Άλλοι αντίλαλοι, επιβλητικοί, αόρατοι, κατοικούν στον κήπο, έγραφε πριν χρόνια ο Τ. Σ. Έλιοτ, προσκαλώντας μας να τους ακολουθήσουμε, γιατί ο παρελθών και ο μέλλων χρόνος δείχνουν πάντοτε το παρόν. Nα που ένα να ποίημα, ένας στίχος, μία φράση αποκρυπτογραφεί όσο τίποτα άλλο, το βάθος θεατών και αθέατων πλευρών ενός γεγονότος. Κάτι που οι βαρύγδουπες αναλύσεις και ερμηνείες, αδυνατούν να κάνουν. Είτε γιατί είναι δέσμιες δοξασιών. Είτε διότι αγνοούν τη ζώσα πραγματικότητα.

Πάντως και στις δύο περιπτώσεις ο αντίλαλος επισκιάζει τον απόηχο. Η αντανάκλασή του στο σήμερα, μας βοηθά να κατανοήσουμε τις νέες συνθήκες. Και πρωτίστως, να προσαρμοστούμε στις τωρινές ανάγκες και απαιτήσεις. Αν και είναι αυτονόητη επιλογή, δεν είναι δεδομένη. Έτσι άλλωστε εξηγείται και η δυσκολία εναρμόνισης με το διαρκώς μεταβαλλόμενο, κοινωνικό, οικονομικό, τεχνολογικό, γεωπολιτικό, περιβάλλον. Μάλιστα το πρόβλημα αυτό γίνεται εντονότερο σε μεταβατικές περιόδους, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.

Στο πεδίο της πολιτικής ζωής, κυριαρχεί πλέον ο θόρυβος, συσκοτίζοντας περαιτέρω τις πραγματικές αντιθέσεις. Ο ανταγωνισμός εδράζεται στον απόηχο γεγονότων, διεργασιών και εξελίξεων. Η αδυναμία των πρωταγωνιστών να θεμελιώσουν και να υπηρετήσουν με συνέπεια μια εμπροσθοβαρή στρατηγική για τον τόπο, είναι πασιφανής.

Οι κυβερνώντες επηρμένοι από αυταρέσκεια και αλαζονεία, ζουν το δικό τους μύθο. Μολονότι υστερούν ουσιαστικά στη διαχείριση καίριων προβλημάτων. Έπειτα από έξι χρόνια παραμονής τους στο πηδάλιο της εξουσίας, εμφανίζουν σημάδια πολιτικής κόπωσης, υστέρησης, ακόμη και εξάντλησης. Η κυβερνητική παράταξη δείχνει να είναι πλέον ξέπνοη. Η ασθενική της κυριαρχία, την καθιστά ευάλωτη. Η αυτοδύναμη επανεκλογή της, φαίνεται να είναι εξαιρετικά δύσκολη. Στo μετεκλογικό τοπίο ότι και να συμβεί, δύσκολα θα αποκλειστεί η συμμετοχή της σε μια κυβέρνηση συνεργασίας.

Από την άλλη οι αντιπολιτευόμενοι, το ΠαΣοΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, επενδύουν στον ισοπεδωτικό καταγγελτικό λόγο, αναπαράγοντας συνεχώς τον παλιό κακό εαυτό τους. Προσβλέπουν στη φθορά της κυβέρνησης, καταφεύγοντας σε μια άγονη, στείρα και ατελέσφορη πολιτική αντιπαράθεση. Τα πυρά που χρησιμοποιούν είναι άσφαιρα. Παραπέμπουν σε άλλες εποχές.

Το ΠαΣοΚ δυσκολεύεται να αποτινάξει από πάνω του, το βαρύ κόστος που εισέπραξε εξαιτίας του επιπόλαιου τρόπου με τον οποίο διαχειρίστηκε τις συνέπειες της καταιγίδας της νεοκαραμανλικής χρεοκοπίας. Και μάλιστα παρά το γεγονός πως στη συνέχεια, την κρίσιμη περίοδο 2012-2015, διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο για τη σωτηρία της χώρας. Το παράδοξο είναι, ότι ακόμη και σήμερα σημαντική μερίδα των στελεχών του, διακατέχεται από ενοχικά σύνδρομα, λόγω της κυβερνητικής σύμπραξης με τη Ν.Δ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε κατάσταση αυτοδιάλυσης, αποδεικνύοντας, ότι δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα από ένα πρόσκαιρο, ετερόκλητο και θνησιγενές δημιούργημα που η χρεοκοπία της χώρας του προσέδωσε δυναμική. Οι αποκαλούμενοι δε αντισυστημικοί των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος, πέρα από τις δημοσκοπικές τους επιδόσεις, δεν παύουν να αποπνέουν βαθιά πολιτική σαπίλα.

Πέρα από τους κομματικούς συσχετισμούς, όπως αυτοί που εμφανίζονται στις διάφορες έρευνες της κοινής γνώμης, γεγονός είναι πως στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα, καταγράφεται πρωτοφανής έκλειξη εμπιστοσύνης των πολιτών στις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις. Επακόλουθο δε είναι το κλίμα γενικευμένης δυσπιστίας ως προς τη λειτουργία, την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα, των κρατικών θεσμών. Η έλλειψη εμπιστοσύνης αναδεικνύεται κυρίαρχη. Και το κυριότερο, συνιστά κρίση νομιμοποίησης των πολιτικών κομμάτων και κατ΄ επέκταση κρίση διακυβέρνησης.

Αποκρυπτογραφώντας προσεκτικά τις τάσεις που διαπερνούν τους πολίτες, εύκολα διαπιστώνουμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εντελώς νέο περιβάλλον. Οι αξιακές, ιδεολογικοπολιτικές ακόμη και ηθικές συντεταγμένες έχουν διαφοροποιηθεί πλέον αισθητά. Η διερεύνηση, η μελέτη και η αξιολόγηση των αλλαγών που έχουν μεσολαβήσει σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητες.
Και αυτό γιατί αναδεικνύουν την ανάγκη ανασύστασης των στρατηγικών, που πρεσβεύουν οι πολιτικές δυνάμεις της συντήρησης και της προόδου, της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Με τις παλιές προσεγγίσεις, το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να έχουν μια παραμορφωτική εικόνα της πραγματικότητας. Και το χειρότερο να είναι ευάλωτες στα μορφώματα του εθνικισμού και της ακροδεξιάς ρητορικής, του λαϊκισμού, των ανέξοδων φληναφημάτων και των αριστερόστροφων διακηρύξεων, μιας σκουριασμένης αριστεράς.

Η Ν.Δ. υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη επιχειρεί χρόνια τώρα, την μετατόπισή της στον μετριοπαθή χώρο του κέντρου. Αν και εξακολουθεί να διατηρεί ετεροβαρή σχέση, γέρνοντας όλο και περισσότερο προς τα δεξιά. Εντούτοις τα κεντρώα ανοίγματα απέδωσαν καρπούς, μιας και έπεισαν σημαντικό τμήμα των αποκαλούμενων κεντρώων εκλογέων να την στηρίξουν. Βέβαια σήμερα η συμπόρευσή τους μαζί της, δοκιμάζεται. Εμφανείς είναι ήδη, οι τάσεις αποστασιοποίησης λόγω σκιερών πλευρών της ασκούμενης πολιτικής. Αλλά και της κυβερνητικής αναποτελεσματικότητας. Εντούτοις συνεχίζει να διατηρεί την κυριαρχία της, έστω και ασθενική.

Απεναντίας το ΠαΣοΚ αναμετριέται με τον εαυτό του, αδυνατώντας να θεμελιώσει μια εναλλακτική πρόταση για την χώρα. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί έπειτα από την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του, δίνοντας του αυξημένους δημοσκοπικούς πόντους, σταδιακά υποχώρησε. Οι πολίτες που έστρεψαν το βλέμμα τους στο άλλοτε κραταιό κόμμα, προσδοκώντας τη δυναμική του επανεμφάνιση στο κέντρο της πολιτικής ζωής, σύντομα έδειξαν να μη πείθονται για τις θέσεις και τις απόψεις του, ως προς τα καίρια ζητήματα του τόπου.

Αντί νέων προσεγγίσεων, απεξαρτημένων από τους φορμαλισμούς του παρελθόντος, καθημερινά διαπίστωναν την αναδίπλωσή του στα κλισέ άλλων εποχών. Έτσι σε μια πλειάδα θεμάτων, που συνδέονται με την οικονομία, την ανάπτυξη, τις μεταρρυθμίσεις, την εξωτερική πολιτική, κυριαρχούν τα στερεότυπα της αρχέγονης περιόδου. Οι θέσεις του για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, την παραγωγικότητα, την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, τη μονιμότητα στο δημόσιο, τα μη κρατικά πανεπιστήμια, την εκλογική νομοθεσία, τις ενεργειακές επενδύσεις, τις εξορύξεις υδρογοναθράκων, για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις κ.ά. είναι αποκαλυπτικές.

Εμφανές είναι, πως βρίσκονται σε διάσταση με τη διαπιστωμένη ανάγκη μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής στρατηγικής για τη χώρα. Εμμένοντας σε παλιά υποδείγματα, το μόνο που καταφέρνει είναι να εμφανίζει τον εαυτό του, ως πολιτικό συνήγορο όλων εκείνων των δυνάμεων, που αντιστέκονται στις αλλαγές και στις μεταρρυθμίσεις, κρατώντας τον τόπο δέσμιο της υστέρησης.

Εξάλλου δεν είναι τυχαίο, ότι σε σημαντικό τμήμα των δυνητικά υποστηρικτών του, επικρατεί η αντίληψη πως το ΠαΣοΚ πολιτεύεται με τους όρους της δεκαετίας του 80. Ακόμη και σε προβλήματα που είχε πλεονεκτική θέση, όπως το σκάνδαλο των υποκλοπών και η τραγωδία των Τεμπών, δεν μπόρεσε να τα διαχειριστεί σωστά, εξαιτίας των μονομερειών και της απολυτότητας που επέδειξε.

Φυσικό επακόλουθο είναι, η αδυναμία του να εισπράξει την κυβερνητική φθορά, αλλά και η απομείωση της προγενέστερης δυναμικής του. Και το σημαντικότερο, επέτρεψε στον Κυριάκο Μητσοτάκη να οικειοποιηθεί τη μεταρρυθμιστική επαγγελία. Κάτι που του προσέφερε την ευκαιρία να δημιουργήσει δίαυλους επικοινωνίας, με εκείνους τους πολίτες που αυτοτοποθετούνται στον αποκαλούμενο κεντρώο χώρο και που άλλοτε προσέβλεπαν στο ΠαΣοΚ.

Παρά την πρωτοφανή υποχώρηση του στα χρόνια της χρεωκοπίας, το ΠαΣοΚ είναι κάτι παραπάνω από ένα κόμμα. Πρόκειται για ένα διαχρονικό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα που διαπερνά το κοινωνικό σώμα. Χωρίς να ακυρώνεται από τις κομματικές αντιστοιχήσεις και μετακινήσεις στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο. Απόδειξη είναι ότι και σήμερα οι πολιτικές του αναφορές, έχουν βαθιές ρίζες στις τοπικές κοινωνίες και στις πολυποίκιλες επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες.

Το μαγνητικό του πεδίο έχει αισθητά εξασθενήσει εδώ και καιρό. Ωστόσο ένα αξιόλογο ποσοστό των εκλογέων σε διάφορες έρευνες, δηλώνει ότι κάλλιστα κάποια στιγμή θα μπορούσε να στραφεί στο ΠαΣοΚ . Αρκεί βέβαια να πείσει για την πολιτική και διαχειριστική του ικανότητα. Αλλά και να πιάσει το νήμα μιας νέας πολιτικής αφήγησης, αξιοποιώντας τις παρακαταθήκες του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη.
H αξία του brand παραμένει ισχυρή. Η νόθευση ήταν εκείνη που το αποδυνάμωσε. Όταν τίποτα δεν θυμίζει το χθες στο παγκόσμιο σύμπαν το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται να κάνει μια διαφορετική ανάγνωση της πραγματικότητας. Και αυτό γιατί η κοινωνία δεν είναι στατική. Με σωστή ερμηνεία και ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του, έχει τη δυνατότητα να επανακαθορίσει τη στρατηγική του.

Πρωτίστως δε να θεμελιώσει ένα νέο σοσιαλδημοκρατικό πρόταγμα, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της Ελλάδας, μπολιάζοντας το δε, με ζητήματα που κυριαρχούν σήμερα στη δημόσια ατζέντα, Ευρώπης- Αμερικής. Όπως είναι η ασφάλεια, η άμυνα, η μεταναστευτική πολιτική, τα όρια ενός νέου κοινωνικού κράτους, η διασφάλιση ισορροπημένης σχέσης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η σύνθεση της απασχόλησης, η ρύθμιση των κεφαλαιοαγορών, οι νέες ανισότητες, η διαγενεαακή αλληλεγγύη, η περιβαλλοντική αφύπνιση, η πολιτισμική ταυτότητα, τα δημοκρατικά δικαιώματα, οι μεταϋλικές ευαισθησίες, η ορθή διαχείριση των τεχνολογιών και της ΑΙ. Και ασφαλώς η ακροδεξιά απειλή, η λαϊκίστικη έξαρση, η αναχαίτιση της ρωσικής απειλής.

Το ΠαΣοΚ δεν θα κριθεί από το καταγγελτικό του σθένος όσο οξύ και να είναι. Πόσο μάλλον από την προσήλωσή του σε ανεπίκαιρες, δοκιμασμένες και αποτυχημένες συνταγές. Ούτε βέβαια από την ελαφρότητα και επιπολαιότητα ορισμένων στελεχών του, που συνεχώς επιβεβαιώνουν την έλλειψη πολιτικού βάθους. Αντιθέτως θα κριθεί και θα αξιολογηθεί από το αν πράγματι διαθέτει αυξημένο κυβερνητικό κύρος, ως εν δυνάμει παράταξη εξουσίας.

Ως εκ τούτου, αντί να αναλώνεται σε μονοθεματικές, αντιπολιτευτικές και ατελέσφορες αναμετρήσεις, έχει ανάγκη να προβεί σε μια τολμηρή πολιτική και προγραμματική αναθεώρηση. Η διάρρηξη των σχέσεων του με τον πραγματισμό το καθιστά αδύναμο, κρατώντας το καθηλωμένο στη στασιμότητα. Υπερβαίνοντας ιδεοληπτικές αγκυλώσεις και τον ανέμπνευστο πολιτικό του λόγο, του προσφέρεται η ευκαιρία να επιχειρήσει με αποτελεσματικό τρόπο, τον αναδασμό του ευρύτερου προοδευτικού κεντροαριστερού χώρου. Και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό, να προσδώσει νέο περιεχόμενο στις έννοιες Αριστερά – Δεξιά, αφήνοντας πίσω παρωχημένες αντιλήψεις, αλλά και αμφισβητώντας εμπράκτως την αριστερή ταυτότητα εκείνων των δυνάμεων, που απέχουν παρασάγγας από τις αξίες και τις αρχές της.

Όπως χαρακτηριστικά υποστήριζε ο Ιταλός διανοητής Νορμπέρτο Μπόμπιο, στο βιβλίο του Δεξιά και Αριστερά, οι έννοιες αυτές συνιστούν εξ’ ορισμού τη διαλεκτική της πολιτικής στο χρόνο. Μια σύγχρονη αριστερή πολιτική που θα στηρίζεται στις σοσιαλδημοκρατικές αρχές, συνήθιζε να λέει ο Κώστας Σημίτης, δεν μπορεί παρά να επιδιώκει τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Και να συμπληρώσω πως ο καπιταλισμός είναι προτιμότερος απ’ το τίποτα, από τις νεφελώδεις φαντασιώσεις της οπισθοδρομικής και σκουριασμένης αριστεράς.

Πέρα από την ένταση και τον θόρυβο που επικρατεί στην πολιτική σκηνή, μια ψύχραιμη αξιολόγηση και αποτίμηση, αβίαστα μας οδηγεί σε καίριες διαπιστώσεις. Η μεν κυβέρνηση της Ν.Δ περιορίζεται σε μια απλή διαχείριση, ακολουθώντας νοθευμένες πολιτικές. Το δε αντιπολιτευόμενο ΠαΣοΚ, αδυνατεί να καταγραφεί ως εναλλακτική λύση. Αμφότεροι υπολείπονται των μεταρρυθμιστικών και εκσυγχρονιστικών πολιτικών που έχει ζωτική ανάγκη ο τόπος, υπενθυμίζοντας μας τους στίχους του σπουδαίου τραγουδοποιού Διονύση Σαββόπουλου, δεν έχουν ήχο, δεν έχουν υλικό.

Ο Γιώργος Πανταγιάς είναι Σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας