Το ορόσημο του 2010 ως στιγμή και διάρκεια
Οι οικονομικές κρίσεις δεν ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός. Η αλυσίδα που συνέχει στον 20ό αιώνα τον παραγωγικό τομέα, το εμπόριο, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τις εθνικές οικονομίες διαθέτει τέτοιο πλήθος κρίκων ώστε για να διαδοθούν σε όλο το μήκος τους οι αναταράξεις απαιτείται χρόνος. Πρόσφατο παράδειγμα συνιστούν τα οικονομικά αποτελέσματα της πανδημίας: ο εγκλεισμός του 2020 εξέβαλε σε διαταραχή του εφοδιαστικού συστήματος και εν συνεχεία σε πληθωρισμό το 2022-2023, με υστέρηση ετών από το ίδιο το αιτιακό τους γεγονός.
Αργόσυρτη υπήρξε και η σημαντικότερη ως τώρα κρίση του 21ου αιώνα, η «Μεγάλη Υφεση» (Great Recession), η οποία ξεκίνησε το 2007 από τη φούσκα των αμερικανικών ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων για να εξελιχθεί το 2008 σε παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και να μετεξελιχθεί το 2010 σε κρίση χρέους στην ευρωζώνη.
Οταν στις 23 Απριλίου 2010 ο τότε πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, προέβαινε στο διάγγελμα του Καστελλορίζου εγκαινιάζοντας αυτό που στη συνέχεια αποκλήθηκε «εποχή των μνημονίων», στην Ελλάδα έφτανε ένα ωστικό κύμα τριών σχεδόν ετών. Δεκαπέντε χρόνια μετά, και με έναν τεράστιο όγκο μελετών, ερμηνειών και κειμένων γύρω από τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της κρίσης, είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή για ορισμένες πρώτες εκτιμήσεις με το πλεονέκτημα μιας κάποιας απόστασης.
Μπορεί να τεθεί πλέον με μεγαλύτερη νηφαλιότητα το ερώτημα κατά πόσο αυτό που για την κοινή γνώμη τότε είχε χαρακτηριστικά σαφούς ρήξης με το παρελθόν δικαιούται να λάβει τον χαρακτήρα ιστορικής τομής – το αν δηλαδή το 2010 λογίζεται ως δυνητικό τέλος της Μεταπολίτευσης ή αν σηματοδοτεί άλλη μία υποπερίοδό της.
Μπορούν επίσης να διερευνηθούν με μεγαλύτερη ευχέρεια η ατομική και συλλογική επίδρασή της, οι αλλαγές που επέφερε και τα τραύματα που άφησε, ο τρόπος με τον οποίο διαφορετικές γενιές ανθρώπων βίωσαν και αποτιμούν εκείνη την περίοδο. Στο φόντο μιας ευρύτερης, παγκόσμιας στιγμής τεκτονικών μετατοπίσεων, αναταράξεων και αναδιαμορφώσεων ο αναστοχασμός της στιγμής του 2010 δείχνει επιπλέον ότι η ελληνική περίπτωση δεν συνδέεται με ένα περαστικό επεισόδιο της ευρωπαϊκής ιστορίας αλλά με τις διαφαινόμενες καθοριστικές μεταβάσεις του καιρού μας.
Μάρκος Καρασαρίνης
Η κρίση πια είναι η ζωή μας
Του Ιάκωβου Ανυφαντάκη
Πρέπει να ήταν το 2008. Ή το 2009. Θυμάμαι σίγουρα ότι άκουγα ραδιόφωνο. Και θυμάμαι ότι ήταν μεσημέρι. Γιατί θυμάμαι την εκπομπή που άκουγα. Τον δημοσιογράφο. Μιλούσε για την οικονομική κρίση που τότε φούντωνε στις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα δεν είχαμε καταλάβει ακόμη τίποτα όταν βλέπαμε τους απολυμένους να βγαίνουν από τους ουρανοξύστες με τα χαρτόκουτα στα χέρια, όταν βλέπαμε να στήνονται πάρκα με αντίσκηνα για όσους είχαν χάσει τα σπίτια τους. Ηταν μόνο ένα βίντεο στις ειδήσεις.
Ελεγε, λοιπόν, χαρούμενος και σίγουρος ο δημοσιογράφος ότι μέχρι να περάσει η τραπεζική κρίση από την Αμερική στην Ευρώπη και να αγγίξει τελικά την Ελλάδα, η Αμερική θα είχε ορθοποδήσει ξανά και θα μας συμπαρέσυρε μαζί της σε νέα ανάπτυξη. «Να δεις που πάλι θα τη σκαπουλάρουμε εμείς εδώ» κατέληγε περήφανος για τον σύνθετο οικονομικοπολιτικό του συλλογισμό.
Μάλλον δεν έγινε ακριβώς έτσι τελικά. Δεν τον ηχογραφούσα, ούτε συγκράτησα την ημερομηνία και την ώρα που το είπε για να διατηρήσω τα πειστήρια. Αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Σαν αυτόν υπήρχαν και πάρα πολλοί άλλοι. Επιχειρήματα ανάλογης γελοιότητας ακούσαμε πολλά ακόμα.
Γιατί, όμως, εγώ θυμάμαι πάντα αυτή τη σκηνή όποτε σκέφτομαι την αφετηρία της κρίσης; Οχι γιατί μου φταίει ο άνθρωπος, καλά να είναι και τώρα που συνεχίζει να αμείβεται βασιλικά για να λέει στις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις την αλάνθαστη γνώμη του επί παντός επιστητού. Αλλά γιατί μου θυμίζει τη γλυκιά αφέλεια που κυριαρχούσε πριν από την κρίση. Από το ’80 και μετά ζούσαμε, σταθερά, συνεχώς καλύτερα.
Οσα είχαν συμβεί τα αμέσως προηγούμενα 30-35 χρόνια – Κατοχή, Εμφύλιος, διώξεις, δικτατορία, Κύπρος – είχαν καταχωρηθεί οριστικά ως περασμένα. Είχαμε κάποιες αναταράξεις στο ταξίδι της μεταπολιτευτικής ανάπτυξης, μια κρίση εκεί στις αρχές του ’90, μια καταστροφή για πολλούς με το χρηματιστήριο στο τέλος της ίδιας δεκαετίας, ήταν όμως όλα συμβάντα που απορροφήθηκαν ως μικρές ατομικές αποτυχίες που δεν κατέληξαν σε μια συλλογική διάλυση. Ηταν μια υπόμνηση ότι τα προβλήματα θα ήταν πρόσκαιρα αλλά η ευτυχία αναπότρεπτη. Μέχρι που τελικά δεν ήταν.
Μπορούμε να πούμε πολλά για όσα πήγαν λάθος από το ’10 και μετά. Θα ήταν πιο δύσκολο να βρούμε κάτι που να πήγε καλά. Οχι απαραίτητα από ατύχημα. Αυτό που μπορεί για μια ολόκληρη κοινωνία να ήταν καταστροφικό, για επιμέρους μονάδες ήταν σωτήριο: τυχάρπαστοι βρέθηκαν ξαφνικά στο επίκεντρο της πολιτικής, αρχηγοί κόμματος, υπουργοί, παράγοντες των εξελίξεων.
Αλλοι αγόρασαν φτηνά, κοψοχρονιά, και τώρα πουλάνε πολύ, πολύ ακριβά. Και στο μεταξύ σπίτια χάθηκαν, επιχειρήσεις καταστράφηκαν, επαγγελματικά όνειρα ξεχάστηκαν, άνθρωποι πέθαναν γιατί δεν υπήρχαν λεφτά για φάρμακα και γιατρούς, εκατοντάδες χιλιάδες έφυγαν στο εξωτερικό για να σωθούν και κάποιες δεκάδες χιλιάδες γύρισαν πίσω άπραγοι.
Και τώρα είμαστε εδώ. Δεκαπέντε χρόνια από το Καστελλόριζο, δεκαεπτά σχεδόν από τους Lehman Brothers. Δεν τη διαλέγεις τη ζωή σου, αλλά πρέπει να τη ζήσεις. Ακούμε ότι έχουμε βγει από την κρίση. Και υπάρχουν μια σειρά από στοιχεία που το υποστηρίζουν. Ποιος μπορεί να πει όχι στους αριθμούς; Από την άλλη υπάρχει και η ζωή. Η εμπειρία μας. Η απαισιοδοξία. Η δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς. Η άνοδος του μίσους. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός. Το χάσμα μεταξύ ιδιωτικών, ελεύθερων επαγγελματιών και δημοσίων υπαλλήλων.
Πριν από 20 χρόνια γκρινιάζαμε επειδή το εισόδημά μας ήταν στο 90% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Τώρα αποδεχόμαστε σιωπηλά ότι είναι τελευταίο στην Ευρώπη των «27». Κάποια στιγμή, συζητώντας για δουλειά με ένα στέλεχος πολυεθνικής που εκτιμώ πολύ, τη ρώτησα πώς ορίζεται η μεσαία τάξη στην Ελλάδα. «Μεσαία τάξη είναι όποιος μπορεί να πάρει έναν καφέ από έξω χωρίς να το πολυσκεφτεί» μου είπε απογοητευμένη.
Τώρα που βλέπουμε άλλη μία παγκόσμια κρίση να έρχεται – την τρίτη της τελευταίας πενταετίας, την τέταρτη ή πέμπτη στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια για εμάς στην Ελλάδα – δεν νομίζω κανένας δημοσιογράφος να υποστηρίξει ότι εδώ θα τη γλιτώσουμε. Μπορεί να χάσαμε πολλά, αλλά τουλάχιστον κερδίσαμε λίγη σοφία. Και περισσότερη στωικότητα.
Οπως λέει και το meme με τους μελλοθάνατους από την Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς των Τζόελ και Ιθαν Κοέν: «Τι αγχώνεσαι; Πρώτη φορά σε σκοτώνουν;». Ο,τι για τον υπόλοιπο κόσμο είναι μια κρίση ή μια καταστροφή, για εμάς είναι τρόπος ζωής.
Ο κ. Ιάκωβος Ανυφαντάκης είναι συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του η νουβέλα «Ραδιοκασετόφωνο», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Τα ορόσημα ενός οροσήμου
Του Σωτήρη Ριζά
Το τέλος της Μεταπολίτευσης ήταν ένα θέμα της σχετικής δημόσιας συζήτησης κατά την πεντηκονταετία της, το 2024. Εκτός από το προφανές σημείο της ολοκλήρωσης της πολιτειακής δομής της Δημοκρατίας της Μεταπολίτευσης με την ψήφιση του Συντάγματος το 1975, προτάθηκαν το 1981, χρονιά της εναλλαγής στην εξουσία, το 1989, δηλαδή η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και του Ψυχρού Πολέμου, ή το 1991, η ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ που προέβλεπε τη νομισματική ένωση της Ευρώπης και ταυτόχρονα το τέλος της άσκησης ανεξάρτητης νομισματικής και μακροοικονομικής πολιτικής από τα κράτη-μέλη.
Ως πιο ισχυρό ορόσημο όλων φαινόταν όμως να είναι η είσοδος της Ελλάδας στο καθεστώς των μνημονίων, τον Μάιο του 2010. Η έκταση της επιτήρησης εκ μέρους των διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και τα μέτρα πολιτικής, που σήμαιναν πολύ μεγάλη μείωση εισοδημάτων, ανεργία 27% και απώλεια του ενός τετάρτου του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ήταν τέτοια ώστε προκάλεσαν κοινωνική, πολιτική και θεσμική κρίση.
Για πρώτη φορά στη Δημοκρατία της Μεταπολίτευσης μια κυβέρνηση που είχε εξασφαλίσει λαϊκή εντολή και διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία οδηγήθηκε σε παραίτηση τον Νοέμβριο του 2011, ομολογώντας αδυναμία να κυβερνήσει καθώς τελούσε υπό ισχυρότατη πίεση εκ των κάτω. Στη θέση της σχηματίστηκε μια μεταβατική κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρώην αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Kεντρικής Τράπεζας Λουκά Παπαδήμο, με συμμετοχή των τότε δύο μεγαλυτέρων κομμάτων, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠαΣοΚ.
Η κυβέρνηση Παπαδήμου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης αλλά δεν παρέμεινε στην εξουσία περισσότερο από πέντε μήνες, όσο χρειαζόταν για να διαπραγματευτεί και να συνάψει το δεύτερο μνημόνιο, τον Φεβρουάριο του 2012. Εν συνεχεία διεξήχθησαν εκλογές, στις 6 Μαΐου 2012, το αποτέλεσμα των οποίων ανέδειξε μια ευρύτατη αναδιοργάνωση του κομματικού συστήματος.
ο ΠαΣοΚ έπαυσε να είναι κόμμα ικανό να διεκδικεί αυτοδύναμα την εξουσία, ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ στα δεξιά του πολιτικού φάσματος αναδύθηκε μια νεοναζιστική Ακρα Δεξιά, η Χρυσή Αυγή, και παράλληλα, αποσπώμενη από τη ΝΔ, μια εθνικιστική και λαϊκιστική Ακρα Δεξιά, οι Ανεξάρτητοι Ελληνες. Ενδειξη της πολιτικής κρίσης ήταν και η διασπορά των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος.
Η ΝΔ ως πρώτο κόμμα έλαβε μόλις το 18,9% των ψήφων. Εως τον Μάιο του 2012 διακρίνονταν τα στοιχεία που υπεδείκνυαν το τέλος της Δημοκρατίας της Μεταπολίτευσης. Απώλεια της ικανότητας για διεύθυνση των κρατικών υποθέσεων, κοινωνική ένταση και έλλειμμα νομιμοποίησης, κατακερματισμός του κομματικού συστήματος.
Η ακυβερνησία που προέκυψε όμως από τις εκλογές του Μαΐου οδήγησε σε νέα αναμέτρηση στις 17 Ιουνίου, η οποία αυτή τη φορά ανέδειξε κεντρομόλες δυνάμεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, θεσμικός πλέον εκφραστής μεγάλου μέρους της κοινωνικής διαμαρτυρίας, εδραιώθηκε ως ο δεύτερος πόλος του κομματικού συστήματος (26,9%).
Οι εκλογές είχαν όμως ως διακύβευμα την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και τον στρατηγικό χαρακτήρα της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, θέματα κρίσιμα για τα μεσαία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, και οδήγησαν στη σχετική ισχυροποίηση της ΝΔ (σχεδόν 30% των ψήφων) και στη σταθεροποίηση του ΠαΣοΚ και της Δημοκρατικής Αριστεράς, των δύο σχημάτων της Κεντροαριστεράς που υποστήριζαν τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Το οικονομικό πρόγραμμα που προέκυπτε από τις υποχρεώσεις του μνημονίου θα εφαρμοζόταν πλέον από μια κυβέρνηση συνασπισμού που είχε λάβει σχετική εντολή από το εκλογικό σώμα. Οι επόμενες εκλογές, του Ιανουαρίου του 2015, προέκυψαν από την τότε ισχύουσα συνταγματική διάταξη για διάλυση της Βουλής λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με πλειοψηφία τριών πέμπτων.
Η κρίση που προέκυψε εν συνεχεία στις σχέσεις της Ελλάδας με τους εταίρους της λόγω της προσπάθειας της κυβέρνησης της Αριστεράς να αναστρέψει την εφαρμογή του μνημονίου, αν και οριακή καθώς οδηγούσε σε οριστική χρεοκοπία, επιλύθηκε εν τέλει εντός του πλαισίου του Συντάγματος.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015, με το οποίο απορρίφθηκε το προτεινόμενο από τους ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας σχέδιο οικονομικού προγράμματος, αποφασίστηκε ότι πρέπει να τύχει διαχείρισης εντός της ευρωζώνης ύστερα από σύσκεψη των αρχηγών των κομμάτων υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Εν συνεχεία το νέο οικονομικό πρόγραμμα που συμφωνήθηκε με τους εταίρους εγκρίθηκε στη Βουλή με τη συνδρομή της Νέας Δημοκρατίας, καθώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε απολέσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της λόγω της αποχώρησης της Αριστερής Πλατφόρμας από τον ΣΥΡΙΖΑ, για να ακολουθήσουν νέες εκλογές που απέδωσαν και πάλι κοινοβουλευτική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Οι εξελίξεις αυτές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι, παρά τον μακρόσυρτο και οριακό χαρακτήρα της κρίσης, η Δημοκρατία της Μεταπολίτευσης αποδείχθηκε ικανή να διαχειριστεί το στρατηγικό πρόβλημα της χώρας εντός του συνταγματικού και του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου της και ότι η ίδια επιβίωσε από μια υπαρξιακή κρίση.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.
Ποία ήτο η ασθένεια της πατρίδος μου;
Της Μυρσίνης Γκανά
Στις 23 Απριλίου 2010, ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου μάς ανακοινώνει ότι η Ελλάδα προσφεύγει στον μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Κι αν ο τόνος του ήταν ψύχραιμος, το μήνυμα ήταν ανατριχιαστικό: η χώρα δεν πάσχει απλώς από μια δημοσιονομική δυσλειτουργία – βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση και πρέπει να μπει σε μια σκληρή μάχη.
Τι κι αν γνωρίζαμε όλοι, κατά βάθος, ότι ένα σωρό πράγματα δεν πήγαιναν καλά; Τι κι αν είχαμε συνηθίσει να ζούμε με τα τικ μας, τις κρίσεις πανικού, τα ψυχαναγκαστικά μας; Τι κι αν διαφημίζαμε σχεδόν ότι «εμείς έτσι είμαστε», λίγο χάος, λίγη λαμογιά, αλλά τι τα θες, τελικά όλα γίνονται με κάποιον τρόπο; Τώρα μαθαίναμε ότι όλα αυτά δεν ήταν απλώς ιδιορρυθμίες ενός λαού «ιδιαίτερου» και «ζωντανού», αλλά συμπτώματα μιας χρόνιας, πολυπαραγοντικής κατάρρευσης. Από τη μια στιγμή στην άλλη, βρεθήκαμε στην εντατική.
Εκτοτε, σαν ασθενής που μόλις έλαβε τη δύσκολη διάγνωση για μια μακροχρόνια, πολύπλοκη και ίσως ανίατη, ίσως και θανάσιμη, ασθένεια, η χώρα μπήκε σε έναν φαύλο κύκλο αναζήτησης θεραπείας. Μνημόνια, μεταρρυθμίσεις, λιτότητα, προγράμματα σωτηρίας, αλλαγές κυβερνήσεων.
Κάθε κυβέρνηση που ερχόταν επιχειρούσε να δείξει πως ήταν γιατρός διαφορετικής σχολής από την προηγούμενη: κλασική, εναλλακτική, πειραματική, ωστόσο τελικά τα «φάρμακα» δεν έμοιαζαν να αλλάζουν και πολύ, και όλα στρέφονταν γύρω από τα αποτελέσματα των εξετάσεων που λέγονταν αξιολογήσεις, spreads, πρωτογενή πλεονάσματα και ρυθμοί ανάπτυξης, ένα νέο λεξιλόγιο που κατακτήσαμε με θαυμαστή ταχύτητα.
Ατομικά, το σοκ ήταν τεράστιο. Οι έλληνες πολίτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα: περικοπές μισθών και συντάξεων, αύξηση της ανεργίας, απώλεια εισοδήματος και αβεβαιότητα για το μέλλον. Η μεσαία τάξη – ραχοκοκαλιά της κοινωνίας – δέχθηκε ισχυρό πλήγμα, με αποτέλεσμα ένα αίσθημα αποδόμησης, απώλειας και ανασφάλειας. Από τότε συζητάμε, σε ένα είδος άτυπου διαγωνισμού, ποια γενιά χτυπήθηκε πιο σκληρά, και όλες διεκδικούν, με πειστικά επιχειρήματα, τα πρωτεία.
Συλλογικά, η κοινωνία διχάστηκε. Οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και οι συγκρούσεις στους δρόμους μαρτυρούσαν όχι μόνο την οργή για τα μέτρα λιτότητας, αλλά και μια βαθιά απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς υπονομεύθηκε, τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας κατέρρευσαν υπό το βάρος των λαθών και της απαξίωσης.
Ταυτόχρονα, αναδύθηκαν νέες πολιτικές δυνάμεις. Ο λαός, ένα μεγάλο άρρωστο σώμα κι αυτός, περνούσε διάφορα στάδια πένθους: οργή και άρνηση, αγανάκτηση, λαχτάρα επιστροφής στο σημείο που βρισκόμασταν ακριβώς πριν: η μαγική σκέψη έδινε κι έπαιρνε. Αλλοι ήθελαν να δουν μια ευκαιρία ίασης, το σοκ που θα μας κάνει να αλλάξουμε τροχιά, με σκληρή άσκηση και σκληρή νηστεία θα έρχονταν καλύτερες μέρες, έλεγαν.
Ομως, όπως ο ασθενής που πηγαίνει από ομοιοπαθητικό σε βελονιστή, σε βοτανολόγο και ξανά σε χημειοθεραπεία, ανάλογα με τον βαθμό απελπισίας που νιώθει ή τις υποσχέσεις που του δίνει ο καθένας, επιθυμώντας διακαώς να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα και να κοιμίσει την ασθένεια χωρίς να τη χτυπήσει στη ρίζα της, έτσι κι εμείς πειραματιστήκαμε χωρίς σταθερό σχέδιο, χωρίς εμπιστοσύνη σε καμία θεραπεία – και, πολλές φορές, χωρίς να μπορούμε να οραματιστούμε τι θα σήμαινε στ’ αλήθεια μια άλλη, υγιής κατάσταση.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται κάπου αλλού, η Ελλάδα μοιάζει σχεδόν σαν τον ασθενή μηδέν μιας άλλης παγκόσμιας πανδημίας που έχει εξαπλωθεί παντού και δίνει όλο και περισσότερες κρίσεις, όλο και περισσότερες υποτροπές, όλο και περισσότερες μεταλλάξεις. Η αλήθεια είναι ότι κανείς, πουθενά, δεν θέλει να παραδεχτεί πως δεν φταίει ένας συγκεκριμένος λαός ή μια συγκεκριμένη χώρα.
Κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι τα πολιτικά και οικονομικά συστήματα οδηγούνται κάποια στιγμή σε κόπωση, ασθενούν, αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα με τον ίδιο τους τον εαυτό. Κανείς δεν ονομάζει την ασθένεια, κανείς δεν θέλει να ασχοληθεί πραγματικά για να υπάρξει θεραπεία, κανείς δεν μοιάζει να πιστεύει πως η θεραπεία είναι κάτι εφικτό.
Το μόνο που κάνουμε είναι να επιδιδόμαστε με λύσσα, όλοι μαζί αλλά ο καθένας μόνος του, στην προσωπική μας «αυτοβελτίωση», στους τρόπους, δηλαδή, με τους οποίους θα μπορούμε να συνεχίζουμε τη ζωή μας – ο καθένας στη φούσκα του – όπως όπως και για όσο.
Η κυρία Μυρσίνη Γκανά είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.