«H ακραία κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου των ΗΠΑ έναντι της Κίνας, με εκτίναξη των δασμών στις κινεζικές εισαγωγές στο 145%, δεν έχει λογική και είναι αποτέλεσμα συναισθηματικής φόρτισης. Είναι δε τόσο εξωφρενικό το μέγεθος που χάνει και την υπόστασή της η ίδια η έννοια των δασμών. Θεωρώ ότι δεν θα κρατήσει. Οι τόνοι θα πέσουν και ο αμερικανός πρόεδρος σύντομα θα αναδιπλωθεί» προβλέπει μιλώντας στο «Βήμα» o Χένρι Χουιγιάο Γουάνγκ, ιδρυτής και πρόεδρος της μη κυβερνητικής κινεζικής δεξαμενής σκέψης Κέντρο για την Κίνα και την Παγκοσμιοποίηση, ο οποίος μετείχε στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών (9-12 Απριλίου).

Η Κίνα, πάντως, απάντησε με εξίσου «ηχηρoύς» δασμούς 84% στα αμερικανικά προϊόντα – αντεπιτέθηκε, δηλαδή, μετωπικά.

«Δεν είναι οι κινέζοι αξιωματούχοι αυτοί που θέλουν εμπορικό πόλεμο. Γνωρίζουν ότι δεν θα έχει νικητές και επιδιώκουν τον διάλογο».

Η στάση του Πεκίνου πάντως δείχνει ότι μπαίνει στον εμπορικό πόλεμο.

«Αν το Πεκίνο εξωθηθεί σε αυτόν από τις ΗΠΑ, δεν θα μείνει αδρανές. Η Κίνα είναι η μόνη χώρα που, στον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ, μπορεί να ορθώσει ανάστημα υπέρ και των υπόλοιπων οικονομιών».

Πώς αντιμετωπίζει τους αμερικανικούς δασμούς η Κίνα;

«Κατ’ αρχάς, οι εμπορικοί πόλεμοι βλάπτουν τελικά όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Ωστόσο, η Κίνα έχει συσσωρεύσει μέσα στα χρόνια σημαντική εμπειρία στον χειρισμό εμπορικών διαφορών και στον μετριασμό των κινδύνων που προκύπτουν από εξωτερικές οικονομικές πιέσεις.

Το ποσοστό των ΗΠΑ στο συνολικό εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριό της μειώθηκε στο 11%, μείωση σχεδόν 10% σε σύγκριση με την ανώτατη τιμή του 21,5% το 2002. Παρά τις προκλήσεις που τίθενται από τον αμερικανο-κινεζικό εμπορικό πόλεμο, η Κίνα έχει διαφοροποιήσει με επιτυχία τις εμπορικές της συνεργασίες και ενίσχυσε τους οικονομικούς της δεσμούς με περιοχές όπως η ΕΕ, η Νοτιοανατολική Ασία και η Αφρική.

Ωστόσο, στην πραγματικότητα, είδαμε ότι η εμπορική σχέση της Κίνας με τις ΗΠΑ παρέμεινε εύρωστη, αντί να μειωθεί, υπό τις ήδη υπάρχουσες δασμολογικές πιέσεις. Και ο όγκος του εμπορίου από περισσότερα από 500 δισ. δολάρια έχει αυξηθεί σε περισσότερα από 600 δισ. δολάρια».

Αυτή η αύξηση τι δείχνει;

«Οτι οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, η ζήτηση της αγοράς και η οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας παρέμειναν ισχυρές παρά τις πολιτικές εντάσεις που υποκρύπτονται πίσω από εμπορικές πολιτικές. Υποδηλώνει επίσης ότι ο εμπορικός πόλεμος, αντί να αποδυναμώσει την Κίνα, την ώθησε προς στρατηγικές εμπορικές μεταρρυθμίσεις και εναλλακτικές αγορές».

Ο πρωθυπουργός Λι Τσιανγκ δεσμεύτηκε προς τις κινεζικές επιχειρήσεις ότι στη διάρκεια της «οικονομικής αβεβαιότητας και αστάθειας» η Κίνα θα επιλέξει τον «σωστό δρόμο» της παγκοσμιοποίησης και της πολυμέρειας. Αυτό τι σημαίνει στην πράξη;

«Ο «σωστός δρόμος», στον οποίο αναφέρεται ο κινέζος πρωθυπουργός περιλαμβάνει δύο πτυχές. Πρώτον, η Κίνα θα προωθήσει αταλάντευτα το «άνοιγμα», συνηγορώντας υπέρ του θεμιτού ανταγωνισμού στο πλαίσιο διεθνώς αποδεκτών κανόνων, διατηρώντας παράλληλα το ελεύθερο εμπόριο και εξασφαλίζοντας την ομαλή και σταθερή ροή της παγκόσμιας βιομηχανικής και εφοδιαστικής αλυσίδας.

Η Κίνα θα συνεχίσει να υποδέχεται εταιρείες από όλες τις χώρες, βοηθώντας τες να ενσωματωθούν στην κινεζική αγορά. Δεύτερον, θα εμβαθύνει στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, προωθώντας μια ενοποιημένη εθνική αγορά, εστιάζοντας στην άρση των εμποδίων για την οικονομική κυκλοφορία, δημιουργώντας ένα καλύτερο αναπτυξιακό περιβάλλον για όλους τους τύπους επιχειρηματικότητας και, τέλος, ενισχύοντας τις πολιτικές στήριξης στις επιχειρήσεις καινοτομίας.

Αυτά τα μέτρα έχουν σχεδιαστεί για να δημιουργήσουν ένα πιο δίκαιο ανταγωνιστικό περιβάλλον για όλες τις επιχειρήσεις. Συνοπτικά, ο κινέζος πρωθυπουργός ελπίζει ότι οι επιχειρηματίες θα είναι σταθεροί υπερασπιστές και υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης, αντιστεκόμενοι σε μονομερείς δράσεις και στον προστατευτισμό, για να επιτύχουν μεγαλύτερη ανάπτυξη μέσω αμοιβαίου οφέλους».

Με ποιον τρόπο μπορεί ο αμερικανο-κινεζικός εμπορικός πόλεμος να επηρεάσει το παγκόσμιο εμπόριο και την οικονομική σταθερότητα;

«Ο εμπορικός πόλεμος Ουάσιγκτον – Πεκίνου θα έχει βαθιές επιπτώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο και την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα. Οντας οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ τους θα διαταράξει σοβαρά τις διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού, ειδικά σε βιομηχανίες όπως η τεχνολογία, η μεταποίηση και η ενέργεια.

Το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσε να σταματήσει, οδηγώντας σε ελλείψεις, αυξημένο κόστος παραγωγής και πληθωριστικές πιέσεις παγκοσμίως.

Επιπλέον, οι χρηματοπιστωτικές αγορές πιθανώς να παρουσιάσουν σημαντική αστάθεια, με τις χρηματιστηριακές αγορές να πέφτουν και τα νομίσματα να παρουσιάζουν διακυμάνσεις καθώς η εμπιστοσύνη των επενδυτών θα μειώνεται.

Η παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ύφεση λόγω της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας, βραδύτερη ανάπτυξη και μείωση του παγκόσμιου εμπορίου και των επενδύσεων».

Για την Ευρώπη, ειδικότερα, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις;

«Η Ευρώπη έχει ισχυρούς εμπορικούς και επενδυτικούς δεσμούς τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Κίνα. Αυτό σημαίνει ότι ο εμπορικός αμερικανο-κινεζικός πόλεμος θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των εξαγωγών, υψηλότερους δασμούς και εμπορικούς φραγμούς.

Οι αλυσίδες εφοδιασμού σε όλη την Ευρώπη θα μπορούσαν να διαταραχθούν, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις και αύξηση του κόστους σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, τα ηλεκτρονικά και τα χημικά εμπορεύματα. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα αισθανθούν επίσης τις επιπτώσεις, με τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις και την αβεβαιότητα των επενδυτών να προκαλούν αστάθεια.

Συγχρόνως, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πιθανότατα θα αντιμετωπίσουν υψηλότερες τιμές ενέργειας λόγω διαταραχών των ενεργειακών αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνολικά, η οικονομία της Ευρώπης θα δυσκολευτεί με βραδύτερη ανάπτυξη, αυξημένα κόστη και πιθανώς πολιτικές προκλήσεις».

Ο σύμβουλος εμπορίου του Λευκού Οίκου Πίτερ Ναβάρο κατηγορεί την Κίνα ότι κυριαρχεί παγκοσμίως στην παραγωγή χαλκού.

«Τον Φεβρουάριο, ο Λευκός Οίκος δήλωσε ότι «οι ΗΠΑ είναι εξαιρετικά ευάλωτες στην εφοδιαστική αλυσίδα του χαλκού, με αυξανόμενη εξάρτηση από την ξένη εξόρυξη, τήξη και διύλιση χαλκού». Αυτό θεωρήθηκε προάγγελος της επιβολής δασμών στις εισαγωγές χαλκού, με στόχο να ανταγωνιστεί η Ουάσιγκτον τη δεσπόζουσα θέση του Πεκίνου, το οποίο οδήγησε σε αύξηση των τιμών.

Στις 20 Μαρτίου, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι χαλκός και χρυσός θα ταξινομηθούν ως κρίσιμα ορυκτά. Σύμφωνα πάντως με το Reuters, στους κύριους προμηθευτές χαλκού των ΗΠΑ περιλαμβάνονται η Χιλή, ο Καναδάς και το Μεξικό. Οχι η Κίνα!».