Συχνά γίνονται αναφορές στη «ροζ λογοτεχνία», εννοώντας συνήθως τα αφελή ερωτικά μυθιστορήματα, που συνεκδοχικά αναφέρονται ως Άρλεκιν και προορίζονται για το γυναικείο κοινό. Λογοτεχνήματα που καλλιεργούν τα στερεότυπα για τις έμφυλες σχέσεις και καταπραΰνουν τις αγωνίες των αναγνωστριών τους.
Σπάνια όμως θα γίνει λόγος στη δημόσια σφαίρα για τη «γαλάζια» λογοτεχνία, ένα ευρέως διαδεδομένο αντίστοιχο για άρρεν (και όχι μόνο) κοινό. Κι αυτό όχι μόνο γιατί δεν θέλουμε να παραδεχτούμε ότι υπάρχει, αλλά και γιατί το άρρεν κοινό δεν μπορεί παρά να είναι σοβαρό, στη σωστή πλευρά του γούστου.
Δεν είναι ωστόσο δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς τη «γαλάζια» λογοτεχνία. Συχνά περιλαμβάνει έναν πονεμένο, μεσήλικα άντρα πρωταγωνιστή. Μόνος – επειδή έχει πληγωθεί από κάποια μοιραία γυναίκα στο παρελθόν -, είναι συνήθως θαμώνας σκοτεινών μπαρ στα οποία επιδίδεται στα σταθερά χόμπι του: τον αλκοολισμό, την εκφώνηση κάποιας βαρύγδουπης ατάκας και το κυνήγι γυναικών.
Η κατάκτηση των γυναικών, ειδικότερα, είναι μια σταθερά που αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ: το κυνήγι, η πρόκληση, η γενικότερη συμπεριφορά απέναντι στη γυναίκα ως θήραμα. Και μετά, στο τέλος της ημέρας, ο ήρωας γυρνά σπίτι του, συνειδητά απέχοντας από την ανάπτυξη δεσίματος με οτιδήποτε άλλο πέρα από τις πιτζάμες του.
Αυτές οι σκέψεις ανέβλυσαν αυτόματα σχεδόν όταν είδα ότι σαν σήμερα, το 1908, γεννήθηκε ο «πατέρας» του Τζέιμς Μποντ, ο Ίαν Φλέμινγκ.
Ο Τζέιμς Μποντ φυσικά δεν χρειάζεται συστάσεις. Η επιτομή του στιλ, της ετοιμότητας και της αποτελεσματικότητας εκφράζει ένα πρότυπο για κάθε μέσο άντρα.
Κι αυτό που φυσικά γοητεύει συν τοις άλλοις είναι ο τρόπος που χειρίζεται τις γυναίκες, είτε είναι μέρος του κατασκοπευτικού δικτύου του εχθρού είτε απλώς ένα τρόπαιο για να γιορτάσει την επιτυχή έκβαση των αποστολών του. Υπάρχει άραγε καταλληλότερο δείγμα για τον ορισμό της «γαλάζιας» λογοτεχνίας;
H προ διετίας βιογραφία Ian Fleming: The Complete Man του Νίκολας Σέξπιρ, που είχε παρουσιάσει στο ΒΗΜΑgazino και ο Μάρκος Καρασαρίνης, είναι αποκαλυπτική για τη δημιουργία του Μποντ.
Εκεί μαθαίνουμε για τη μάλλον όχι και πολύ φυσιολογική σχέση που είχε ο Φλέμινγκ με τη μητέρα του και το πώς αυτή μετατράπηκε σε μια – κοινότοπη για την εποχή – στάση απέναντι στις γυναίκες: σαν το δημιούργημά του, ο Φλέμινγκ αντιμετωπίζει τις γυναίκες σαν τρόπαια προς κατάκτηση.
Είναι καθ’ έξιν γυναικάς. Όχι ότι φυσικά τέτοιοι απλοί ψυχολογισμοί αποτελούν κριτήριο εξήγησης (και κατά συνέπεια νομιμοποίησης) παρόμοιων συμπεριφορών, αλλά δείχνουν το πλαίσιο στο οποίο η υποτίμηση της γυναίκας καθίσταται εφικτή.
Ακόμα όμως και αν όλοι είναι καθάρματα, αυτό αναιρεί την προσωπική ευθύνη του καθενός; Αν στην εποχή του ο Μποντ «περνούσε» γιατί ήταν βγαλμένος από το συλλογικό φαντασιακό, σήμερα μοιάζει περίεργο που παρά την αποδομητική για τέτοιες συμπεριφορές σύγχρονη σκέψη, η γοητεία του παραμένει αμείωτη.
Με τον ίδιο τρόπο που εξακολουθούμε να βλέπουμε τον έρωτα μέσα από τα σενάρια των ρομαντικών κομεντί (και να απογοητευόμαστε που ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα δεν εμφανίζονται και σε εμάς στην ουρά για το ταμείο του σουπερμάρκετ), αισθανόμαστε προφανώς κάποια άνεση μέσα στο κοστούμι των παραδοσιακών ρόλων, παρόλο που έχει ξεφτίσει.
Με το εξής παράδοξο ωστόσο: ότι το κάνουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Καμία γυναίκα δεν θα επέλεγε τον Μποντ αν τη ρωτούσατε προσδιορίζοντας μία μία τις ποιότητές του. Θα ήταν εύκολο, όμως, να του πει όχι πάνω από ένα μαρτίνι;
Η εσωτερικευμένη πατριαρχία μπορεί τελικά να είναι πιο ανίκητη και από τον Τζέιμς Μποντ…