Αν έθετε κάποιος στον Μάικλ Ράκοβιτς το φιλολογικό ερώτημα αν θα έσωζε έναν άνθρωπο ή ένα έργο τέχνης σε περίπτωση καταστροφής, η απάντηση θα ήταν άμεση: «Τον άνθρωπο».
Η τέχνη δεν μπορεί να προηγείται της ζωής.
Κι όμως, όπως συχνά επισημαίνει, η καταστροφή ενός πολιτιστικού τόπου συνοδεύεται πάντα από κάτι βαθύτερο από τη φυσική απώλεια: «Δεν μπορώ να πω ότι η τέχνη είναι πιο σημαντική όταν λαοί αφανίζονται, αλλά ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι όταν καταστρέφεται ένας τόπος λατρείας από τους Ισραηλινούς στη Γάζα δεν είναι μόνο τα σώματα των ανθρώπων που συνδέονται με αυτή την απώλεια. Υπάρχει και ένας συμβολικός χώρος που καταστρέφεται εκείνη τη στιγμή, με το μήνυμα ότι, παρ’όλους τους διεθνείς νόμους για την προστασία πολιτιστικών μνημείων, κανείς δεν προστατεύει πραγματικά αυτούς τους χώρους».
Από την πλευρά του, ως αμερικανός εικαστικός με εβραϊκή καταγωγή και ρίζες από το Ιράκ, κάνει αυτό που μπορεί: δημιουργεί εικαστικές «επανεμφανίσεις» ανάγλυφων γλυπτών που υφαρπάχτηκαν, λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν αφήνοντας δυσαναπλήρωτα κενά στη μνήμη και την πολιτιστική ταυτότητα.
Και αυτό που ξεκίνησε ως το «angry project» του, όπως το χαρακτηρίζει – η σειρά «The Invisible Enemy Should Not Exist»(2007), με τα αντίγραφα των ανάγλυφων γλυπτών από το αρχαίο ασσυριακό παλάτι της Νιμρούντ-Kalhu (2018-) στο Ιράκ, τα οποία καταστράφηκαν από το ISIS το 2015 –,παρουσιάζεται σήμερα στο Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο διεκδικεί την επιστροφή των δικών του λεηλατημένων πολιτιστικών αγαθών.
«Το πιο ταιριαστό σπίτι»
Καθώς περιδιαβαίνει τον χώρο των περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου, όπου φιλοξενείται η έκθεση «Allspice. Michael Rakowitz & Ancient Cultures», μπορεί κανείς να νιώσει τον παλμό της συγκίνησης και της ευγνωμοσύνης του.
«Η δουλειά μου βρήκε το πιο ταιριαστό σπίτι» δεν κουράζεται να λέει. Διότι ανάμεσα στα γλυπτά χάσκουν κενά, μνήμες όχι μόνο της πρόσφατης καταστροφής, αλλά και των παλαιότερων «ευσεβών» λεηλασιών από ευρωπαϊκές και αμερικανικές αρχαιολογικές αποστολές.
Μάλιστα συνυπάρχουν με αρχαία αντικείμενα από τη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο: δεκατρία από το Ινστιτούτο Μελετών Αρχαίων Πολιτισμών του Πανεπιστημίου του Σικάγο και ένα από τη Συλλογή Κυπριακών Αρχαιοτήτων Θ. Ζιντίλη, του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
Ο Ράκοβιτς λοιπόν μιλάει από καρδιάς όταν παίρνει θέση υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα. Μάλιστα επισημαίνει πως μια τέτοια πράξη, από μόνη της, δεν είναι αρκετή. «Η αποκαταστατική δικαιοσύνη προϋποθέτει και την ανάληψη ευθύνης» τονίζει.
«Πρέπει να υπάρξει κατανόηση ότι πέρα από την πράξη της επιστροφής, χρειάζεται και ένας διαρκής, ουσιαστικός διάλογος με το ελληνικό κοινό το οποίο έχει υποστεί επί δεκαετίες την προσβολή να του λένε πως τα έργα των προγόνων του δεν του ανήκουν, ή ότι δεν είναι ασφαλή στην Ελλάδα. Πρόκειται για κατάφωρη ανοησία, αν σκεφτεί κανείς ότι το ίδιο το Βρετανικό Μουσείο πιάστηκε να πουλά παράνομα αντικείμενα της συλλογής του στο eBay πριν από λίγα μόλις χρόνια».
Και συνεχίζει: «Οταν μιλάμε για αποαποικιοποίηση, δεν αναφερόμαστε σε μια απλή επιστροφή αντικειμένων. Μιλάμε για ένα ταρακούνημα, για μια διαδικασία αποσταθεροποίησης που θα περιλαμβάνει δύσκολες και άβολες συζητήσεις. Θα χρειαστεί να μιλήσουμε ανοιχτά για όλα όσα είπε ο Ελγιν, αλλά και για όλα όσα έχει υποστηρίξει μέχρι σήμερα η βρετανική κυβέρνηση για να διατηρήσει την «κληρονομιά»του».
Οι επισκέψεις του Ράκοβιτς στην Αθήνα υπήρξαν συχνές τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της συγκεκριμένης έκθεσης, το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που θα φέρει το έργο του στην πόλη χάρη στη συνεργασία του υπουργείου Πολιτισμού, του Μουσείου Ακρόπολης, της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών και του οργανισμού ΝΕΟΝ.
Για παράδειγμα, από τον ερχόμενο Οκτώβριο θα παρουσιάζεται στον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο του Μουσείου το γλυπτό Lamassu of Nineveh, το οποίο είχε ανατεθεί για το The Fourth Plinthστην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου το 2018.
Είναι η ασσυριακή προστατευτική θεότητα που στεκόταν στην είσοδο της Πύλης Nεργκάλ της Νινευή από τον 8ο αιώνα π.Χ., μέχρις ότου καταστράφηκε και αυτή από το ISIS. Αυτή τη στιγμή, στο εσωτερικό του Μουσείου Ακρόπολης, η Lamassu έχει αποδοθεί ζωγραφικά από τον Ράκοβιτς μέσα σε μια προθήκη, ώστε να πλαισιώνει και να συμπληρώνει μια γενειοφόρο ανδρική κεφαλή από την Κύπρο, χρονολογούμενη μεταξύ 480-400 π.Χ. Πρόκειται για μία από τις τρεις ειδικές αναθέσεις από τον οργανισμό ΝΕΟΝ.
Ο ξεριζωμός τού 1941
Ξεχωριστή θέση έχει η εγκατάσταση «Allspice» (Μπαχάρι),η οποία αποτελείται από 25 ιρακινές χειρόγραφες συνταγές, γραμμένες από τη μητέρα του Ράκοβιτς. Μέσα από αυτές διατήρησε ζωντανή τη μαγειρική παράδοση της πατρίδας της για την οικογένειά της.
Ο Ράκοβιτς έχει ντύσει με αυτές τις κολόνες της αίθουσας, αξιοποιώντας ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο που παραπέμπει στη στήριξη και τη σταθερότητα. «Αυτές οι συνταγές είναι, κατά κάποιον τρόπο, το DNA ολόκληρου του έργου μου» θα εξηγήσει.
«Οι παππούδες μου έφυγαν από το Ιράκ το 1941, κατά τη διάρκεια του Farhud, που ήταν μια βίαιη εκδίωξη του ιρακινού εβραϊκού πληθυσμού. Συνέβη μέσα σε λίγες ημέρες στη Βαγδάτη και επίσης στη Βασόρα. Ηταν συντετριμμένοι γιατί αγαπούσαν πολύ την πόλη τους και τη χώρα. Οταν κάποιος φεύγει από έναν τόπο κάτω από τρομερές συνθήκες, πολλές φορές υπάρχει η επιθυμία να τον ξεχάσει. Ομως εκείνοι ήθελαν να τον θυμούνται. Πάντα λέω ότι ήταν οι πρώτοι «installation artists»που γνώρισα ποτέ, γιατί ό,τι υπήρχε στο σπίτι τους στο Λονγκ Αϊλαντ ήταν από το Ιράκ. Ηταν σαν ένα έργο μνήμης, ένα έργο τέχνης, που συνέχιζε να μιλά για τον τόπο που τους έδιωξε, αλλά που ποτέ δεν εγκατέλειψαν στην καρδιά τους».
Στην τελευταία ανάθεση του ΝΕΟΝ, ο Ράκοβιτς παρουσιάζει και ορισμένα βάζα με άμπα (τουρσί με βάση το μάνγκο) που έφτιαξε ο ίδιος με οδηγίες από τη μητέρα του, ενώ έχει γράψει στο γυαλί λέξεις από τη διάλεκτο της διασποράς που εκείνη του μαθαίνει. Εκτίθενται δε, μαζί με την παρουσίαση του Λεξικού της Ασσυριακής του Σικάγο, μια εγκυκλοπαιδική μελέτη μιας γλώσσας που δεν ομιλείται εδώ και 2.000 χρόνια και συντάχθηκε από μελετητές του Ινστιτούτου Μελέτης των Αρχαίων Πολιτισμών του Πανεπιστημίου του Σικάγο.
Η «γλώσσα» του φαγητού
Το φαγητό για τον Ράκοβιτς είναι ένας τύπος «γλώσσας» που συνεχίζει μια παράδοση, ένα είδος τέχνης που, όπως και τα τραγούδια, η ποίηση, η τέχνη, είναι ανάμεσα στις αισθητηριακές απολαύσεις που κρατάμε μαζί μας και καταφεύγουμε σε αυτές ακόμα και στις πιο καταστροφικές στιγμές που βιώνουμε.
Οι γεύσεις της χώρας που αφήνουμε πίσω, στην περίπτωση του εικαστικού σύμπαντος του Ράκοβιτς γίνονται οι πρώτες ύλες που ντύνουν τα ανάγλυφα και τα γλυπτά από papier mâché. Για την ακρίβεια, οι συσκευασίες από προϊόντα της Μέσης Ανατολής, συχνά με παραποιημένη την αναγραφόμενη χώρα προέλευσής τους, ήταν ένας τρόπος που χρησιμοποιούσαν οι ιρακινές εταιρείες για να παρακάμψουν τις κυρώσεις του ΟΗΕ μέχρι το 2003.
«Οταν φαντάστηκα τα γλυπτά των ναών στο Ιράκ να επιστρέφουν ως φαντάσματα για να μας στοιχειώσουν, σκέφτηκα πως ένα φάντασμα δεν μπορεί να μοιάζει όπως ήταν στη ζωή, πρέπει να είναι αλλοιωμένο. Αναρωτήθηκα: τι είναι αυτό που δίνει αξία στην αρχαιολογία; Η προέλευση, η προγονική καταγωγή. Το αντικείμενο αφηγείται από πού προέρχεται. Γι’ αυτό κατέληξα ότι αυτά τα «φαντάσματα»θα πρέπει να φορούν το «δέρμα»αντικειμένων που φοβούνται πολύ να αρθρώσουν από πού προέρχονται».
O Μάικλ Ράκοβιτς είναι μια κινούμενη πολυπολιτισμικότητα. Αμερικανός, Εβραίος και από τους δυο γονείς του (ο πατέρας του έχει καταγωγή από την Ανατολική Ευρώπη) και επιπλέον και Αραβας από την πλευρά της μητέρας του. Στην Αθήνα, όπου όποτε έρχεται η καρδιά του «λιώνει», συγκινήθηκε ιδιαίτερα όταν είδε την έκθεση «Μικρά Ασία» στο Μουσείο Μπενάκη, γιατί είδε να αντανακλάται σε αυτήν και η ιστορία της δικής του οικογένειας.
«Εκδιώξεις, απώλεια περιουσιών, σφαγές, θηριωδίες. Μιλάμε για την εξαναγκαστική μετακίνηση ολόκληρου πληθυσμού, μέσα στη δίνη μιας γενοκτονίας». Από αυτή την πολυπρισματική ταυτότητα εκείνος εστιάζει στο ότι είναι Αραβοεβραίος, όπως δηλαδή η μητέρα του και οι παππούδες του.
«Πάντα δέχομαι επιθέσεις από δεξιούς σιωνιστές όταν χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο, επειδή αρνούνται να δεχτούν ότι ένας Εβραίος μπορεί να είναι και Αραβας. Συνεχίζω να προτάσσω αυτή την ταυτότητα έχοντας πλήρη συνείδηση ότι κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν άβολα και ξεσκεπάζει τη μισαλλοδοξία: ότι για να υπάρξει η εβραϊκή ταυτότητα, πρέπει να εξαφανιστεί η αραβική. Σοβαρά τώρα;».
Η Αμερική και η παύλα
Οπως θα θυμίζει ο Ράκοβιτς, η Τόνι Μόρισον είχε πει κάποτε ότι στην Αμερική «Αμερικανός» σημαίνει αυτομάτως λευκός.
«Ολοι οι άλλοι πρέπει να έχουν μια ενωτική παύλα ανάμεσα στην προέλευσή τους και τη σύνδεση με τη χώρα. Θα έφτανα στο σημείο να δηλώνω και Αραβοαμερικανός, γιατί και αυτό είναι ένας τρόπος να είμαι αλληλέγγυος. Αυτό είναι η γαλήνη και η σταθερότητά μου, γιατί ξέρω τον κίνδυνο που διατρέχει οποιοσδήποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες προσδιορίζεται ως Αραβας, ως Ιρακινός ή ως Παλαιστίνιος. Οπότε αρνούμαι να «περάσω»ως κάτι άλλο και είναι μια επιλογή που κάνω, την ίδια που έκαναν και οι παππούδες μου».
Μολονότι έχει ταξιδέψει στο Αφγανιστάν στο πλαίσιο της Documenta 13 (2012) χάρη στην επιμελητική προσέγγιση της Κάρολιν Κρίστοφ Μπαγκάρτζιεφ και έχει διδάξει ένα workshop λιθογλυπτικής στο Μπαμιάν, το Ιράκ δεν το έχει επισκεφθεί μέχρι σήμερα.
«Πάντα αναρωτιόμουν τι θα σήμαινε να πάω, όντας πολίτης με αμερικανικό διαβατήριο τη στιγμή που Ιρακινοί που γνώρισα στο πλαίσιο του πρότζεκτ Return και ξεριζώθηκαν λόγω του πολέμου δεν μπορούν να επιστρέψουν. Επειτα, πριν από χρόνια, είχα προσκληθεί στα γυρίσματα ενός ιρακινού σκηνοθέτη ο οποίος μου πρότεινε να κάνω ένα workshop για φοιτητές Καλών Τεχνών. Υστερα από δύο εβδομάδες μου είπε ότι είχαν δεχτεί κάποιες απειλές, επειδή το γεγονός ότι είμαι Εβραίος θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την υπόλοιπη ομάδα. Μου είπε: «Δεν είναι ακόμα η ώρα να έρθεις»».