Το φοινικικό σχέδιο (The phoenician scheme)

  • Παραγωγή: ΗΠΑ, 2025
  • Σκηνοθεσία: Γουές Άντερσον
  • Ηθοποιοί: Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Τομ Χανκς, Μάικλ Σέρα, Σκάρλετ Τζοχάνσον κ.α.

Το υψηλής αισθητικής σινεμά του Γουές Άντερσον μας αρέσει, γιατί είναι πράγματι χάρμα οφθαλμών • το «περίβλημα» (σκηνογραφία, ντεκόρ, κοστούμια) σε κερδίζει απριόρι, απέναντί του σηκώνεις τα χέρια ψηλά και δεν λες τίποτα και αυτό συμβαίνει σε όλες, ανεξαιρέτως τις ταινίες του Αντερσον, όπως και στη νέα του.

Όμως η αλήθεια είναι ότι από το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» (2014) και μετά – την μεγάλη δηλαδή επιτυχία του – αυτός ο εστέτ Αμερικανός σκηνοθέτης, δείχνει μονίμως εγκλωβισμένος στην μανιέρα στην οποία οφείλει ένα μεγάλο μέρος αυτής ακριβώς της επιτυχίας: έχεις την εντύπωση ότι ο Αντερσον δίνει μεγαλύτερη σημασία στο περίβλημα των ταινιών του απ’ ότι στο περιεχόμενο.

Οσο τα χρόνια περνούν έχω την εντύπωση ότι αχίλλειος πτέρνα του Αντερσον είναι το συναίσθημα. Πολύ δύσκολα θα νιώσεις ότι ενδιαφέρεσαι πραγματικά (ή ότι εκείνος ενδιαφέρεται) για τον ψυχικό κόσμο των ηρώων του και αυτό είναι πολύ έντονο στοιχείο στο «Φοινικικό σχέδιο».

Παρακολουθούμε την ιστορία ενός απατεώνα και πολύ εκκεντρικού δισεκατομμυριούχου (Μπενίσιο Ντελ Τόρο) ο οποίος με την περίεργη στάση του σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι τι ακριβώς έχει στο μυαλό του. Eπιθυμεί να απλώσει ακόμη περισσότερο τα πλοκάμια του ανά τον πλανήτη ή μήπως θέλει να τα βρει με την καλόγρια κόρη του (Μία Θρίπλετον);

Το ότι η ταινία δεν σου επιτρέπει να κατασταλάξεις δεν είναι απαραιτήτως μειονέκτημα, όμως από την στιγμή που το όλο το θέμα της ιστορίας είναι να μας μεταφέρει στο μυαλό του παράξενου και απρόβλεπτου κεντρικού της ήρωα, αυτό μπορεί να γίνει κάπως κουραστικό, παρά τις εκπλήξεις που ο Αντερσον έχει κρυμμένες στο μαγικό του καπέλο, οι οποίες αφορούν αλλόκοτα περιστατικά στα οποία λαμβάνουν μέρος αλλόκοτοι τύποι με την μορφή διασήμων ηθοποιών (Τομ Χανκς, Γουίλεμ Νταφόε, Μάικλ Σέρα, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Μπράιαν Κράνστον κ.α.).

Επομένως, παραμένουμε κυρίως στο λαχταριστό περίβλημα τις «επεισοδιακές» σκηνές που μοιάζουν με συρραφή πολλών ταινιών μικρού μήκους στο ίδιο, εντυπωσιακό σύνολο. Μια βιτρίνα δηλαδή, εξαιρετικά καλωπισμένη που την θαυμάζεις έχοντας όμως μείνει ψυχρός, απόμακρος μπροστά στη γενική εικόνα της ταινίας.

  • Βαθμολογία: 2 ½
  • ΑΘΗΝΑ: VILLAGE MALL – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – ΟΛΑ ΤΑ OPTIONS – ΕΛΛΗ – ΣΙΝΕ ΘΗΣΕΙΟ – ΑΘΗΝΑΙΑ – ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ – ΔΑΝΑΟΣ – ΗΛΕΚΤΡΑ – ΝΑΝΑ – ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ – ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ- ΛΑΟΥΡΑ – ΦΛΟΙΣΒΟΣ – ΣΙΝΕ ΒΑΡΚΙΖΑ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ ΘΕΣ/ΝΙΚΗ – CINEMA ONE – ΕΛΛΗΝΙΣ – ΒΑΚΟΥΡΑ κ.α.

John and June

  • Παραγωγή: Γαλλία, 2024
  • Σκηνοθεσία: Λικ Μπεσόν
  • Ηθοποιοί: Λουκ Στάντον Έντι, Ματίλντα Πράις

Ενας καταπιεσμένος υπάλληλος τραπέζης που θυμίζει λιγάκι τον Τομ Κρουζ στα eighties (Λουκ Στάντον Έντι) και ένα αέρινο πλάσμα με τραυματισμένα σωθικά, που φέρνει στο νου την Μέλανι Γκρίφιθ, στην ίδια περίπου εποχή (Ματίλντα Πράις), είναι το ντουέτο πρωταγωνιστών της ταινίας του Λικ Μπεσόν, η οποία έχει διαφημιστεί για τον τρόπο με τον οποίο γυρίστηκε – το κινητό (αργότερα έγινε η επεξεργασία χρωμάτων και τα υπόλοιπα τεχνικά).

Με αρκετές σκηνές αλλά και με το πνεύμα της η ταινία «John and June» σε μεταφέρει στο αμερικανικό σινεμά 40 χρόνια πίσω. Τα eighties, ένιωσα, είναι κάτι σαν η κρυφή ψυχή της ταινίας, την οποία γύρισε μάλλον για το κέφι του στην Αμερική ο Γάλλος Λικ Μπεσόν, ένας από τους πιο επιτυχημένους σκηνοθέτες και παραγωγούς των τελευταίων 40 χρόνων στην Ευρώπη.

Ακολουθώντας κάπως την λογική της ταινίας του Τζόναθαν Ντέμι «Αγριο θηλυκό» (1986) στην οποία η Μέλανι Γκρίφιθ, παρασύρει στην περιπέτεια τον υπαλληλάκο Τζεφ Ντάνιελς, ο Γάλλος σκηνοθέτης αντιμετωπίζει με αγάπη τους δύο κεντρικούς ήρωές του, οι οποίοι νιώθεις ότι κλείνουν το μάτι στους Μπόνι και Κλάιντ, φτιάχνοντας έναν δικό τους «κόσμο» μέσω του οποίου αντιστέκονται στο «σύστημα» που τους καταπιέζει ανόητα.

Η ζωή είναι για να την ζεις στο τώρα και αυτό θα κάνουν οι δύο ήρωες μεταφέροντάς μας μαζί τους σε ένα ταξίδι πικρό αλλά συγχρόνως ελεύθερο. Και αυτή ακριβώς η ελευθερία που κατά κάποιο τρόπο είναι μια προέκταση της σκηνοθετικής ελευθερίας του Μπεσόν (που ανέκαθεν πειραματιζόταν) είναι που ουσιαστικά σε παραύσει μπροστά σε αυτή την μικρή αλλά και γεμάτη συναισθήματα περιπέτεια.

  • Βαθμολογία: 2 ½
  • ΑΘΗΝΑ: VILLAGE ΠΑΓΚPATI – ΗΛΕΚΤΡΑ – ΝΑΝΑ – OPTIONS IΛION – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – ΒΑΡΚΙΖΑ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΒΑΚΟΥΡΑ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ κ.α.

Η σπουδαία κυρία Χολ (The Great Lillian Hall)

  • Παραγωγή: ΗΠΑ, 2024
  • Σκηνοθεσία: Μάικλ Κρίστοφερ
  • Ηθοποιοί: Τζέσικα Λανγκ, Κάθι Μπέτις, Πιρς Μπρόσναν κ.α.

Μια τηλεοπτική παραγωγή που κατάφερε να βρει τον δρόμο και για την κινηματογραφική αίθουσα, τοποθετείται στον δύσκολο χώρο του θεάτρου στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης και που αξίζει – κυρίως – για την ερμηνεία της πρωταγωνιστριας της, Τζέσικα Λανγκ.

Παίζοντας μια σπουδαία θεατρική ηθοποιό του Μπρόντγουεϊ η οποία βρίσκεται σε κρίση, η Λανγκ, όχι ακριβώς σαν μια άλλη Νόρμα Σίρερ στην «Λεωφόρο της δύσης» (παρότι η ηρωίδα της κλασικής ταινίας του Μπίλι Γουάιλντερ περνάει από το μυαλό σου), «κουβαλά» αυτό από το οποίο πάρα πολλοί ηθοποιοί έχουν μάθει να ζουν: την εσωτερική μάχη με τον εαυτό του και κυρίως τον ναρκισσισμό τους.

Ξεψαχνιζοντας τον εσωτερικό κόσμο της κεντρικής ηρωίδας, η «Κυρία Χολ» πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω και λέει ότι όσοι έχουν δώσει την ζωή τους στην δουλειά ξεχνούν ότι τελικά «η ζωή να είναι αλλού». Όμως λέει επίσης ότι για κάποιους αυτή ακριβώς η δουλειά είναι η ζωή, γιατί έτσι είναι φτιαγμένοι • τελεία και παύλα.

Συνεπώς, με αυτά τα δεδομένα, ο σκηνοθέτης Μάικλ Κρίστοφερ κτίζει με ευγένεια μικρές ή μεγάλες καταστάσεις με τα πρόσωπα που περιβάλλουν την κυρία Χολ, μοιράζοντας τον χρόνο ανάμεσα στην βοηθό της (θαυμάσια όπως πάντα Κάθι Μπέιτς) και στην κόρη της (Λίλι Ρέιμπ) στην οποία δεν έδωσε ποτέ την σημασία που οφείλει να δώσει μια μητέρα. Κάπου, μια φαντασίωση με την μορφή του Πιρς Μπρόσναν, δίνει – κάπως αμήχανα – τον κωμικό τόνο της ταινίας που σε γενικές γραμμές λέει μια αρκετά προβλέψιμη ιστορία και ως θέαμα προκαλεί στεναχώρια.

  • Βαθμολογία: 2 ½
  • ΑΘΗΝΑ: ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΛΙΛΑ- ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ – ΔΙΟΝΥΣΙΑ – ΑΚΤΗ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ κ.α.ΘΕΣ/ΚΗ: ΑΛΕΞ – ΒΑΚΟΥΡΑ

Audition

  • Παραγωγη: Ιαπωνία, 1999
  • Σκηνοθεσία: Τακάσι Μιίκε
  • Ηθοποιοί: Ρίο Ισιμπάσι, Ειχι Σιίνα

Παραγωγή του 1999 που προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το «Audition» του σχεδόν άγνωστου στην Ελλάδα εξαιρετικά παραγωγικού Ιάπωνα σκηνοθέτη Τακάσι Μιίκε (έχει γυρίσει ταινίες σαμουράι, θρίλερ, αστυνομικές περιπέτειες, επιστημονικής φαντασίας, ψυχολογικά δράματα και κωμωδίες) είναι ένα θρίλερ «ντυμένο» σαν ερωτική ιστορία, ή το αντίθετο, μια ερωτική ιστορία με έντονο το στοιχείο του θρίλερ. Αναλόγως το πως θα θελήσει να το διαβάσει κανείς

Όταν ο μάλλον φλύαρος πρόλογος ολοκληρώνεται, η ταινία μπαίνει στο ψητό με μια οντισιόν σε αναζήτηση πρωταγωνίστριας για ταινία που πρόκειται να γυριστεί. Ο παραγωγός της που είναι χήρος (Ρίο Ισιμπάσι), ερωτεύεται μια από τις υποψήφιες ηθοποιούς (Ειχι Σιίνα) αλλά ένας από τους λόγους που τον μαγνήτισαν – πέρα από την ούτως ή άλλως μαγνητική, μονίμως «λευκή» εμφάνση της κοπέλας – είναι η γενικότερη φιλοσοφία της για την ζωή.

Η ζωή είναι ένας τρόπος για να φτάσεις στον θάνατο λέει η κοπέλα και ο παραγωγός γοητεύεται από τον στοχασμό της • ασυνήθιστος για ένα άτομο τόσο νεαρής ηλικίας (η κοπέλα είναι στην ηλικία του γιού του παραγωγού). Ενώ όμως το «Audition» για μεγάλο χρονικό διάστημα κινείται σε ρυθμούς μελαγχολικού ρομάντζου όπου η διαφορά ηλικίας των δύο εραστών παίζει μεγάλο ρόλο, το γεγονός ότι η γυναίκα κρύβει κάποιο σκοτεινό μυστικό λέγοντας το ένα ψέμα μετά το άλλο, παρασύρει τον παραγωγό – και εμάς μαζί του – σε μια άνευ προηγουμένου περιπέτεια από την οποία δεν ξέρεις πραγματικά τι να περιμένεις.

Ο Μιίκε δουλεύει θαυμάσια την σχέση των δύο κεντρικών προσώπων με βλέμματα και σιωπές και μινιμαλιστικούς διαλόγους που δίνουν το τέμπο σε ένα νουάρ εσωτερικής έντασεης που μέσα από μικρά στιγμιότυπα που σε πιάνουν στον ύπνο, ο σκηνοθέτης δημιουργεί συγχρόνως, μια υποβλητική ατμόσφαιρα τρόμου. Ακόμα και το γεγονός ότι σε πολλές σκηνές βλέπουμε την γυναίκα σε πλήρη ακινησία δηλώνουν γνήσια ανησυχία παρότι στην ουσία δεν συμβαίνει κάτι τρομακτικό.

  • Βαθμολογία: 3
  • ΑΘΗΝΑ: ΑΤΕΝΕ

Killerwood

  • Παραγωγή: Ελλάδα, 2024
  • Σκηνοθεσία: Χρήστος Μασσαλάς
  • Ηθοποιοί: Βαγγέλης Νταούσης, Ελσα Λεκάκου, Ρούλα Πατεράκη κ.α.

Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Χρήστου Μασσαλά μετά το «Broadway», μας μεταφέρει μέσα στον κόσμο της ελληνικής κινηματογραφίας «χειροποίητων ταινιών» και αυτό, αν μη τι άλλο, δεν αποτελεί κάτι σύνηθες ως θέμα. Ο Βαγγέλης Νταούσης υποδύεται τον Τίτο, ένα νεαρό σκηνοθέτη που θέλει να γυρίσει μια ταινία τρόμου, είδος ανύπαρκτο στον ελληνικό κινηματογράφο, κάτι που από μονο του αποτελεί εμπόδιο.

Και θα προκύψουν και άλλα, πρακτικά εμπόδια, από την εύρεση του σωστού πρωταγωνιστή, το κλείσιμο ενός μεγάλου ονόματος (η Ρούλα Πατεράκη υποδύεται τον εαυτό της), τα «θεματάκια» που έχει η πρωταγωνίστρια (Ελσα Λεκάκου) που ενδέχεται να βρεθεί σε δίλημμα μπροστά σε μια άλλη πρόταση, την επιλογή των κοστουμιών και φυσικά την «ιερή χρηματοδότηση» (παραγωγός, σε έναν ολιγόλεπτο, απολαυστικό ρόλο, η Τζόυς Ευείδη).

Όλα αυτά συνθέτουν ένα φρέσκο, αρκετά αστείο και ενίοτε πικρό έργο που μιλά κυρίως για την ανάγκη να υλοποιήσεις τα όνειρά σου ακόμα και υπό συνθήκες αδιανόητες. Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ταινίας (στην οποία ο Μασσαλάς έξυπνα έχει συνδέσει σκηνές από την ταινία τρόμου που υποτίθεται ότι γυρίζεται) είναι η επαγγελματική ωριμότητα. Νομίζεις ότι θα δεις «χαβαλέ», όμως το «Killerwood» όχι απλώς δεν είναι αλλά αλλά αποτελεί απόδειξη ότι το διαβατήριο στην μεγάλου μήκους παραγωγή που ο Μασσαλάς έβγαλε με το «Broadawy», τον οδηγεί σε ωραία ταξίδια.

Βαθμολογία: 2

ΑΘΗΝΑ: ΚΑΡΜΕΝ – ΣΤΕΛΛΑ – ΔΑΦΝΗ – ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ

Made in vain – ντοκιμαντέρ

Παραγωγή: Ελλάδα, 2021

Σκηνοθεσία: Μιχάλης Κλιούμης

Δεν θυμάμαι να σκέφτηκα ποτέ ότι οι bodybuilders είναι «φρικιά», πάντως κάποια στιγμή στο ντοκιμαντέρ του Μιχάλη Κλιούμη, ένας από τους bodybuilders που εμφανίζονται, το λέει ξεκάθαρα. Ως άθλημα, το bodybuilding έχει σίγουρα μια «ιδιαιτερότητα», όμως το στοιχείο που νομίζω ότι το κάνει απολύτως ξεχωριστό είναι ο ναρκισσισμός. Θα πρέπει να έχεις τεράστιο πάθος με το σώμα σου για να κάνεις bodybuilding και αυτό «βγαίνει» από τα όσα λένε οι δύο πυλώνες της ταινίας, ο πρώην bodybuilder νυν γιατρός Κωνσταντίνος Τουλιάτος και ο νυν αθλητής και προπονητής Σταύρος Τριουλίδης.

Και οι δύο μετρούν αμέτρητους τίτλους και οι δύο είναι απολύτως ειλικρινείς μπροστά στον φακό του Κλιούμη που μας βάζει πλήρως μέσα στον λαδωμένο, γυαλιστερό και γεμάτο γραμμώσεις κόσμο των bodybuilders, έναν κόσμο που (όπως ακούμε) προσφέρει πολλά στους αθλητές όσο διαρκεί αλλά είναι πολύ επίπονος όταν ο κύκλος κλείνει. Αυτό βγαίνει κυρίως από τον κ. Τουλιάτο που είναι ιδιαιτέρως εξομολογητικός (δείγμα και αυτό του ναρκισσισμού του) και παραδέχεται ότι έχει κάνει πράγματα που πολύς κόσμος στη θέση του θα έκρυβε.

Τελικά δεν ξέρεις αν αυτά τα πρόσωπα θες να τα θαυμάσεις ή να τα συμπονέσεις. Ισως και τα δύο. Παντως η ταινία ξεφεύγει αρκετά από τον κόσμο των bodybuiders και γίνεται κάτι βαθύτερο και πιο ψυχαναλυτικό μιλώντας κυρίως για την ανάγκη όλων μας για την εκπλήρωση των ονείρων που μας εκφράζουν. Με όποιο τίμημα.

  • Βαθμολογία: 2 ½
  • ΑΘΗΝΑ: ΤΡΙΑΝΟΝ

Επανεκδόσεις

Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο (Le samurai, Γαλλία, 1967)

Στην πρώτη από τις τρεις ταινίες του Αλέν Ντελόν με σκηνοθέτη του Ζαν Πιέρ Μελβίλ (1917-1973), με τον οποίο συνεργάστηκε στον «Κόκκινο κύκλο» και στον Μπάτσο», ο ηθοποιός ταιριάζει γάντι στον ρόλο του αντιήρωα του τίτλου, ενός σιωπηλού, ψυχρού δολοφόνου με καμπαρντίνα και καπέλο που ελίσσεται σαν αγρίμι υπό απειλή ανάμεσα στον υπόκοσμο και την αστυνομία του Παρισιού και τον μάρτυρα που τον έχει αναγνωρίσει ενώ διεκπεραίωνε μια «δουλειά».

  • Βαθμολογία: 4
  • ΑΘΗΝΑ: ΡΙΒΙΕΡΑ

Η ντροπή (Skammen, Σουηδία, 1969)

Ένα υποτιμημένο αριστούργημα του Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007) που μέσω της κινηματογραφικής εικόνας υπήρξε κορυφαίος ερευνητής της ανθρώπινης ψυχής και των παθών μας: εδώ ακολουθεί ένα ζευγάρι μουσικών (Μαξ Φον Σίντοφ – Λιβ Ούλμαν) που αναζητούν καταφύγιο σε ένα νησί έχοντας δραπετεύσει από «κάποιο πόλεμο». Όμως κάθε πόλεμος ξεκινά μέσα από τον ίδιο μας τον εαυτό, τον ένα και μεγαλύτερο εχθρό επισημαίνει σοφά η ταινία που υπήρξε η απάντηση του Μπέργκμαν σε όσους τον είχαν κατηγορήσει για απουσία πολιτικής διάστασης στις ταινίες του.

Βαθμολογία: 4 ½

ΑΘΗΝΑ: ΑΘΗΝΑΙΑ – ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ κ.α.

Οδός Μαλχόλαντ (Mulholland Drive, ΗΠΑ, 2001)

Ο Ντέιβιντ Λιντς (1946- 2025) αναδεικνύει τον «παράξενο κόσμο« του σε μια ταινία που αρνείται τους κανόνες της κλασικής αφήγησης και καταφέρνει να κεντρίσει τις αισθήσεις, χάρη στον συναισθηματικό πλούτο που παράγεται από την μεθοδευμένη αποκρυστάλλωση εμπνευσμένων ιδεών. Είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις με βεβαιότητα τον ονειρικό από τον πραγματικό χρόνο της ταινίας (μια διασταύρωση «Μπλε Βελούδου» – «Χαμένης Λεωφόρο»), όμως τελικά, εκεί ακριβώς βρίσκεται η γοητεία της. Πρωταγωνιστούν οι Ναόμι Γουότς και Λόρα Αν Χάρντινγκ.

  • Βαθμολογία: 3
  • ΑΘΗΝΑ: ΖΕΦΥΡΟΣ – ΟΑΣΙΣ κ.α.

Στις αίθουσες προβάλλονται επίσης oι ταινίες «Piglet» και «Καταραμένη ψυχή» (Rosario) αλλά η διανομή τους δεν τις παρουσίασε στους δημοσιογράφους.

Η βαθμολογία

  • 5: εξαιρετική
  • 4: πολύ καλή
  • 3: καλή
  • 2: ενδιαφέρουσα
  • 1: μέτρια
  • 0: απαράδεκτη