Γνήσια, πηγαία, προσηνής, αυθόρμητη, απροσποίητη. Κι αυτή είναι ίσως η σπουδαιότερη κατάκτηση σε έναν κόσμο όπου το «φαίνεσθαι» και το «είναι» μοιάζουν να χωρίζονται σχεδόν νομοτελειακά πια από μια αενάως διαστελλόμενη άβυσσο.
Η πολύπειρη και αγαπητή ηθοποιός μας υποδέχτηκε ένα πρωινό Δευτέρας στο στρατηγείο της, στο θέατρο Μεταξουργείο. Ή αλλιώς σε έναν τόπο σημαδιακό τόσο για την καλλιτεχνική όσο και για την καθημερινή, την ανθρώπινη ζωή της. Την πρώτη φορά, λέει, που πέρασε το κατώφλι εκείνης της εγκαταλελειμμένης αποθήκης στην τότε ξεχασμένη γειτονιά της Αθήνας τον χώρο καταλάμβανε ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο.

© Σίσσυ Μόρφη
Όμως εκεί όπου καθένας θα έβλεπε μια μάλλον αποθαρρυντική εικόνα, η Βαγενά είδε το μέρος που στο εξής θα γινόταν το θεατρικό σπίτι της. Το φως που έμπαινε από τους φεγγίτες της οροφής ήταν τόσο και τέτοιο που διέλυσε μέσα της κάθε δεύτερη σκέψη. Τι είναι αυτό που σήμερα της επιβεβαιώνει πως εκείνη η απόφασή της ήταν η σωστή; Μικρά και ίσως ασήματα – για κάποιους αλλά όχι για εκείνην- σημάδια. Όπως το χαρτομάντιλο που βρίσκει ξεχασμένο καθώς μιλάμε από την παράσταση της προηγούμενης νύχτας σε ένα κάθισμα. «Κάποιος συγκινήθηκε», λέει. Αυτός ο ένας ήταν πάντα ο λόγος για να συνεχίζει.
Το «Μεταξουργείο» έγινε για εκείνην το θέατρο στο οποίο έπαιξε μερικούς από τους πιο εμβληματικούς ρόλους της καριέρας της αλλά και με έναν τρόπο η συνισταμένη του καλλιτεχνικού οράματος που μοιράζονταν με τον αγαπημένο της σύζυγο, τον αείμνηστο Λουκιανό Κηλαηδόνη. Αναπτύχθηκε σε ένα – μεταφορικά και κυριολεκτικά – σπίτι με ανοιχτές πόρτες και ακόμα πιο ανοιχτόκαρδους οικοδεσπότες.
Εκεί η Βαγενά παρουσιάζει αυτή την περίοδο την παράσταση «Μνήμη Θολή». Ένα έργο που μιλά χωρίς στρογγυλέματα και ωραιοποιήσεις για μια από τις μάστιγες της εποχής μας: την άνοια και την απώλεια της μνήμης. Είναι μάλιστα ένα κείμενο που έγραψε και σκηνοθέτησε η ίδια, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμα φορά την ακράδαντη πίστη της πως το θέατρο όχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει να μιλά για τα μεγάλα κοινωνικά θέματα, αυτά που συχνά προσπερνάμε στα ψιλά.

Οι πρωταγωνιστές της παράστασης «Μνήμη Θολή». Wasf Butt, Αννα Βαγενά, Νίκος Χατζηπαππάς, Μαριάννα Μαυριανού
Οφείλει πάντως να σημειώσει κανείς πως η μνήμη της Άννας Βαγενά, η οποία στις 15 Ιουνίου θα γιορτάσει τα 78α γενέθλιά της, παραμένει κρυστάλλινη και διαυγής. Κι αυτό γίνεται αυτομάτως προνόμιο, όταν βρίσκεσαι στη θέση του συνομιλητή της και την ακούς να ξεδιαλέγει ιστορίες και αφηγήσεις από το θησαυρό των εμπειριών μιας ζωής, στην οποία επέλεξε να πορευτεί με ευαισθησία, μα κυρίως με ακεραιότητα.
Γράψατε, σκηνοθετείτε και πρωταγωνιστείτε σε ένα έργο που πραγματεύεται το ζήτημα της άνοιας και της απώλειας της μνήμης. Αναρωτιέμαι εάν σας έχει απασχολήσει και προσωπικά.
Φυσικά και με έχει απασχολήσει. Αν το μυαλό μου είναι εντάξει, αν το να ξεχνάω κάποια καθημερινά πράγματα, σημαίνει κάτι περισσότερο ή κάτι μεγαλύτερο. Έχω πάει και σε νευρολόγο. Έτσι πρέπει. Η πρόληψη είναι πάνω απ’ όλα.
Έχω μιλήσει και άλλες φορές γι’ αυτά. Για την κατάθλιψη που πέρασα με την ασθένεια και αργότερα με την απώλεια του Λουκιανού. Γιατί να τα κρύβουμε; Γιατί να μη μιλάμε; Γιατί όταν αρρωσταίνει το στομάχι μας παίρνουμε ένα φάρμακο για να γίνουμε καλά και να μην κάνουμε το ίδιο όταν αρρωσταίνει η ψυχή μας που είναι και η πιο πολύτιμη απ ‘όλα;
Σημαντικό που το επισημαίνετε. Όμως συχνά το κοινό έχει την αντίληψη πως οι καλλιτέχνες είστε άφθαρτοι και άτρωτοι.
Θυμάμαι κάποτε είπε ένας θεατής στον Ντίνο Ηλιόπουλο: «γέρασες, κύριε Ντίνο». Ξέρετε τι του απάντησε; «Δεν το ‘κανα εναντίον σας». (γελάει)
«Όλα τα κυνήγησα στην ζωή. Δε μου χαρίστηκαν. Ακόμα και τον Λουκιανό, εγώ τον κυνήγησα».
Το έργο λοιπόν αυτό που καταπιάνεται με το ζήτημα της μνήμης και της απώλειας πότε το γράψατε;
Το είχα στο μυαλό μου πολλά χρόνια. Τουλάχιστον δέκα. Αλλά πότε με τη μία παράσταση, πότε με την άλλη έμενε πίσω. Το είχα γράψει σε μια άλλη, πρώτη μορφή, αλλά δε με ικανοποιούσε. Η κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα, λίγο νεότερη από μένα στην ηλικία, που αρρωσταίνει από άνοια και ο άνδρας της, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου αποφασίζει να τη νοσηλεύσει σε μια κλινική.
Κι αυτό είναι ένα θέμα, αν θέλετε, που πρέπει να θίγουμε. Το αποτύπωμα και ο αντίκτυπος που έχει αυτή η ασθένεια στο περιβάλλον του ανθρώπου που ασθενεί. Οι φροντιστές πολλές φορές κουράζονται, εξουθενώνονται, ξεπερνούν τα όρια της αντοχής τους φτάνουν στο σημείο να μισούν τον άνθρωπο που αγάπησαν πολύ.

© Σίσσυ Μόρφη
Η γυναίκα αυτή το σκάει από την κλινική, δραπετεύει, περιπλανιέται στους δρόμους και συναντά έναν άστεγο. Σε αυτή τη συνθήκη βρίσκει μια σχέση τρυφερότητας και ασφάλειας που δεν έχει ούτε στο σπίτι της, ούτε στην κλινική. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας άστεγος πρόσφυγας. Ένας άνθρωπος που δε μιλάει. Όχι επειδή δεν ξέρει τη γλώσσα. Επειδή έχει επιλέξει να μη μιλάει.
Λέει κάποια στιγμή η ηρωίδα στον πρόσφυγα. «Εσύ έχεις τη σιωπή στα χείλη, εγώ έχω τη σιωπή στη μνήμη». Κι εκείνος της γράφει σε ένα χαρτί: «Η σιωπή σου δίνει ελευθερία». Ξέρετε, αυτή είναι μεγάλη αλήθεια. Βασανίζονται αναμφίβολα αυτοί που δεν μπορούν να θυμηθούν, αλλά βασανίζονται κι εκείνοι που θυμούνται. Οι άνθρωποι έχουμε μια τάση να θυμόμαστε συνήθως τα δυσάρεστα. Κι εγώ έχω ζήσει άπειρες ευτυχισμένες στιγμές, όμως συχνά στο μυαλό μου επιστρέφουν τα δύσκολα.
Σε αυτή την παράσταση έχετε πολλούς ρόλους. Γράψατε το έργο, αναλάβατε τη σκηνοθεσία, παίζετε. Αλήθεια, έχετε ακόμα αγωνία πριν ανεβείτε στη σκηνή;
Πάρα πολύ. Σε σχέση με αυτό που λέτε για τους πολλούς μου ρόλους. Δεν το κάνω επειδή θέλω να ελέγχω όλα. Απλώς όταν έχεις μια ιδέα στο μυαλό σου, έχεις φανταστεί και πώς θέλεις να τη δεις να πραγματοποιείται.
«Ο κάμπος που έδωσε τον τρόπο να πατάω στα πόδια μου γερά και το Αιγαίο μου έδωσε τη φαντασία και την έκφραση».
Μέρος της ιδέας ήταν η και μουσική από την «Media Luz» του Λουκιανού Κηλαηδόνη;
Η μουσική αυτή ταίριαξε πάρα πολύ με το έργο. Τι είναι η «Media Luz»; Το 1977 ο Λουκιανός είχε μια πολύ πρωτοποριακή ιδέα. Αποφάσισε να γράψει το soundtrack μιας ταινίας φιλμ νουάρ η οποία δεν υπήρχε ούτε επρόκειτο να γυριστεί ποτέ. Αυτή η ατμόσφαιρα έδεσε περίφημα με ό,τι συμβαίνει στην παράσταση.
Οπότε ένας πολύ αγαπημένος σας άνθρωπος είναι με έναν τρόπο παρών και σε αυτή τη δουλειά σας.
Ακριβώς.
Αναρωτιέμαι τι σας κινητοποιεί τόσο πολύ; Δε θέλετε να αράξετε;
Δεν έχω αράξει ποτέ στην ζωή μου. Έτσι είναι ο χαρακτήρας μου. Αν κάτσω πάνω από 10 λεπτά, χωρίς να κάνω κάτι, αναστατώνομαι. Ξέρετε τι με κινητοποιεί; Είμαι ευγνώμων στην ζωή. Βαθιά ευγνώμων.

© Σίσσυ Μόρφη
Θα γίνω 78 χρόνων στις 15 Ιουνίου και δόξα τον Θεό, να κάνω το σταυρό μου αν και κομμουνίστρια, είμαι γερή, είμαι αρτιμελής, έχω το μυαλό μου. Να μη δουλέψω; Αυτό είναι ευλογία. Το να δουλεύω είναι το ευχαριστώ μου. Ξυπνάω και λέω “και σήμερα είμαι εντάξει. Πάμε”.
Δε σταματήσατε ποτέ στην καριέρα σας; Δεν πήρατε ποτέ ένα off;
Μόνο το καλοκαίρι. Θέλω να πηγαίνω 15-20 μέρες στις Κυκλάδες. Να μπαίνω στη θάλασσα. Ξαναβαφτίζομαι κάθε χρόνο στα νησιά. Μην ξεχνάτε ότι κατά το ήμισυ είμαι από την Άνδρο, από την πλευρά της μαμάς μου. Ο κάμπος που έδωσε τον τρόπο να πατάω στα πόδια μου γερά και το Αιγαίο μου έδωσε τη φαντασία και την έκφραση.
Ενώ είστε δραστήρια και απ’ ό,τι καταλαβαίνω πολύ αγαπητή από το κοινό απέχετε από την τηλεόραση. Γιατί;
Δεν είχα κάποια πρόταση.
«Τρεις ανθρώπους από το θέατρο θεωρώ φίλους καρδιάς. Την Κάτια Δανδουλάκη, τον Γιώργο Νινιό και την Δήμητρα Τσέλιου».
Δε γίνεται αυτό.
Γίνεται. Ψέματα να σας πω; Εγώ λέω μόνο αλήθειες. Δεν είχα ποτέ καμία ενδιαφέρουσα πρόταση. Μιλάμε για τα τελευταία χρόνια που γίνονται κάποιες αξιόλογες δουλειές. Αλλά και νέα που ήμουν, δεν είχα προτάσεις.
Σε ηλικία 25 ετών πήρα το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το «Προξενιό της Άννας». Και πρέπει να σας πω ότι ήμουν όμορφο κορίτσι, είχα κι ένα μυαλό, είχα απ’ ό,τι έλεγε το βραβείο κι ένα ταλέντο. Κι όμως δεν είχα ούτε μία πρόταση από τον κινηματογράφο. Αν αυτό είχε συμβεί στην Αμερική, σκεφτείτε τι καριέρα θα είχα κάνει.
Ήσασταν ανοιχτή; Μήπως υπήρξατε πολύ επιλεκτική;
Φυσικά και ήμουν ανοιχτή. Εντάξει, δε θα έκανα ό,τι και ό,τι. Ήθελα πράγματα που με ενδιαφέρουν. Ίσως υπάρχει μια εξήγηση. Δεν είναι εύκολο να είσαι έξυπνη και ταλαντούχα. Και με τσαγανό.
Αν σας πρότειναν σήμερα κάτι στην τηλεόραση, θα το κάνατε;
Αν με ιντρίγκαρε, γιατί να μην το κάνω; Αλλά έχετε δει σήμερα πώς δουλεύουν τα πράγματα. Δε λέω μόνο για την τηλεόραση αλλά και για το θέατρο. Βλέπετε πώς γίνονται οι θίασοι. Να πάρουμε ένα σοβαρό ηθοποιό να πουλήσουμε μούρη, να πάρουμε κι έναν τηλεοπτικό ηθοποιό ή ένα τραγουδιστή. Μπορεί να είναι εξαιρετικοί καλλιτέχνες, όμως δεν μπορεί να είναι αυτό το κριτήριο, αν κάποιος είναι τηλεοπτικός ή δημοφιλής. Δεν μπορούν να μαγειρεύονται έτσι οι θίασοι.
«Οι άνθρωποι έχουμε μια τάση να θυμόμαστε τα δυσάρεστα. Κι εγώ έχω ζήσει άπειρες ευτυχισμένες στιγμές, όμως συχνά στο μυαλό μου επιστρέφουν τα δύσκολα».
Πιστεύετε ότι ο κόσμος εκτιμά την ειλικρίνεια και την τιμιότητα που έχετε απέναντι στην τέχνη;
Και την ποιότητα.
Όμως και τις επιτυχίες που έχετε κάνει στο θέατρο, δε βγαίνετε να τις φωνάξετε και να τις διατυμπανίσετε.
Τι να βγω να πω; Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Ξέρετε τι άνθρωπος είμαι; Δίκαιος. Μια από τις ωραιότερες ατάκες τις έχω ακούσει από τον Γιώργη Παπάζογλου. Τον γιο της Αγγέλας Παπάζογλου, ένα πρόσωπο ιερό που έγραψε τον μονόλογο που ανεβάσαμε πρώτη φορά στο «Μεταξουργείο» το 1999. Κάθε χρόνο αποδίδω τα συγγραφικά δικαιώματα και κάποια στιγμή του τηλεφώνησα για να τον ενημερώσω για τα χρήματα που του καταθέσαμε. «Με συγκίνησες», μου είπε, «Έχω μπλέξει με τίμιους ανθρώπους».

© Σίσσυ Μόρφη
Αν γυρίζατε πίσω στα ξεκινήματά σας, σας φανταζόσασταν όπως είστε σήμερα;
Δεν είχα εύκολη ζωή. Έχασα τον μπαμπά μου όταν ήμουν 9 ετών. Η μαμά μου μας μεγάλωσε δύσκολα. Από πολύ μικρή όμως ήξερα ότι αυτό θα κάνω. Αργότερα όταν ήμουν έφηβη, στο σχολείο γράφαμε όλοι τι θέλουμε να γίνουμε σε μια καρτέλα.
«Οφείλω πολλά στην Βαγγελίτσα. Με εκπαίδευσε, με έκανε αγαπητή στον κόσμο και μέσα από αυτή στήριξα οικονομικά την οικογένειά μου για πολλά χρόνια».
Είχα γράψει λοιπόν «Άννα Βαγενά, ηθοποιός Λαϊκού Θεσσαλικού Θεάτρου». Ακόμα την έχω εκείνη την καρτέλα. Όμως τα κυνήγησα όλα στην ζωή. Δε μου χαρίστηκαν. Ακόμα και τον Λουκιανό, εγώ τον κυνήγησα.
Δηλαδή;
Τον είχα δει σε μια φωτογραφία και είπα «αυτός είναι». Τον πήρα τηλέφωνο. Ήταν το 1972. Αυτό το ένστικτό μου.
Διεκδικητική;
Ναι, αλλά βαθιά μέσα μου ήμουν ένα πληγωμένο παιδί. Κι ακόμα είμαι ευάλωτη. Μάλλον εκείνο που με κινούσε προς τα εμπρός ήταν η αγάπη για τη χαρά και την ζωή.

Στιγμιότυπο από το ανέβασμα της «Αυλής των Θαυμάτων» το 1975 στο Θεσσαλικό Θέατρο
Ένας τόσο ευαίσθητος άνθρωπος και καλλιτέχνης σαν εσάς γιατί αποφάσισε να μπλεχτεί με την πολιτική;
Υπάρχουν και ευαίσθητοι άνθρωποι στην πολιτική.
Το μετανιώνετε;
Καθόλου, καθόλου δεν το μετανιώνω. Ίσα ίσα που είμαι περήφανη. Από πολύ μικρή ήμουν στη Νεολαία Λαμπράκη. Και είχα την ευτυχία να δω αυτό που πιστεύαμε να γίνεται πράξη. Έζησα το όνειρό μου. Την πρώτη φορά Αριστερά. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για έναν άνθρωπο που έχει πιστέψει και έχει μεγαλώσει με αυτά τα ιδανικά; Όπως έγινε. Μην μπούμε σε λεπτομέρειες. Δεν είμαι περήφανη για αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Αριστερά, αλλά δεν έχω μετανιώσει καθόλου.
«Είχα την ευτυχία να δω αυτό που πιστεύαμε να γίνεται πράξη. Έζησα το όνειρό μου. Την πρώτη φορά Αριστερά. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για έναν άνθρωπο που έχει πιστέψει και έχει μεγαλώσει με αυτά τα ιδανικά;».
Στην καριέρα σας μετανιώνετε για κάτι; Θα αλλάζατε πράγματα αν κοιτούσατε πίσω;
Για τίποτα δε μετανιώνω. Ούτε για την Βαγγελίτσα, την οποία πολλοί την έχουν χρησιμοποιήσει κατά καιρούς εναντίον μου. Η Βαγγελίτσα ήταν ένας πολύ σημαντικός χαρακτήρας. Ακόμα ξεπατικώνουν τα αστεία της.

Η Άννα Βαγενά στον εμβληματικό θεατρικό μόνολογο της «Αγγέλας Παπάζογλου»
Εσείς την είχατε δημιουργήσει;
Είχαμε ανεβάσει μια επιθεώρηση στο Θεσσαλικό Θέατρο. Τότε είχα βγάλει τον Λάκη Λαζόπουλο, έναν άνθρωπο που είχε και έχει πολύ ταλέντο. Είχε γράψει ένα νούμερο με δύο χωριάτισσες. Τις υποδυόμασταν εγώ και η Μαρία Κανελλοπούλου. Τότε ήταν πολύ στα πάνω του ο φεμινισμός αλλά και οι τσόντες. Το νούμερο λοιπόν αντλούσε από αυτά τα δύο και είχε μεγάλη επιτυχία.
Τότε διευθυντής στη ραδιοφωνία της ΕΡΤ ήταν ο παλιός μου δάσκαλος, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Μου τηλεφώνησε και μου είπε «Ρε Άννα, πώς θα σου φαινόταν να κάνεις ένα πεντάλεπτο στο ραδιόφωνο, παίζοντας αυτή τη χωριάτισσα;». Ξεκινήσαμε ένα Σάββατο. 12 το μεσημέρι με 12 και πέντε. Τα κείμενα τα έγραφε ο Πάνος Σκουρολιάκος. Λίγο καιρό μετά μπαίνω σε ένα ταξί και μου λέει ο οδηγός «εσύ είσαι η Βαγγελίτσα;». Είχε τρομερή επιτυχία.
«Και ‘γω και ο Λουκιανός δεν είχαμε από πίσω μας ούτε μέντορες, ούτε συγκροτήματα, ούτε βοήθειες».
Έτσι προχώρησε κι έγινε το «Κανάλι της Βαγγελίτσας» με κείμενα της Δήμητρας Παπαδοπούλου και των Ρέππα-Παπαθανασίου. Για 10 χρόνια έπαιζα στην επιθεώρηση αυτό το ρόλο. Από το 1983 μέχρι το 1992.
Πρέπει να σας πω ότι η επιθεώρηση ήταν μεγάλο σχολείο. Από εκεί έμαθα να παίζω καλά τους μονολόγους, γιατί έπρεπε να είμαι αποτελεσματική. Οφείλω πολλά στην Βαγγελίτσα. Με εκπαίδευσε, με έκανε αγαπητή στον κόσμο και μέσα από αυτή στήριξα οικονομικά την οικογένειά μου για πολλά χρόνια. Και ‘γω και ο Λουκιανός δεν είχαμε από πίσω μας ούτε μέντορες, ούτε συγκροτήματα, ούτε βοήθειες.
Κι όμως τα καταφέρατε.
Τα καταφέραμε με δουλειά. Όχι αστεία.

Με τον αγαπημένο της σύζυγο, τον ιδιοφυή, όπως η ίδια τον χαρακτηρίζει, συνθέτη Λουκιανό Κηλαηδόνη
Όσο μιλάμε μου έχετε αναφέρει πολλούς και αγαπητούς σήμερα καλλιτέχνες με τους οποίους συμπορευτήκατε. Φίλους κάνατε στο θέατρο;
Τρεις ανθρώπους από το θέατρο μπορώ να θεωρώ φίλους μου. Την Κάτια Δανδουλάκη την οποία λατρεύω και τη θεωρώ πολύ σπουδαία ηθοποιό και αγωνίστρια της ζωής. Τον Γιώργο Νινιό που παίξαμε μαζί το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ». Και την Δήμητρα Τσέλιου που νοσηλεύεται σε μια κλινική στον Βόλο. Αυτοί είναι οι φίλοι της καρδιάς.
Σας έχει λείψει ή σας λείπει κάτι από την ζωή, κυρία Βαγενά;
Ο Λουκιανός, η μάνα μου, οι άνθρωποι που φύγανε. Ξέρετε τι μου συμβαίνει; Έχω την ατζέντα μου που έχω γραμμένα όλα τα τηλέφωνα φίλων, συναδέλφων, συνεργατών. Και βλέπω πια ότι όλο και μειώνονται. Έχω καμιά φορά την αίσθηση ότι ζω και γι’ αυτούς που έφυγαν από την ζωή. Όλα τα άλλα στην ζωή μου ήταν πολύ καλά. Είμαι ευλογημένη. Τι άλλο να σου πω; Ούτε στον ψυχολόγο δεν έχω πει τόσα.
Info: «Μνήμη Θολή» με τους Άννα Βαγενά, Νίκο Χατζηπαππά, Μαριάννα Μαυριανού και Wasaf Butt στο Θέατρο Μεταξουργείο.