Ενώ η παγκόσμια οικονομία κλυδωνίζεται εξαιτίας της αβεβαιότητας που πηγάζει από τον φόβο ενός ραγδαία εξελισσόμενου και απρόβλεπτου εμπορικού πολέμου, με τις προστατευτικές πολιτικές, τους δασμούς και τις γεωπολιτικές εντάσεις να απειλούν το παγκόσμιο εμπόριο, επιβαρύνοντας τις εφοδιαστικές αλυσίδες, ενισχύοντας τον πληθωρισμό και αυξάνοντας τις πιθανότητες ύφεσης, κοινή συνισταμένη των εκτιμήσεων οικονομολόγων, δεξαμενών σκέψης και αναλυτών της αγοράς είναι πως, παρά την ανθεκτικότητά της, η ελληνική οικονομία, μετά την πανδημία, τους πολέμους, την ενεργειακή κρίση, τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις πολιτικές προστατευτισμού, βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις.

Καθώς η «καταιγίδα Τραμπ» έκανε, σύμφωνα με κορυφαίους αναλυτές, τις «μέρες να μοιάζουν με δεκαετίες και τις ώρες με χρόνια» και καθώς η Ελλάδα έχασε το 26,5% του ΑΕΠ της κατά την κρίση χρέους και την περίοδο της χρεοκοπίας, ενώ χρειάστηκε 15 χρόνια για να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και από 5 οίκους αξιολόγησης που γίνονται σήμερα δεκτοί από το ευρωσύστημα, η οικονομία της χώρας, που ακόμη δεν έχει ισχυροποιηθεί στον επιθυμητό βαθμό, βρίσκεται μπροστά σε νέους κινδύνους, όχι τόσο λόγω της άμεσης έκθεσής της στο εμπόριο με τις ΗΠΑ όσο έμμεσα μέσω της ένταξής της στις ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας και της επίπτωσης της αυξημένης αβεβαιότητας στις επενδύσεις και στη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες.

Οι εξαγωγές

H απειλή είναι διπλή και αφορά τόσο τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών όσο και τις επενδύσεις που είναι αναγκαίες ώστε ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας να παραμείνει ικανοποιητικός, αναφέρουν κορυφαίοι οικονομολόγοι. Με τις ελληνικές εξαγωγές να υπερβαίνουν συνολικά το 40% του ΑΕΠ (στο 4,8% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ), οτιδήποτε συμβαίνει στη διεθνή οικονομία επηρεάζει και την Ελλάδα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν.

Εάν η παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία μπει σε ύφεση, σαφώς και η ελληνική οικονομία θα επηρεαστεί, αλλά τα δεδομένα δείχνουν ότι ακόμη και σε αυτό το σενάριο η χώρα έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να αναπτύσσεται και να μην μπει σε ύφεση. Η τουριστική βιομηχανία της χώρας δεν φαίνεται να απειλείται π.χ. φέτος. Οι κρατήσεις από τις ΗΠΑ είναι αυξημένες κατά 18% σε σχέση με πέρυσι, ενώ η διολίσθηση του δολαρίου έναντι του ευρώ εκτιμάται πως δεν θα επηρεάσει καταλυτικά τον κλάδο, ο οποίος μπορεί να δεχτεί μεγάλο πλήγμα μόνο αν οι βασικές αγορές της Ελλάδας βρεθούν σε μακροχρόνια ύφεση.

Επενδύσεις

Η Ελλάδα χρειάζεται, ωστόσο, μία αύξηση των επενδύσεων κατά περίπου 8% ετησίως, σε πραγματικούς όρους, μέχρι το τέλος της δεκαετίας ώστε το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ να προσεγγίσει τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης και η οικονομία να συνεχίσει να αναπληρώνει το κεφαλαιακό απόθεμα το οποίο χάθηκε στα χρόνια της κρίσης χρέους. Το Ταμείο Ανάκαμψης παίζει έναν σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια, ενώ εξίσου σημαντική είναι η συνεισφορά των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες συνοδεύουν ως όροι την εκταμίευση αυτών των κεφαλαίων.

Οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις, δε, είναι σημαντικό να συνεισφέρουν περισσότερο στη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων, δεδομένου ότι σήμερα αφορούν περισσότερο την κτηματαγορά και χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού. Ειδικότερα, 50% των ξένων επενδύσεων αφορούν ακίνητα και 30% σε υφιστάμενες επιχειρήσεις. Παράλληλα και οι τράπεζες πρέπει να χρηματοδοτήσουν ενεργότερα την οικονομία, καθώς ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είναι μόλις 60% περίπου.

Οι προϋποθέσεις

Το 2025 πάντως, σύμφωνα με αξιωματούχους, θα έχουμε το μεγαλύτερο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων των τελευταίων 15 ετών ύψους 14,6 δισ. ευρώ, το οποίο το 2026 θα ξεπεράσει τα 17 δισ. Παράλληλα, φέτος και την επόμενη χρονιά θα διατεθούν κεφάλαια συνολικά 8 με 8,5 δισ. ευρώ από το ΤΑΑ και το ΕΣΠΑ με δυναμική να μοχλεύσουν περί τα 18-19 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με κορυφαίους παράγοντες της αγοράς, η ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, η διαχείριση υδάτινων πόρων, η ενδυνάμωση του αγροτικού και κτηνοτροφικού τομέα, η ενίσχυση των μεταφορών και υποδομών, η διαχείριση των τιμών της ενέργειας, η υποκατάσταση μέρους των εισαγωγών με εγχώρια παραγωγή, οι βαθιές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, η προσέλκυση περισσότερων παραγωγικών επενδύσεων, η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος αποτελούν μερικές από τις προϋποθέσεις για την αύξηση των επενδύσεων από 16% του ΑΕΠ σήμερα αρκετά πάνω από το 23% του ΑΕΠ, που είναι ο μέσος όρος της ευρωζώνης, ώστε να ενισχυθεί η προσπάθεια σύγκλισης.

Ανάληψη πολιτικών

Για ορισμένους οικονομολόγους, η συγκυρία παρουσιάζει επίσης και ευκαιρίες λόγω της κινητοποίησης της ΕΕ που μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για την ανάληψη πολιτικών για την εμβάθυνση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς, καθώς και το πρόγραμμα ενίσχυσης της άμυνας, που δίνει ευκαιρίες αναζωογόνησης της ελληνικής βιομηχανίας. Επιπροσθέτως, η γεωγραφική θέση και η στρατηγική ένταξη της χώρας επιτρέπουν να παίξει έναν σημαντικό ρόλο ως κόμβου για τη διασύνδεση των δικτύων μεταφοράς προσώπων, αγαθών και δεδομένων της Ευρώπης με την Εγγύς και Απω Ανατολή και την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.

Από την άλλη πλευρά, τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά. Η αγορά ακινήτων καλπάζει, με τις τιμές να κινούνται πλέον πριν από την περίοδο της χρεοκοπίας.

Το κόστος δανεισμού της Ελλάδας επίσης έχει σταθεροποιηθεί σε επίπεδα χαμηλότερα της Ιταλίας, με τα ελληνικά ομόλογα να προσελκύουν ισχυρή ζήτηση, μέσω και των συνεχόμενων πλέον αναβαθμίσεων του ελληνικού αξιόχρεου και των πρόωρων αποπληρωμών των διμερών δανείων του πρώτου μνημονίου, που αναμένεται να αποπληρωθούν συνολικά 10 χρόνια πριν από τη λήξη τους.

Η σωρευτική απόδοση του χρηματιστηρίου (πάνω από 80%) τα τελευταία τρία χρόνια ξεπέρασε επίσης τις προσδοκίες, με τους επενδυτές να δείχνουν αυξανόμενο ενδιαφέρον για στρατηγικές τοποθετήσεις σε ελληνικές εταιρείες, και αυτό αναμένεται να ενισχυθεί σημαντικά κατά την επικείμενη ανάκτηση του στάτους της ανεπτυγμένης αγοράς – μια διαδικασία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.

Από πλευράς αποτίμησης, εξάλλου, η συνολική κεφαλαιοποίηση της εγχώριας αγοράς κυμαίνεται στο 39% του ΑΕΠ της χώρας έναντι του 83% του μέσου όρου των ευρωπαϊκών αγορών, δεικνύοντας και τα περιθώρια των ελληνικών μετοχών.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που είναι ο καθρέφτης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, πάντως είναι έντονα αρνητικό, παρά τη βελτίωση στις εξαγωγές ορισμένων κλάδων. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης που σήμερα υπερβαίνουν τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους οφείλονται κυρίως στην αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης από ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα.

Εάν, όμως, δεν υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας, η σημερινή τάση θα αντιστραφεί, μια και η μεγέθυνση στη χρήση παραγωγικών συντελεστών σταδιακά φτάνει προς ένα όριο. Καθώς κλείνει ο κύκλος μετά την κρίση χρέους, η σταθερή πολιτική στόχευση και η κοινωνική στήριξη για αλλαγές που θα αναβαθμίζουν συστηματικά την παραγωγή και τα εισοδήματα των πολιτών είναι το νέο ζητούμενο.

Παλαιές πληγές

Προκλήσεις όπως το δημογραφικό πρόβλημα, καθώς την τελευταία δεκαετία καταγράφεται αύξηση 10% στους άνω των 65 και 24% άνω των 80, ενώ αναμένεται μείωση 25% του πληθυσμού ως το 2070, το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, το επενδυτικό κενό, η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας και το έλλειμμα διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας προϋπήρχαν των διαταραχών που προξενούν οι νέες πολιτικές προστατευτισμού.

23 προϊόντα

Συνολικά 23 προϊόντα τα οποία διατηρούν στις ΗΠΑ σταθερή εξαγωγική παρουσία, σωρευτικές εξαγωγές άνω των €10 εκατ. και υψηλή εξάρτηση (με τις ΗΠΑ να απορροφούν άνω του 10% στο σύνολο των εξαγωγών τους) εντόπισε ανάλυση της Εθνικής. Σε αυτά τα προϊόντα από τους κλάδους τροφίμων, υλικών κατασκευών και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, οι ΗΠΑ κάλυψαν σημαντικό κομμάτι της ανόδου τους στην περίοδο 2019-2024 (εύρους 10%-70%).

Τι προβλέπουν για τις αγορές 164 fund managers

Με το 82% των 164 fund managers με συνολικά υπό διαχείριση κεφάλαια 386 δισ. δολ. που συμμετείχαν στην τελευταία μηνιαία έρευνα του Απριλίου της Bank of America, να αναμένουν επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, ένα ποσοστό που αποτελεί υψηλό 30 ετών, το 49% να «βλέπει» πως έρχεται μία «απότομη επιβράδυνση» των οικονομιών και το 42% να «βλέπει» ύφεση, οι επαγγελματίες των αγορών εμφανίζονται, όπως σημειώνεται, «στο μάξιμουμ της απαισιοδοξίας για την οικονομία, αλλά όχι ακόμα στο μάξιμουμ της απαισιοδοξίας για τις αγορές», καθώς για την κορύφωση του φόβου θα πρέπει το μερίδιο των μετρητών στα επενδυτικά χαρτοφυλάκιά τους να φθάσει στο 6% από 4,8% που είναι σήμερα.

Το 61% αναμένει αποδυνάμωση του δολαρίου το επόμενο 12μηνο, το 34% αναμένει δύο μειώσεις επιτοκίων και το 25% τρεις μειώσεις από τη Fed φέτος. Το 73% «βλέπει» πως ο «αμερικανικός εξαιρετισμός» έχει κορυφωθεί, ενώ 80% των διαχειριστών θεωρούν πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις αγορές προέρχεται από την πιθανότητα ο εμπορικός πόλεμος να οδηγήσει σε παγκόσμια ύφεση.

Το «καταφύγιο»

Το πιο δημοφιλές trade για το 49% των διαχειριστών αποτελούν πλέον οι ανοδικές (long) θέσεις στο ασφαλές «καταφύγιο» του χρυσού, με το 45% να προβλέπει μάλιστα πως θα σημειώσει και την καλύτερη απόδοση το 2025, με τους fund managers να εκτοπίζουν από την πρώτη θέση που βρίσκονταν την τελευταία 2ετία τα στοιχήματα στους αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς («long Magnificent 7»).

Σε μια περίοδο αυξημένης αστάθειας και μεταβλητότητας εισήλθαν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Citigroup, οι αγορές, με τους δασμούς Τραμπ να λειτουργούν ως ένα σοκ προσφοράς, αυξάνοντας τον πληθωρισμό και μειώνοντας την ανάπτυξη, ενώ εμφανίζεται θετική για τα ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία, τον χρυσό και το ελβετικό φράγκο. Από τις μετοχικές αγορές, προχώρησε σε υποβάθμιση των συστάσεών της για τις μετοχές των ΗΠΑ σε «ουδέτερη θέση» (από «αυξημένη θέση»), ενώ αναβάθμισε σε «αυξημένη θέση» τις μετοχές της Ιαπωνίας, σύσταση που διατηρεί και για τις ευρωπαϊκές μετοχές, συμπεριλαμβανομένων και των βρετανικών. Παράλληλα, συστήνει «μειωμένες θέσεις» για τις μετοχικές αγορές της Αυστραλίας και των αναδυομένων αγορών.

«Ουδέτερη θέση» από «αυξημένη θέση» για τις ανεπτυγμένες αγορές και «μειωμένη θέση» από «ουδέτερη θέση» για τις αναδυόμενες αγορές συστήνει πλέον για τις μετοχικές αγορές και η Oxford Economics, καθώς οι δασμοί Τραμπ, όπως εκτιμά, θα παρασύρουν τις ΗΠΑ σε μια ήπια περίοδο στασιμοπληθωρισμού, αν και η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου θα αποφύγει την ύφεση. Τα εταιρικά κέρδη θα επιβραδύνουν, οι αποτιμήσεις των μετοχών θα παραμείνουν υπό πίεση, την ώρα που τα ασφάλιστρα κινδύνου θα αυξηθούν. Οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι πιο αδύναμες στην ευρωζώνη, όπου αναμένεται και σχετική υποστήριξη για τις μετοχές από τη συνεχιζόμενη χαλάρωση της ΕΚΤ.