Κάποτε, πριν το κουμπί του τηλεχειριστηρίου γίνει ο θεός των επιλογών μας, υπήρχε ένα μικρό θαύμα: το video club. Ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς (και ας το αντέξει λίγο η απώθηση της νοσταλγίας που μας χαρακτηρίζει), υπήρχε το ταξίδι μέχρι το video club – η πραγματική διαδρομή μέσα στη νύχτα, το κρύο, τη βροχή, την ανυπόφορη ζέστη, ή την απελπισμένη βαρεμάρα μιας καθημερινής Τρίτης.
Σαν ναοί μιας οικιακής μυθολογίας, στοιβαγμένα μεταξύ φούρνων και χαρτοπωλείων, τα video club καλωσόριζαν τους πιστούς. Οι βιντεοκασέτες, με τα μουτζουρωμένα εξώφυλλα και τις γωνίες φαγωμένες από τις ανυπόμονες παλάμες εκατοντάδων πιστών, ανέμεναν να επιλεγούν. Δεν έρχονταν προς εμάς με έναν αλγόριθμο που προσποιείται ότι μας ξέρει – εμείς έπρεπε να διαβάσουμε τα ονόματα των σκηνοθετών, των ηθοποιών, των παραγωγών για να αποφασίσουμε αν αξίζει να περάσουμε δυόμισι ώρες από τη ζωή μας παρέα τους. Το video club απαιτούσε ρίσκο. Επένδυση. Δέσμευση. Εξάντληση επιλογών. Δεν υπήρχε backspace, skip intro, ή αυτόματο σύστημα συστάσεων. Υπήρχε μόνο υπόσχεση ή απογοήτευση – κι αυτό, με έναν παράξενο τρόπο, ήταν η ουσία της τελετουργίας. Πώς να εξηγήσεις σε ένα παιδί τού 2025 ότι για να δεις την «Dolce Vita» έπρεπε να την κυνηγήσεις; Oχι να τη «στριμάρεις» κατά λάθος ενώ ψάχνεις κάτι «παρόμοιο με το Succession»;
Αυτό που χάθηκε με την εξαφάνιση του video club δεν ήταν απλώς η φυσική πράξη της ενοικίασης – η ανταλλαγή ενός μικρού αντιτίμου για μια ταινία που μπορεί να σε απογείωνε ή να σε καταρράκωνε – αλλά μια ολόκληρη συνθήκη ζωής, ένα τελετουργικό της επιθυμίας. Βλέποντας διάσημους ηθοποιούς σε μια ξένη τηλεοπτική εκπομπή να αγκαλιάζουν παλιές βιντεοκασέτες ένιωσα συγκίνηση. Oχι. Κάτι χειρότερο: φθόνο. Oχι για το ίδιο το αντικείμενο, το πλαστικό κουτί, αλλά για το χαμένο τυπικό της εμπειρίας: τον κόπο, την αναμονή, την ανυποψίαστη απογοήτευση, τη συντριπτική νίκη της ανακάλυψης. Για την αγωνία τού αν η ταινία θα είχε εικόνα ή θα τη «μάσαγε» το βίντεο. Για το αν κάποιος πριν από εσένα είχε γυρίσει την κασέτα στο τέλος ή αν θα ξεκινούσε από τα μισά. Για τη μυρωδιά του πλαστικού και τη σιωπή της επιλογής.
Το streaming μάς δίνει τα πάντα αμέσως. Αλλά η αμεσότητα αυτή κουβαλά μια κρυφή τιμωρία: δεν χρειάζεται πια να επιθυμήσεις αρκετά για να απολαύσεις. Δεν χρειάζεται να περιμένεις. Κι όταν δεν περιμένεις, η εμπειρία δεν ριζώνει μέσα σου. Απλώς περνά – όπως περνούν όλα πια – σε οθόνες που δεν ματώνουν, που δεν θυμούνται.