Για χρόνια μας έλεγαν πως η Ελλάδα ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της, πως κατανάλωνε χωρίς να παράγει, πως δανειζόταν χωρίς να υπολογίζει, πως διεκδικούσε περισσότερα απ’ όσα της αναλογούσαν. Η αλήθεια είναι πολύ χειρότερη. Η Ελλάδα ζούσε και συνεχίζει να ζει κάτω από την αξία της και είναι η ανόχη της σε αυτή τη συνθήκη που πληρώνει ακριβά. Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, τον Ιούνιο του 2025, δεν αφήνουν περιθώρια για ωραιοποιήσεις. Δεν πρόκειται για μια πρόσκαιρη ανωμαλία της αγοράς, αλλά για μια σταθερή, οργανική διολίσθηση της χώρα μας σε ένα καθεστώς ακρίβειας χωρίς αντίκρισμα. Ρεύμα πιο ακριβό απ’ του Γερμανού, ενοίκια σαν να μένεις στην Κοπεγχάγη, ψάρια σε τιμές Όσλο και όλα αυτά με μισθούς Βουλγαρίας και τη στωικότητα ενός λαού που έμαθε να λέει «δεν βαριέσαι» ακόμα κι όταν πεινάει.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat το ηλεκτρικό ρεύμα αυξήθηκε μέσα σε έναν χρόνο κατά 18% –κατέχουμε πλέον την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι αυτό σε μια χώρα με 300 ημέρες τον χρόνο ήλιο και στρατηγική, υποτίθεται, για «πράσινη μετάβαση». Την ίδια στιγμή, τα ενοίκια κατέγραψαν άνοδο 10,9% – ξανά πρώτη θέση στην Ένωση. Στην Αθήνα, μια γκαρσονιέρα για ένα νέο άνθρωπο θα κοστίζει σε λίγο όσο το ενοίκιο μιας οικογένειας στο Άμστερνταμ.
Η Ελλάδα πληρώνει διπλά και τρίδιπλα σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, όχι γιατί οι υπηρεσίες έχουν ποιότητα, αλλά γιατί το κράτος έχει μετατραπεί σε θεατή χωρίς κανένα έλεγχο, αφήνοντας τους πολίτες να βιώνουν μια κανονικοποιημένη κρίση κόστους ζωής
Ο τουρισμός, που αποτελεί τη βαριά βιομηχανία της χώρας, επιστρέφει σαν αυτοτιμωρία για τους κατοίκους της Ελλάδας: 8,5% αύξηση στα τουριστικά πακέτα, την ώρα που οι ξένοι τουρίστες βλέπουν μέση αύξηση μόλις 1,7%. Οι tour operators αγοράζουν φτηνά, την ώρα που οι Έλληνες πληρώνουν ακριβά για τη δική τους πατρίδα.
Στις υπηρεσίες στέγασης (ρεύμα, νερό, κοινόχρηστα), η Ελλάδα σημείωσε άνοδο 7,97%, – τη δεύτερη υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της διαφοράς, ο μέσος όρος της Ε.Ε. στην αύξηση των υπηρεσιών κινείται γύρω στο 3,2–3,5 %, με την ευρωζώνη να καταγράφει 3,2 % αύξηση τον Μάιο του 2025. Η Ελλάδα πληρώνει διπλά και τρίδιπλα σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, όχι γιατί οι υπηρεσίες έχουν ποιότητα, αλλά γιατί το κράτος έχει μετατραπεί σε θεατή χωρίς κανένα έλεγχο, αφήνοντας τους πολίτες να βιώνουν μια κανονικοποιημένη κρίση κόστους ζωής.
Στα αεροπορικά εισιτήρια, ξανά πρώτη θέση στην ΕΕ, με αύξηση 9,7%. Εντωμεταξύ, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι μείον 4,7%, δηλαδή πτώση. Σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, οι πτήσεις γίνονται φθηνότερες, την ώρα που εδώ ακριβαίνουν σχεδόν 10% μέσα σε έναν χρόνο. Δεν μιλάμε για εξωτικά δρομολόγια ή υπερατλαντικά ταξίδια. Μιλάμε για εσωτερικές πτήσεις, για τον εργαζόμενο που θέλει να πάει να δει τη μάνα του στην επαρχία, για τον φοιτητή που ζει στην Αθήνα και σπουδάζει στη Ρόδο. Πλέον, το αεροπορικό εισιτήριο από Θεσσαλονίκη για Χανιά κοστίζει όσο ένα τριήμερο στο Βερολίνο.
Κι αν θέλει κάποιος να φάει ψάρι ή να φτιάξει μια σαλάτα, καλύτερα να το ξανασκεφτεί. Στο 4,5% η αύξηση στα ψάρια, 4,3% στα λαχανικά, 2% στις τηλεπικοινωνίες, την ώρα που η υπόλοιπη Ευρώπη καταγράφει στασιμότητα ή και μείωση. Κι ενώ ο μέσος Έλληνας παλεύει να κλείσει ένα φθηνό τριήμερο, μετράει κάθε ευρώ πριν από το ταμείο και ψάχνει ανάσες στις εκπτώσεις, υπάρχει και μια άλλη Ελλάδα που «θριαμβεύει» στις σκιές.
Είναι η Ελλάδα των «δικαιούχων», των ψεύτικων δηλώσεων, των κολλητών που παίρνουν εκατομμύρια σε επιδοτήσεις και έργα. Η Ελλάδα του ΟΠΕΚΕΠΕ, των απευθείας αναθέσεων, των υποκλοπών, της ατιμωρησίας. Μια παράλληλη πραγματικότητα, υπερπροστατευμένη, διασυνδεδεμένη, που κινείται αθέατη κάτω απ’ τον δείκτη του πληθωρισμού και αφορολόγητη στη συνείδηση της εξουσίας. Όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα ενός μοντέλου διοίκησης που οικοδομήθηκε μεθοδικά.
Η διακυβέρνηση 2019–2025 κατέχει ένα μοναδικό παγκόσμιο ρεκόρ. Τις περισσότερες απευθείας αναθέσεις σε μη πολεμική περίοδο. Μόνο μέχρι το 2023, πάνω από 10 δισ. ευρώ δόθηκαν χωρίς διαγωνισμό, σχεδόν το 90% των συμβάσεων του Δημοσίου. Εταιρείες-σφραγίδες, πολιτευτές με καλές «προσβάσεις», γνωστοί και κουμπάροι με ελάχιστα κεφάλαια που παριστάνουν τους entrepreneurs, όλοι μαζεύουν κρατικό χρήμα σαν να πρόκειται για μανιτάρια στη βροχή.
Βουλευτές που αγόραζαν κόκκινα δάνεια 62 εκατ. ευρώ για μόλις 4 εκατ., άλλοι που είχαν εταιρεία που πήρε 400.000€ από δημόσια έργα την ώρα που ήταν εν ενεργεία βουλευτές, δημόσιοι οργανισμοί που μοίραζαν κονδύλια σε ημετέρους χωρίς αξιολόγηση, γενικές γραμματείες που έκαναν διαγωνισμούς με έναν υποψήφιο, μητρώα επιδοτούμενων δράσεων που γέμιζαν με «φαντάσματα» και όλα αυτά υπό το βλέμμα ενός κράτους που είχε θεσμοθετήσει την αδιαφάνεια ως κανονικότητα.
Για κάθε φάκελο-μαϊμού που εγκρίθηκε με το βλέμμα στραμμένο στην κάλπη, υπήρξε κι ένας πραγματικός κτηνοτρόφος που είδε τον ιδρώτα του να σβήνει σε κάποιο διοικητικό συρτάρι. Άνθρωποι που μάτωσαν, πλήρωσαν εισφορές, δανείστηκαν και περίμεναν δικαίως να ανταμειφθούν, έμειναν χωρίς τις επιδοτήσεις που τους αντιστοιχούσαν
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτελεί τη φυσική προέκταση αυτού του μηχανισμού. Δεν ήταν μια παρέκκλιση, ήταν η αποκαλυπτική εκδοχή ενός κράτους που λειτουργεί απλώς με πελατειακή ακρίβεια. Το 2023, ο τότε πρόεδρος του Οργανισμού, Δημήτρης Σιμανδράκος, πάγωσε 6.000 περιπτώσεις επιδότησης. Αιτήσεις για ψεύτικους βοσκότοπους, φανταστικά κοπάδια, τεχνητά διογκωμένες εκτάσεις. Η εντολή ήταν ξεκάθαρη, δεν εγκρίνονται, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις. Τι έγινε τελικά; Με πολιτική παρέμβαση φέρεται οι φάκελοι να ξεπαγώθηκαν, λίγο πριν από τις εκλογές. Η Κρήτη βάφτηκε «μπλε» και η πραγματική παραγωγή στραγγαλίστηκε.
Για κάθε φάκελο-μαϊμού που εγκρίθηκε με το βλέμμα στραμμένο στην κάλπη, υπήρξε κι ένας πραγματικός κτηνοτρόφος που είδε τον ιδρώτα του να σβήνει σε κάποιο διοικητικό συρτάρι. Άνθρωποι που μάτωσαν, πλήρωσαν εισφορές, δανείστηκαν και περίμεναν δικαίως να ανταμειφθούν, έμειναν χωρίς τις επιδοτήσεις που τους αντιστοιχούσαν. Αυτό δεν είναι απλώς μια οικονομική αδικία. Είναι ο ορισμός της θεσμικής προδοσίας, ένα κράτος που επιβραβεύει την απάτη και τιμωρεί τη νομιμότητα, που στέλνει το μήνυμα πως το ηθικό κόστος της τιμιότητας είναι μεγαλύτερο από το ρίσκο της απάτης.
Η Ελλάδα δεν είναι μια φτωχή χώρα, φτωχοποιείται όμως αργά και μεθοδικά, πληρώνοντας πανάκριβα την ίδια της την ανοχή σε ένα κράτος που λειτουργεί ιδανικά για τους λίγους και δεν δουλεύει καθόλου για τους πολλούς. Μια διοίκηση πολιτικά ανεξέλεγκτη απέναντι σε μια κοινωνία θεσμικά άοπλη και κοινωνικά εξουθενωμένη. Και όσο αυτή η εξίσωση δεν αλλάζει, το τίμημα θα το πληρώνει πάντα αυτός που δεν κάθεται στο τραπέζι με τους εκλεκτούς -τον φωνάζουν μόνο για τον λογαριασμό.