Ο Γιάννης Μπέζος λέει ότι βαριέται να επαναλαμβάνει παραστάσεις, ρόλους, κυρίως τον εαυτό του. Καταλαβαίνει κανείς ότι για να επιστρέφει στις «Αινιγματικές Παραλλαγές» με «συμπαίκτη» τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, ο οποίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία της παράστασης από κοινού με τον Σωτήρη Τσαφούλια, υπάρχει ένας σοβαρός λόγος ή, για να είμαστε ακριβείς, μια σοβαρή και καλά αιτιολογημένη πρόθεση για να το κάνει.
Για αυτή τη σημασία της πρόθεσης, για τα αυτονόητα που τίθενται υπό διαπραγμάτευση, για το εφήμερο του αποτυπώματος των κοινωνικών δικτύων στη ζωή μας αλλά και για την παρηγοριά του θεάτρου συζητούμε σε ένα προαύλιο στην περιοχή του Παπάγου, όπου έκαναν τις τελευταίες πρόβες πριν από την έναρξη της καλοκαιρινής περιοδείας τους.
Καθισμένοι – ελέω του χώρου – στο «ίδιο θρανίο», οι δύο σημαντικοί ηθοποιοί εξηγούν γιατί ακόμα και έπειτα από 400 παραστάσεις το έργο του Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ έχει κάτι να πει στο κοινό. Μα πριν από όλους στους ίδιους.
Τι θα δούμε σε αυτό το έργο, στο οποίο για να επιστρέφετε εκ νέου καταλαβαίνω ότι σας συγκινεί πολύ;
Γ. Μπέζος: «Θα δείτε ότι όσο και να θέλουμε να απομονωνόμαστε ή να είμαστε μόνοι, η ζωή και η φύση υπερέχουν. Είσαι υποχρεωμένος να συνυπάρχεις. Ξέρετε, η πιο επαναστατική πράξη που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος σήμερα είναι να εκθέσει την ευαισθησία του».
Πλέον ναι.
Γ. Μπ.: «Πάντα αυτό ήταν. Μην κοιτάτε που το κρύβανε. Το ζήτημα είναι, αντί να εκθέτει κανείς τον θυμό του, που είναι ένα εφηβικό συναίσθημα, να εκθέτει την ευαισθησία του. Οι ώριμοι άνθρωποι όταν επαναστατούν γνήσια και στέκονται στα πόδια τους εκθέτουν ένα κομμάτι της ευαισθησίας τους. Και όταν μιλάμε για έναν άνδρα που εκθέτει την ευαισθησία του, πρόκειται για κάτι διπλά συγκινητικό».
Π. Δαδακαρίδης: «Το ίδιο το κείμενο μιλά για το πιο βαθύ πυρηνικό συναίσθημα που ενώνει τους ανθρώπους. Την ανιδιοτελή αγάπη τού ενός προς τον άλλον. Το βρίσκω καταπληκτικό – ειδικά στο σήμερα – πολυεπίπεδα. Οι άνθρωποι παλεύουμε καθημερινά για δικαιώματα και αξίες που χάνονται ή φθείρονται ή αναθεωρούνται ενώ θα έπρεπε να είναι δεδομένες. Παλεύουμε για το αυτονόητο».
Μιλάτε για την αγάπη σε μια εποχή που υπερέχει η αυτο-αγάπη. Εννοώ με τρόπο ναρκισσιστικό.
Π. Δ.: «Αναφέρεστε καταλαβαίνω στα social media. Είναι μια άλλη γλώσσα. Παλιά βλέπαμε διαφημίσεις, τώρα μπορεί να διαφημίζει κανείς ό,τι θέλει. Οπως και μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Σου δίνεται ένα βάθρο να έχεις όποια σκέψη και όποια διάθεση θες. Και βλέπεις πολύ πιο ξεκάθαρα την πρόθεση του άλλου».
Είναι πολύ δημοκρατικό όπως το λέτε, αλλά γίνεται και κάπως…
Π. Δ.: «Φασιστικό. Γιατί ακριβώς αυτή η διάθεση ελλοχεύει».
«Η πιο επαναστατική πράξη που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος είναι να εκθέσει την ευαισθησία του». – Γιάννης Μπέζος
Γ. Μπ.: «Είναι μεγάλο το θέμα. Ναι, πρόκειται για κάτι πολύ δημοκρατικό. Ομως η δημοκρατία έχει έναν κίνδυνο. Κινδυνεύει από την πολλή δημοκρατία. Διότι η δημοκρατία πάει σετάκι με την ευθύνη. Μπορείς να λες ό,τι θες. Πρέπει να λες ό,τι θες. Αλλά πρέπει να παίρνεις και την ευθύνη. Αυτά τα διαδικτυακά δεν μετράνε. Είναι αστεία».

© Ανδρέας Σιμόπουλος
Διαμορφώνουν όμως.
Γ. Μπ.: «Οχι τόσο. Πρέπει να υπάρχει ρίζα για να διαμορφωθεί κάτι. Ή μπορεί να διαμορφώνεται, αλλά δεν εντυπώνεται. Υπάρχουν και ενδιαφέροντα πράγματα που λέγονται. Δεν πρέπει να τα δαιμονοποιούμε όλα. Αλλά είναι φυσικό όταν δίνεται ένα τέτοιο βήμα να υπάρχουν όλα τα φρούτα.
Πέρα όμως από αυτό, υπάρχουν διαχρονικές αξίες που δεν θα είναι ποτέ σε ύφεση. Ούτε σε διαπραγμάτευση. Οπως αυτό που έλεγε νωρίτερα ο Πυγμαλίων για την αγάπη. Δεν πρόκειται να είναι σε ύφεση ποτέ. Ακόμα κι αν δεν ονομάζουμε κάποια πράγματα, τα εμπεριέχουμε στη φύση μας».
Ναι, αλλά εάν τα καταπιέζουμε ή τα θάβουμε, δεν θα τα ξεχάσουμε;
Γ. Μπ.: «Μπορεί να συμβεί το αντίθετο. Οπως συμβαίνει στους δύο ήρωες του έργου. Επειδή καταπιέζουν κάτι πολύ, τους εκδικείται».
«Οι άνθρωποι παλεύουμε καθημερινά για δικαιώματα και αξίες που χάνονται ή φθείρονται ενώ θα έπρεπε να είναι δεδομένες. Παλεύουμε για το αυτονόητο». – Πυγμαλίων Δαδακαρίδης
Π. Δ.: «Οχι με την έννοια της εκδίκησης αλλά της κάθαρσης».
Αρα είναι μια υπενθύμιση οι «Αινιγματικές Παραλλαγές»;
Γ. Μπ.: «Είναι μια υπενθύμιση, αλλά αναγνωρίζει και κάτι από τον εαυτό του ο καθένας σε αυτό το έργο. Και δεν έχει να κάνει με το φύλο ή την ηλικία. Στο θέατρο αν δεν αναγνωρίζει κάτι ο θεατής δεν έχει νόημα. Πρέπει αυτό που γίνεται να του θυμίζει ένα κομμάτι από τον καλό ή τον κακό του εαυτό».
Π. Δ.: «Με ιντριγκάρει αυτό που λέει ο Γιάννης. Κυρίως με τον κακό εαυτό καθενός. Με ιντριγκάρει να έρθεις και χωρίς καμία παρότρυνση από κανέναν να αναγνωρίσεις ότι έχεις χώρο μέσα σου να διαφοροποιήσεις το χθες σου από το σήμερα».
«Δεν γίνεσαι τυχαία επιτυχημένος. Δεν σε ακολουθεί ο άλλος επειδή είσαι ομορφόπαιδο. Εχει λόγο που το κάνει». – Γιάννης Μπέζος
Μπορεί το θέατρο να το πετύχει αυτό μέσα στα χιλιάδες ερεθίσματα και τους περισπασμούς που έχουμε καθημερινά;
Γ. Μπ.: «Μπορεί να παρηγορήσει τον θεατή. Δεν είναι βέβαια εύκολο».
Π.Δ .: «Μπορεί να του γεννήσει και ερωτηματικά».
Γ. Μπ.: «Αυτός είναι ο σκοπός του θεάτρου. Αυτά που λένε ότι το θέατρο είναι σχολείο είναι αστεία.
Το θέατρο έχει σκοπό να σου γεννήσει ερωτηματικά και να σε παρηγορήσει ή να σε ψυχαγωγήσει. Ακόμα και με την εκτονωτική σημασία. Δεν είναι εύκολο. Κι η εκτόνωση γίνεται με έναν βαθμό ποιότητας».

© Ανδρέας Σιμόπουλος
Ο θεατής θα παρηγορηθεί ή θα ψυχαγωγηθεί ή θα εκτονωθεί. Εσείς τι παίρνετε από αυτή την παράσταση;
Γ. Μπ.: «Πρώτα απ’ όλα μαθαίνω ένα κομμάτι από μένα. Οταν είμαστε στη σκηνή είμαστε ο ρόλος, αλλά κυρίως είμαστε ο άνθρωπος. Φέρουμε όλη μας την κατασκευή και όλο τον ψυχισμό μας μαζί».
Π. Δ.: «Θα έλεγα ότι το έργο αυτό με εξελίσσει σε ένα συναίσθημα που καμιά φορά έχω κι εγώ πολύ μεγάλη δυσκολία να το εκφράσω. Και βρίσκω μια διέξοδο και λέω «να τι θα ήθελα να πω αν είχα αυτά τα λόγια μέσα μου». Ασυναίσθητα κάπως με προχωρά ένα βήμα παρακάτω.
«Δεν είναι εύκολο ή απλό να θυμάσαι γιατί ξεκίνησες να κάνεις αυτή τη δουλειά. Σε βάζει από κάτω το επάγγελμά μας» – Γιάννης Μπέζος
Ακόμα και όταν βλέπω άλλους ηθοποιούς επανέρχομαι σε ένα συναίσθημα σαν να βρίσκομαι στο λούνα παρκ. Ευτυχώς, γιατί θεωρούσα ότι μεγαλώνοντας θα τα ξέρω όλα. Ομως δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρω τίποτα».
Θέλετε οι θεατές να έρθουν για να δουν την παράσταση ή τον Μπέζο και τον Δαδακαρίδη;
Γ. Μπ.: «Μα όλα μαζί θα τα βλέπουν. Οταν ξεκινήσαμε, δεν ήξεραν οι θεατές το έργο. Εμάς ήρθαν να δουν. Οταν όμως τους παγιδεύεις – με την καλή έννοια – σε ένα κλίμα τόσο αποκαλυπτικό, είναι φυσικό να κάνεις επιτυχία».

Π. Δ.: «Προϋπάρχει βέβαια και η πρόθεση. Οτι σε κάθε προηγούμενή σου προσπάθεια ήσουν παρών. Οτι δεν καταφεύγεις στην ευκολία σου».
Δίνετε δηλαδή έναν αγώνα;
Π. Δ.: «Προσωπικά ναι. Και εσείς όμως από την πλευρά σας ως θεατής δίνετε κάθε χρόνο έναν αγώνα με τον εαυτό σας. Είναι δεδομένο ότι κάποια στιγμή ένα έργο τέχνης θα ακουμπήσει διαφορετικά κάποιες χορδές σας. Και θα έχει να κάνει με την εμπειρία, τη διαδρομή, τη γνώση και το θέλω. Εάν θέλετε να είστε παρών σε κάτι. Είναι ξεκάθαρος ο κανόνας.
«Νομίζω ότι οφείλουμε ένα κομμάτι ευγνωμοσύνης στο τώρα. Στους ανθρώπους που μας έφτασαν ως εδώ που είμαστε». – Πυγμαλίων Δαδακαρίδης
Πρέπει να σας πω ότι έχουμε παίξει γύρω στις 400 φορές αυτή την παράσταση. Στην πρεμιέρα είχαμε την ίδια αγωνία με την πρώτη φορά. Ομως αυτό το ερωτηματικό γεννιέται προσωπικά στον καθένα. Δεν μπορεί να το έχουν όλοι. Πρέπει να θες να σε ξεβολεύεις. Να αισθάνεσαι το ρίσκο.
Μπορεί κάποιος να το ονομάζει αποτυχία, όμως για μένα αυτή είναι η εξέλιξη. Από την ήττα σίγουρα θα μάθεις κάτι. Την επιτυχία συνήθως δεν την καταλαβαίνεις».
Ναι, αλλά δεν έχουμε ενοχοποιήσει την αποτυχία;
Π. Δ.: «Εγώ θα ήθελα να μην κρύβω τις αποτυχίες. Η δική μου θεραπεία είναι αυτή. Και όσο νωρίτερα δω και καταλάβω την αποτυχία τόσο καλύτερα θα κοιμηθώ το βράδυ».
Γ. Μπ.: «Το βράδυ όλα αυτά βγαίνουν στο μαξιλάρι και σου σφυρίζουν. Δεν γλιτώνεις».
Η μεταξύ σας σχέση πώς είναι έπειτα από 400 παραστάσεις;
Π. Δ.: «Εγώ ήξερα τον Γιάννη ως ηθοποιό. Τον είχα στο μυαλό μου εκεί που έπρεπε να τον έχω. Ξεχνάμε συχνά ότι ως νεότερος άνθρωπος χρειάζομαι μεγαλύτερους ανθρώπους να με μάθουν όχι να κυκλοφορώ τη ματαιοδοξία ή τη φιλοδοξία ή τον ναρκισσισμό μου σκηνικά, αλλά να μου δείξουν τον σωστό δρόμο.
Μιλάμε για ανθρώπους που έχουν κουβαλήσει, έχουν πληρώσει, έχουν καταλάβει, έχουν αποτύχει, έχουν επιτύχει, παλεύουν. Είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο που μπορεί να έχει ένας νεότερος. Αρκείς να έχεις τα αφτιά και τα μάτια σου ανοιχτά. Νομίζω ότι έχουμε χάσει λίγο το μέτρο και ότι οφείλουμε ένα κομμάτι ευγνωμοσύνης στο τώρα. Στους ανθρώπους που μας έφτασαν ως εδώ που είμαστε».
«Κακά τα ψέματα, οι παλαιότεροι ηθοποιοί και οι ακόμα πιο παλιοί από μας είμαστε επαγγελματίες. Κι εκεί αρχίζουν οι ευκολίες. Ε, εγώ αυτό δεν το θέλω». – Γιάννης Μπέζος
Γ. Μπ.: «Το ίδιο συμβαίνει και ανάποδα. Δηλαδή εγώ επιθυμώ τη συνεργασία με τους νεότερους. Οχι τους νεότερους γενικά. Γιατί είμαι ένας άνθρωπος που κάνει διακρίσεις. Εχω κατηγορηθεί γι’ αυτό και γι’ αυτό το υπερτονίζω. Διακρίνω και ονομάζω.
Δεν θα έλεγα ότι είναι δικαίωμα αλλά υποχρέωσή μου. Αν θέλω να παίρνω στα σοβαρά τον εαυτό μου και τη δουλειά μου πρέπει να διακρίνω. Οχι τόσο τις ικανότητες – ποιος είναι ο καλύτερος ή ο πιο γοητευτικός. Με ενδιαφέρει η πρόθεση των ανθρώπων.
Γιατί ας πούμε βγαίνει κάποιος και κάνει μια τραγωδία καλοκαιριάτικα και γυρνά τα βουνά και τα λαγκάδια; Το κάνει μόνο για τα λεφτά; Εχει κάτι να καταθέσει που κατά τη γνώμη μου είναι ακριβό και ευγενές; Τότε έχω υποχρέωση να τον ακολουθήσω αν είμαι σοβαρός στη δουλειά μου.
Κακά τα ψέματα, οι παλαιότεροι ηθοποιοί και οι ακόμα πιο παλιοί από μας είμαστε επαγγελματίες. Κι εκεί αρχίζουν οι ευκολίες. Ε, εγώ αυτό δεν το θέλω».
Αρα είναι πρόκληση η συνεργασία με τους νεότερους;
Γ. Μπ.: «Δεν το συζητώ. Μεγάλη πρόκληση. Και πολύ γοητευτική συνθήκη. Το πιο εύκολο πράγμα θα ήταν να ανεβάσω ένα έργο, να κάνω αυτά που κάνουμε στην τηλεόραση ας πούμε, να πάρουμε λεφτά, να μας χειροκροτήσουν και να τελειώνουμε. Ομως δεν ξεκινήσαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά για αυτόν τον λόγο.
Το λέω πολλές φορές. Γιατί ξεκινήσαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά; Το ξέρω, δεν είναι εύκολο ή απλό να το θυμάσαι. Σε βάζει από κάτω το επάγγελμά μας».
«Στην πρεμιέρα είχαμε την ίδια αγωνία με την πρώτη φορά. Αυτό το ερωτηματικό γεννιέται προσωπικά στον καθένα. Δεν μπορεί να το έχουν όλοι. Πρέπει να θες να σε ξεβολεύεις». – Πυγμαλίων Δαδακαρίδης
Π. Δ.: «Μεγαλώνοντας πίστευα ότι επιτυχία είναι όλα τα υλιστικά και λίγο ματαιόδοξα πράγματα. Δεν ήξερα. Ούτε τώρα έχω ξεκάθαρη απάντηση, αλλά νομίζω ότι επιτυχία είναι όταν βρεθούμε κάπου και φύγουμε από αυτό το κάπου καλύτεροι».
Ναι, αλλά θα σκεφτεί κανείς ότι τα λέτε αυτά γιατί είστε δύο επιτυχημένοι και δημοφιλείς ηθοποιοί.
Γ. Μπ.: «Μα γι’ αυτό το λέμε (σ.σ.: γελάει). Δεν γίνεσαι τυχαία επιτυχημένος. Δεν σε ακολουθεί ο άλλος επειδή είσαι ομορφόπαιδο. Εχει λόγο που το κάνει.
Πολλούς ανθρώπους ξέρουμε, αλλά δεν τους ακολουθούμε, γιατί δεν έχουν κάτι να μας πουν. Μπορεί να σε ξέρουν λιγότεροι, αλλά να έχεις κερδίσει την εκτίμησή τους. Μην το ξεχνάμε, οι άνθρωποι στο θέατρο μας φέρνουν το μεροκάματό τους».
Info: «Αινιγματικές Παραλλαγές» του Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια. Επόμενες παραστάσεις της περιοδείας: 8/7 Πάτρα, 9/7 Ιωάννινα, 10 & 11/7 Λάρισα, 13-15/7 Θεσσαλονίκη. Κεντρική φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος