Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και μέχρι το καλοκαίρι του 1997 οι οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας αποτελούσαν παραδείγματα ισχυρής ανάπτυξης παγκοσμίως. Ο διεθνής οικονομικός Τύπος αποκαλούσε τις αναδυόμενες χώρες της περιοχής οικονομικές «τίγρεις», καθώς απορροφούσαν σχεδόν το σύνολο των επενδυτικών κεφαλαίων που κατευθύνονταν προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Ταϊλάνδη, Ινδονησία, Νότιος Κορέα, Ταϊβάν, Μαλαισία, Φιλιππίνες και άλλες μικρότερες «έτρεχαν» με τρελούς ρυθμούς εκείνα τα χρόνια. Πολυεθνικά σχήματα εκμεταλλεύονταν την πολιτική υψηλών επιτοκίων που προσέφεραν τα συνδεδεμένα με το δολάριο φθηνά τοπικά νομίσματα, τα αγόραζαν μαζικά και δι’ αυτών πραγματοποιούσαν τις επενδύσεις τους στην ευρύτερη ζώνη, αξιοποιώντας και τις πολλές δυνατότητες μόχλευσης στην ευρύτερη περιοχή.
Η οικονομία που «έτρεχε»
Χαρακτηριστικότερη περίπτωση όλων η Ταϊλάνδη. Το μπαχτ, το εθνικό της νόμισμα, ήταν συνδεδεμένο με το αμερικανικό νόμισμα, προσέφερε επιτόκια 11%-12%, το φθινόπωρο του 1996 ένα δολάριο ανταλλασσόταν με 25 μπαχτ, η οικονομία «έτρεχε» επί σχεδόν 15 χρόνια με 9% ετησίως, ο πληθωρισμός κινούνταν χαμηλότερα μεταξύ 3,5% και 6% και οι διεθνείς επενδυτές είχαν βρει μια πηγή υπερκερδοφορίας για την ευρύτερη περιοχή.
Με τη διαφορά ότι στη 15ετία το εξωτερικό χρέος είχε εκτιναχθεί από το 100% του ΑΕΠ σχεδόν στο 170%. Γεγονός που το φθινόπωρο του 1996 επέτρεψε την εκδήλωση κερδοσκοπικών επιθέσεων από τις αγορές, οι οποίες αμφισβητούσαν τη σταθερή έως τότε ισοτιμία του ταϊλανδέζικου μπαχτ με το δολάριο. Επί σχεδόν οκτώ μήνες η ταϊλανδέζικη κυβέρνηση πάλευε να διασώσει το εθνικό νόμισμα της χώρας, ξοδεύοντας αφειδώς τα συσσωρευμένα συναλλαγματικά διαθέσιμα, ύψους περίπου 40 δισ. δολαρίων.
Πτώση 20% εν μιά νυκτί
Στις 2 Ιουλίου του 1997 αναγκάστηκε, εκ των συνθηκών, να αποδεσμεύσει το μπαχτ από το δολάριο με αποτέλεσμα αυτό να χάσει εν μιά νυκτί σχεδόν το 20% της αξίας του, μεταφέροντας αντίστοιχες συνθήκες αμφισβήτησης και κρίσης για όλα τα τοπικά νομίσματα της περιοχής.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ταϊλάνδης μειώθηκαν σε μόλις 3 δισ. δολάρια, η εμπιστοσύνη απέναντι στην οικονομία κατέρρευσε, το δολάριο ανταλλασσόταν πλέον προς 58 μπαχτ, οι μετοχές έχασαν το 70% της αξίας τους και χρειάστηκε η διασωστική παρέμβαση και δανειακή βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ύψους 40 δισ. δολαρίων, προκειμένου να διαμορφωθούν συνθήκες σχετικής ηρεμίας και εξομάλυνσης.
Σχεδόν ταυτόχρονα, η αμφισβήτηση επεκτάθηκε σε ολόκληρη την περιοχή, γενικεύθηκε, απειλώντας ευθέως τα νομίσματα, της Νότιας Κορέας, της Ινδονησίας, της Μαλαισίας, των Φιλιππινών, της Ιαπωνίας συμπεριλαμβανομένης, και κωδικοποιήθηκε ως «ασιατική νομισματική κρίση».
Σε μικρότερο βαθμό έπληξε επίσης τις οικονομίες της Κίνας και του Βιετνάμ και – πρόσκαιρα – τις ευρωπαϊκές, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, η κυβέρνηση της οποίας τότε επέλεξε, υπό το βάρος και της ασιατικής νομισματικής κρίσης, να επισπεύσει τη διεκδίκηση ένταξης της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. Κάτι που εν τέλει πέτυχε τον Μάρτιο του 1998 και «κλείδωσε» τη συμμετοχή της χώρας μας στην ευρωζώνη.
Οι οικονομίες άλλαξαν
Οι περισσότερες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας περιέπεσαν τότε σε συνθήκες ύφεσης, η Μαλαισία του Μαχαθίρ, που αντιστάθηκε στο ΔΝΤ, αρνούμενη να ακολουθήσει τον δρόμο της Ταϊλάνδης, χρειάστηκε να επιβάλει capital control, η κυβέρνηση του δικτάτορα Σουχάρτο στην Ινδονησία έπεσε έπειτα από 30 χρόνια παραμονής στην εξουσία, η Ρωσία εξαιτίας της ασιατικής κρίσης βρέθηκε αντιμέτωπη με αντίστοιχη συναλλαγματική κρίση, η Βραζιλία έζησε μέρες μεγάλης φθοράς, ακόμη και η οικονομική θέση της Σιγκαπούρης αμφισβητήθηκε, ενώ η τιμή του πετρελαίου βυθίστηκε στα 11 δολάρια το βαρέλι!
Εκτοτε, έπειτα από τρεις δεκαετίες, οι οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας άλλαξαν πραγματικά, αξιοποίησαν τα πολλά ανοδικά κύματα της παγκοσμιοποίησης, συνδέθηκαν και ακολούθησαν τα άλματα της Κίνας, πλούτισαν και εξελίχθηκαν σε μεγάλους παραγωγούς, διεθνείς επενδυτές και χρηματοδότες εν τέλει των αμερικανικών ελλειμμάτων.
Διεθνείς αμφισβητήσεις
Τις τελευταίες ημέρες ο ασιατικός Τύπος, με αφορμή την πολιτική των δασμών του Ντόναλντ Τραμπ και τις αμφισβητήσεις που ηγέρθησαν απέναντι στα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία, κυρίως απέναντι στο δολάριο και στα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου, βρίθει δημοσιευμάτων τα οποία μιλούν για αντιστροφή της ασιατικής κρίσης του 1997. Το ενδιαφέρον είναι ότι πέραν των παραλληλισμών αποκαλύπτουν εντυπωσιακές συμπτώσεις που παραπέμπουν σε παράξενα και σπάνια παιχνίδια της Ιστορίας.
Ο 63χρονος, σήμερα, 79ος υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσεντ, που ηγείται παγκοσμίως των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης Τραμπ για τους δασμούς και βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να αντιμετωπίζει τις διεθνείς αμφισβητήσεις των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων και μαζί να υπεραμύνεται του αγαθού της εμπιστοσύνης προς το δολάριο και τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου, το 1997, στον καιρό της μεγάλης ασιατικής νομισματικής κρίσης, υπηρετούσε σε επενδυτικές εταιρείες και σχήματα του Τζορτζ Σόρος, τα οποία είχαν πρωταγωνιστήσει στις κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά του ταϊλανδέζικου μπαχτ και των λοιπών νομισμάτων της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα ο 35χρονος τότε Σκοτ Μπέσεντ είχε κεντρικό ρόλο στην ενορχήστρωση ενός οικονομικού blitzkrieg σε βάρος των νομισμάτων και των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας και τώρα σε ένα γύρισμα της Ιστορίας είναι αναγκασμένος να παρακολουθεί νυχθημερόν τις κινήσεις των κεντρικών τραπεζών της ευρύτερης αυτής ζώνης, όπως και τις εξελισσόμενες τάσεις επαναπατρισμού κεφαλαίων.
Η ευρύτερη αυτή ζώνη έχει επενδύσει κοντά στα 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ και εσχάτως παρατηρείται κινήσεις αποεπένδυσης, τις οποίες η Γουόλ Στριτ αποδίδει με όρους όπως «επαναεξισορρόπηση» και «αστάθεια των αγορών», αλλά πολλοί ασιάτες οικονομολόγοι τις αντιμετωπίζουν ως «φυγή κεφαλαίων» από μια αδύναμη πια ηγεμονεύουσα χώρα και οικονομία και επανεπένδυση στις καινούργιες ευκαιρίες που προσφέρει η ταχέως αναπτυσσόμενη τεχνολογικά ζώνη της Ασίας.
Διαζύγιο με το δολάριο
Αναφέρουν μάλιστα χαρακτηριστικά ότι «εταιρείες της Ταιβάν πετάνε ως ραδιενεργά περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ» και ακόμη επισημαίνουν ότι «η Σιγκαπούρη, η Νότια Κορέα και η Μαλαισία δείχνουν σημάδια ενός αργού διαζυγίου με το δολάριο». Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το Bloomberg έγραψε για «συνθήκες αντιστροφής της ασιατικής κρίσης του 1997».
Δεν μπορούμε να δεχθούμε με ασφάλεια τους παραπάνω ισχυρισμούς, αλλά είναι βέβαιο ότι η μεγάλη μετατόπιση του Ντόναλντ Τραμπ και του Σκοτ Μπέσεντ από τα υπερφίαλα σχέδια για δασμούς 145% σε 30% για τα κινεζικά προϊόντα οφείλεται στην έντονη αντίδραση των αγορών και στη σθεναρή στάση της κινεζικής ηγεσίας, η οποία έδρασε σαν να ήταν προετοιμασμένη από καιρό για μια νέα ισορροπημένη εμπορική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Αντιθέτως ο τρόπος που κινήθηκαν οι ΗΠΑ φανέρωσαν αδυναμία και έλλειψη κατανόησης των μεγάλων μετατοπίσεων και αλλαγών που έχουν συντελεστεί παγκοσμίως τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες.
Νέα οικονομική ισορροπία
Κατά τα φαινόμενα, έπειτα από τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών, τη βεβαιωμένη πια υποχώρηση των Αμερικανών, οδεύουμε προς μια νέα ορθολογικότερη εμπορική σχέση και οικονομική ισορροπία μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, η οποία θα αναγνωρίζει την ανάγκη οι μεν Ασιάτες να συνεχίσουν να αναπτύσσονται και να εξάγουν αλλά ταυτόχρονα να καταναλώνουν περισσότερα, και οι Αμερικανοί να μην ορθώνουν απόρθητα τείχη προστατευτισμού, να αναζητήσουν πιο ευγενή εργαλεία παραγωγικής ανασυγκρότησης και βεβαίως να περιορίσουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες.