Ένας άντρας στέκεται μπροστά στον ανοιχτό τάφο της μητέρας του, σ’ ένα τοπίο φαντασιακό, ανάμεσα στη ζωή και το πένθος. Εκεί αρχίζει η αφήγηση της Σαρμάντζας, ενός νέου θεατρικού μονολόγου γραμμένου από τον Κωνσταντίνο Δομηνίκ και σκηνοθετημένου από την Έλενα Μαυρίδου. Ο Γιάννης Τσορτέκης ενσαρκώνει τον ήρωα που μιλά στη μητέρα, που δεν είναι εκεί. Ή που είναι παντού.

Πρεμιέρα Σαρμάντζα, 26/6/25
Ο λόγος του παρασύρεται από συνειρμούς, επιστρέφει σε παιδικές μνήμες, τοπικά συμβάντα, μαγείες, κόντρες με μηχανάκια, λαϊκές παραδόσεις. Όλα όσα κρύβουν τεχνιέντως και με ανάλαφρο τρόπο την πραγματικότητα των τοξικών σχέσεων μέσα στην «ελληνική οικογένεια».
Με ήδη sold out τις παραστάσεις της -στις οποίες προστέθηκαν δύο επιπλέον λόγω της αυξημένης ζήτησης-, έκανε πρεμιέρα χθες, Πέμπτη 26 Ιουνίου, στο πλάισιο του Φεστιβάλ Αθηνων και Επιδαύρου (Πειραιώς 260 Β) η Σαρμάντζα.
Η σκηνοθέτρια της παράστασης Έλενα Μαυρίδου μίλησε στο ΒΗΜΑ λίγες ώρες πριν για τα βαθύτερα ζητήματα του έργου -το πένθος, τη μνήμη, τις σχέσεις εξάρτησης, την εκδίκηση και τη συγχώρεση-, τους συντελεστές της παράστασης, αλλά και για το επόμενο σκηνοθετικό της εγχείρημα.
Σαρμάντζα: ένα κείμενο του Κωνσταντίνου Δομηνίκ, ενός νεαρού συγγραφέα.
«Διάβασα τα διηγήματά του – το «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι», και το «Κακό ανήλιο»-, δύο βιβλία με διάφορες ιστορίες, οι οποίες έχουν μια ελληνικότητα, είναι βγαλμένες από μνήμες ανθρώπων που ζουν στην περιοχή όπου μεγάλωσε ο Δομηνίκ.
«Ο Δομηνίκ φτιάχνει έναν αλλόκοτο κόσμο γεμάτο από διάφορα πλάσματα».
Αυτό που με γοήτευσε ιδιαίτερα — και στο κείμενο αλλά και στη διαδικασία — ήταν πως παρόλο που έχω ασχοληθεί αρκετά με τη λαϊκή παράδοση στο παρελθόν, εδώ υπήρχε κάτι άλλο, κάτι που με πήγε αλλού.
Στη Σαρμάντζα, με ενδιέφερε όχι μόνο το παραμυθιακό ή το τοπικό στοιχείο, αλλά το πώς αυτά συνομιλούν με κάτι σύγχρονο, υπαρξιακό, ανθρώπινο.

Σαρμάντζα. Photo Credits Πάτροκλος Σκαφίδας
Αυτό βέβαια έχει να κάνει με τον ίδιο τον συγγραφέα. Ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ γεννήθηκε και σπούδασε στο Βερολίνο, αλλά μεγάλωσε σε ένα χωριό της Πιερίας. Οπότε φέρει μέσα του δύο διαφορετικούς κόσμους, δύο διαφορετικές νοοτροπίες.
Από τη μία την ακαδημαϊκή του Βερολίνου, της διερεύνησης και της μελέτης -και σε σχέση με την γραφή και σε σχέση με όσα πράγματα έχει κάνει εκεί. Και το άλλο είναι το πως έχει παρατηρήσει τον τόπο του».
Πώς αποτυπώνεται αυτό στο έργο του;
«Καταφέρνει με έναν τρόπο, μέσα από τις ιστορίες του, να φτιάξει έναν κόσμο σχετικό με την Πιερία, με την ντοπιολαλιά, την οποία έχει μελετήσει πολύ. Ιστορίες οι οποίες έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Περιέχουν λαϊκά στοιχεία και παράδοση, αλλά και υπαρξιακό βάθος.
Ο Δομηνίκ φτιάχνει έναν αλλόκοτο κόσμο γεμάτο από διάφορα πλάσματα. Και της “άλλης μεριάς” μπορούμε να πούμε γιατί υπάρχει πολύ το μεταφυσικό στο έργο του.
«Ο λόγος έχει την τοπική ντοπιολαλιά, είναι συνειρμικός, πολύ πυκνός, με άγριο υλικό, σχεδόν ποιητικός, αλλά όχι λυρικός».
Ο ήρωας συζητάει για πράγματα που έχουν να κάνουν με έναν τόπο, όπως τα παιδιά, τους νέους της περιοχής που έπαιρναν τις μηχανές και έκαναν κόντρες -πράγματα τα οποία έχουμε όλοι σαν βιώματα, ιδίως όσοι μεγάλωσαν στην επαρχία-, τις παραδόσεις, τις λαϊκές συνήθειες.

Photo credits Ελένη Κουρή
Αλλά από πίσω, αυτό το οποίο με εντυπωσίασε είναι ότι υπήρχε κάτι, σαν να κρύβονται πράγματα. Για παράδειγμα, περιγράφει καταστάσεις όπως το να κάνει κάποιος μάγια σε κάποιον άλλο στο χωριό, αλλά πίσω απ’ αυτό κρύβονται πιο σκοτεινά ζητήματα».
Όπως;
«Η τοξικότητα της ελληνικής οικογένειας. Πίσω από το περιεχόμενο βλέπουμε τη βία που υπάρχει μέσα στις σχέσεις, την εξάρτηση εσωτερικά μεταξύ των μελών μιας ελληνικής οικογένειας. Θα χαρακτήριζα τη “Σαρμάντζα” ως μια σύγχρονη, σκοτεινή παραλογή.
Όπως οι ελληνικές παραλογές είναι ευχάριστες και ανάλαφρες, αλλά από πίσω έχουν φανταστικά ή τραγικά στοιχεία – αιμομιξίες, ανθρωποφαγίες, τελετουργικά – έτσι κι εδώ υπάρχει σκοτεινό υλικό, με πολύ ρεαλισμό όμως. Είναι ταυτόχρονα πολύ σύγχρονο».
Πώς γίνεται η σκηνική του διαχείρηση;
«Τοποθετείται σε ένα ιδιαίτερο φαντασιακό περιβάλλον, με ύφος από την περιοχή. Ο λόγος έχει την τοπική ντοπιολαλιά –κάτι πολύ σημαντικό-, είναι συνειρμικός, πολύ πυκνός, με άγριο υλικό, σχεδόν ποιητικός, αλλά όχι λυρικός.

Από τις πρόβες γα την παράσταση «Σκυλιά».
Πηγαίνει μπρος-πίσω. Από το φως σε σκοτάδι και πάλι φως. Δεν έχει μια ακαδημαϊκή φόρμα.
«Υπάρχει μια παραληρηματική εξιλέωση».
Ο συγγραφέας γράφει παραληρηματικά. Το έργο είναι ρεαλιστικό, με άγριο λόγο. Έντονο και πυκνό. Ο χαρακτήρας αλλάζει διαθέσεις συνέχεια».
Που συναντάμε τον ήρωα;
«Βρίσκεται σε έναν τόπο που ονομάζεται «Σαρμάντζα», σε ένα νεκροταφείο, μπροστά στον ανοιχτό λάκκο της μητέρας του.
Πρόκειται για ένα αφαιρετικό τοπίο, αποσύνθεσης και σύνθεσης. Και από εκεί ξεκινά να ξετυλίγεται η ιστορία: ποιος είναι ο Γιάννης; γιατί μιλά σε μια μητέρα που δεν είναι εκεί; Στο κέντρο είναι η σχέση με τη μητέρα και ο αδερφικός δεσμός.
Υπάρχει μια πορεία κορύφωσης, μέσα από μια βραδύτητα και ένα τελετουργικό πένθος.
Καθώς στοχάζεται το παρελθόν του και κάποια γεγονότα, αποκαλύπτεται σταδιακά στο κοινό τι ακριβώς συμβαίνει. Υπάρχει μια παραληρηματική εξιλέωση.
Μιλά για τη σχέση των αντρών με τη μητέρα τους. Και για το Οιδιπόδειο, όχι ως απλό ψυχαναλυτικό σχήμα, αλλά σαν μια διαρκή αδυναμία απογαλακτισμού.

Πρόβα από την παράσταση «Σκυλιά». Photo credits Carol Garek
Όταν η σχέση είναι εξαρτητική, ο ένας δεν υπάρχει χωρίς τον άλλον. Μέσα σε αυτό αναδύονται ακραία γεγονότα, θυμός, νοσταλγία, και κάτι μεταξύ συγχώρεσης και εκδίκησης. Δεν ξέρεις αν ο ήρωας θέλει να συγχωρέσει ή να εκδικηθεί».
Αν και η παράσταση προέκυψε από διήγημα, το κείμενο είναι νέο.
Ναι, ενώ ξεκινήσαμε με πρόθεση να κάνουμε διασκευή, ο Δομηνίκ τελικά έγραψε έναν καινούριο θεατρικό μονόλογο.
«Ο Γιάννης έχει κάτι αρχέγονο εσωτερικά, κάτι πιο ενστικτώδες, όπως όταν ήμασταν μικροί».
Τα κείμενα πήγαιναν κι έρχονταν. Υπήρχαν δοκιμές, σκέψεις, στάδια. Η βάση ήταν τα διηγήματά του αλλά γράφτηκε ένας καινούριος μονόλογος.

Photo credits Παύλος Παρασκευάς
«Ο Δομηνίκ, ακριβώς επειδή δεν είναι θεατρικός συγγραφέας, ούτε έχει συχνή επαφή με το θέατρο, διαθέτει καθαρή ματιά. Δε μιμείται κάτι που έχει δει. Έχει αυθεντικότητα. Και γράφει καλά.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία είχαμε πολύ στενή συνεργασία με την Κατερίνα Διακουμοπούλου, που είναι δραματολόγος και καθηγήτρια Πανεπιστημίου.
Είμαστε συνοδοιπόροι εδώ και χρόνια. Έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, και στη διασκευή και στη δημιουργία του μονολόγου.

Από την παράσταση «Ο τελευταίος ασπροκόρακας». Photo credits Πάτροκλος Σκαφίδας
Μαζί με τον Δομηνίκ, δούλεψαν με όρους θεατρολογίας — όχι με την έννοια της πολιτικής ορθότητας, αλλά με βάση τη λειτουργικότητα της σκηνής.
«Ήμουν στο θέατρο με όποιον τρόπο μπορούσε να υπάρξει ένας άνθρωπος μέσα σε αυτό».
Με αφορμή, λοιπόν, κάποιο από τα διηγήματα του, το οποίο εμένα κάπως με συγκίνησε, γράφτηκε πάνω σε αυτό ένας ήρωας όπως υπήρχε μέσα στα βιβλία του».
Που τον ενσαρκώνει ο Γιάννης Τσορτέκης, ο μοναδικός ηθοποιός επί σκηνής. Γιατί ήταν η ιδανική επιλογή;
«Ο Γιάννης, εκτός από τη γνώση που έχει, διαθέτει και μια φοβερή οργανικότητα. Μπορεί να την συνδυάσει με τα στοιχεία της παράστασης και μαζί να γίνουν ένας κόσμος.

Photo credits Elias Goidos
Διαθέτει μια αμεσότητα και μια δύναμη στην εναλλαγή των πραγμάτων μέσα από τον δρόμο της αλήθειας. Αυτό είναι φυσικό μέσα του.
Ο Γιάννης έχει κάτι αρχέγονο εσωτερικά, κάτι πιο ενστικτώδες, όπως όταν ήμασταν μικροί και δένεται εσωτερικά με την πορεία του ήρωα. Το ένστικτο δεν έχει κοινωνικά φίλτρα, οδηγείται από μια ορμή της ύπαρξης.
Ακολουθεί τη φυσική ροή των πραγμάτων και το ένστικτο, τα οποία μαζί με την γνώση και την εμπειρία του, μπορεί να είναι απόλυτα απρόβλεπτος μέσα σε έναν κανόνα το οποίο χτίζει το σύνολο».
Ποιοι είναι οι άλλοι συντελεστές της παράστασης;
«Είναι και άλλοι πολύ καλοί σε αυτή την παρέα, άνθρωποι που έχουν κάνει καταπληκτικά πράγματα.

Γκόλφω Photo credits Γιώργος Κλαδούρης
Για παράδειγμα, ο Γιώργος Μαυρίδης, που είναι και αδερφός μου, και κάνει τη μουσική. Είναι σταθερός συνεργάτης μου πολλά χρόνια μαζί.
Έχουμε μια συνεργασία που πια δεν χρειάζεται καν λόγια. Είναι πολύ γρήγορη, πολύ άμεση. Και αυτό είναι σημαντικό όταν χτίζεις παραστάσεις με τόσο λεπτούς τόνους.
Έχω και σταθερούς συνεργάτες ηθοποιούς που δουλεύουμε ξανά και ξανά μαζί, αλλά εδώ υπάρχει και μεγάλη εξωστρέφεια. Μου αρέσει να δουλεύω με καινούργιους ανθρώπους, να ανοίγει αυτή η παρέα.
Αλλά σε ό,τι αφορά τη βάση της δημιουργίας, της τεχνικής και της δραματουργίας, είμαι αρκετά αφοσιωμένη σε πρόσωπα με τα οποία έχουμε ιστορία.

Πανίδα
Είναι ο Περικλής Μαθιέλης, που κάνει τους φωτισμούς. Πολλά χρόνια συνυπάρχουμε. Ο Περικλής έχει μεγάλο στούντιο, κάνει πολλές παραγωγές, και πολύ θέατρο, συναυλίες, κ.ά.
«Έχω ανοίξει, είμαι σε τελείως διαφορετική διάθεση».
Μετά είναι ο Πάρης Μέξης, με τον οποίο δουλέψαμε και στον “Ασπροκόρακα”, και αυτή είναι τώρα η δεύτερη μας συνεργασία, αλλά είναι σαν να δουλεύουμε από πάντα. Έχουμε πολύ καλή, πολύ δημιουργική σχέση».
Η σκηνοθεσία είναι κάτι που σου ήρθε σταδιακά; Γιατί ξεκίνησες ως ηθοποιός και μάλιστα πολύ δυναμικά, με σημαντικά βραβεία (Καλύτερης γυναικείας ερμηνείας «Μελίνα Μερκούρη», Βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας «Κάρολος Κουν» και τα δύο το 2008).
«Και θα ξαναγυρίσω. Κάναμε το διάλειμμά μας. Κοίταξε, εμείς όταν ξεκινήσαμε το θέατρο -με τη Δήμητρα Κούζα, που είναι και αδερφή μου-, ιδρύσαμε το θέατρο “Χώρος” στον Βοτανικό.
Αποτελεί το αποτέλεσμα μιας δουλειάς πολλών χρόνων, με την ομάδα μας. Με περιοδείες και συνεργασίες με πολλούς φορείς. Αυτό κράτησε γύρω στα 15 χρόνια.
Μέσα από αυτό δεν υπήρξα ποτέ μόνο ηθοποιός. Όλα αυτά τα χρόνια κάναμε τα πάντα. Δούλεψα και ως δραματολόγος, κάνοντας διασκευές, συμμετείχα στην παραγωγή, στην οργάνωση, στα τεχνικά, στα καλλιτεχνικά.
Γενικά, ήμουν στο θέατρο με όποιον τρόπο μπορούσε να υπάρξει ένας άνθρωπος μέσα σε αυτό. Οπότε σταδιακά, η σκηνοθεσία ήρθε σαν μια φυσική εξέλιξη. Προέκυψε οργανικά μέσα από την πορεία μου».
Δεν έχεις βέβαια αφήσει την ηθοποιία. Ήσουν και στα «Σκυλιά».
«Ναι, αλλά για πολλά χρόνια, με την αφοσίωση που είχα στη σκηνοθεσία και με όλο αυτό που στήσαμε, δεν έβρισκα εύκολα τον χρόνο. Τώρα όμως είμαι αλλιώς. Έχω ανοίξει, είμαι σε τελείως διαφορετική διάθεση. Με ενδιαφέρει και η σκηνοθεσία και η υποκριτική, με εξωστρέφεια πια.
Τα προηγούμενα χρόνια ήταν πιο εσωστρεφή, γιατί είχαν πολλή μελέτη -ψάξιμο, δοκιμές, αναζήτηση τρόπων και μηχανισμών.

Σκυλιά Photo credits Carol Garek
Και όταν κάνεις και πολλά πράγματα μαζί, χρειάζεται αφοσίωση. Τώρα νιώθω πιο ανοιχτή».
Το επόμενό σου βήμα όμως, είναι και πάλι σκηνοθετικό.
«Ναι, θα κάνω τον “Ταρτούφο” με τον Γιάννη στον ομώνυμο ρόλο σε παραγωγή των θεατρικών επιχειρήσεων Τάγαρη. Μιλάμε για μεγάλη παραγωγή, 11 ηθοποιοί. Από έναν μόνο επί σκηνής τώρα πάμε σε πλήρη διανομή».
Πώς είναι αυτή η μετάβαση, από έναν μονόλογο σε μια παράσταση με πολυπρόσωπο θίασο;
«Να σου πω την αλήθεια, πρέπει να με ρωτήσεις το αντίστροφο. Γιατί οι περισσότερες δουλειές μου, όλες σχεδόν οι σκηνοθεσίες που έχω κάνει, είναι με μεγάλους θιάσους.

Σκυλιά. Photo credits Carol Garek
Η σκηνοθεσία, όταν πρόκειται για μονόλογο, πρέπει να κάνει ένα βήμα πίσω. Να φτιάχνει το πλαίσιο, αλλά να μην επιβάλλεται. Να δίνει χώρο στον ηθοποιό να γεννήσει τον κόσμο.
Επέλεξα καθαρά σχήματα, κάποιες ισχυρές εικόνες, αλλά με λιτότητα. Γιατί τις εικόνες πρέπει να τις μεταφέρει ο πρωταγωνιστής. Αν τις χτίσω εγώ εξωτερικά, στερώ από τον θεατή τη δυνατότητα να ταξιδέψει μαζί του».
Έχετε ξεκινήσει πρόβες για τον «Ταρτούφο»;
«Έχουμε κάνει μια πρώτη συνάντηση και θα ξεκινήσουμε από αρχές Σεπτεμβρίου.
Στην ομάδα των ηθοποιών συμμετέχουν επίσης οι Μάξιμος Μουμούρης, Ιωάννα Παπά, Βαγγέλης Αλεξανδρής, Χριστίνα Τσάφου, Βασιλική Τρουφάκου, Σόλων Τσουρής, ο Ιζαμπέλλα Φούλοπ, Ρένος Ρώτας, Στέργιος Κοντακιώτης και ο Στάθης Γεωργαντζής. Πολύ ωραίο team».
Γιατί επέλεξες αυτό το κλασικό έργο;
«Ακριβώς γι’ αυτό. Ξέρεις, την ίδια ερώτηση την έχω δεχτεί πολλές φορές και για τον “Ασπροκόρακα”. Ήταν ένα έργο που παιζόταν για χρόνια μόνο από ερασιτεχνικούς θιάσους, και είχε ανέβει μία φορά στο Εθνικό.
Κι όμως, όταν το διάβασα, είχα αγωνία να δω τι θα γίνει στο τέλος και γελούσα. Και αυτό δεν μου συμβαίνει εύκολα όταν διαβάζω ένα κείμενο. Συνήθως το επεξεργάζεσαι νοητικά, σπάνια θα γελάσεις πραγματικά.

Βάκχες. Photo credits Αλέκος Μπουρέλιας/archlabyrinth
Το ότι με έκανε να γελάσω, ενεργοποίησε αυτό το κέντρο της κοιλιάς που πάλλεται —αυτό το βρήκα πολύτιμο. Κι από εκεί και πέρα, και κοινωνικά και πολιτικά, είχε κάτι να πει. Ένα στοιχείο ανθρωποφαγίας που ένιωσα ότι μπορώ να το φέρω στο σήμερα.
Και στον “Ταρτούφο” με ενδιαφέρει ακριβώς αυτό: πώς φέρνεις ένα τέτοιο έργο στο σήμερα, όχι εκσυγχρονίζοντάς το “με το ζόρι”, αλλά βρίσκοντας τους τρόπους να το κάνεις να λειτουργήσει ουσιαστικά. Ο στόχος μου δεν είναι να εξαφανίσω την εποχή του έργου — τη θέλω.
Και επειδή έχω και ιστορία με την κωμωδία, με τις μάσκες, με την commedia dell’arte, με τους χαρακτήρες, με ενδιαφέρει να δω πώς αυτά τα στερεότυπα μετακινούνται, αναδομούνται. Πώς μπορείς να παίξεις με αυτά τα υλικά».
Πότε ξεκινάτε παραστάσεις;
«7 Νοεμβρίου και σας περιμένουμε!».
info
Σαρμάντζα, Πειραιώς 260 (Β)
Ώρες και μέρες παραστάσεων
26/06/2025 στις 21:00
27/06/2025 στις 20:00
27/06/2025 στις 22:00
28/06/2025 στις 19:00
28/06/2025 στις 21:00