Τέσσερις αποφάσεις της Διεθνούς Δικαιοσύνης επιλύουν διαφορές σε ζητήματα παρόμοια με το καίριο εθνικό μας ζήτημα. Δηλαδή αφορούν οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) όταν το νησί ή τα νησιά για τα οποία πρόκειται βρίσκονται πιο κοντά στο απέναντι ηπειρωτικό κράτος από ό,τι στην εθνική ηπειρωτική γη.
1. Τα βρετανικά νησιά Jersey και Guernsey βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από την ενδιάμεση γραμμή που χωρίζει στη θάλασσα της Μάγχης Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία, πολύ κοντά στο γαλλικό έδαφος. Στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο κρατών, η διεθνής διαιτησία αναγνώρισε στα νησιά μόνο έναν ενιαίο θύλακα υφαλοκρηπίδας 12 ναυτικών μιλίων, περίκλειστο εντός της γαλλικής υφαλοκρηπίδας (UK-France-Arbitration/30.6.1977/§202).
2. Tο νησί Saint Martin ανήκει στο Μπανγκλαντές, άμεση προέκταση του ηπειρωτικού του εδάφους, βρίσκεται όμως μπροστά από τη γειτονική Μιανμάρ, σε μικρή απόσταση από το έδαφός της. Κατοικείται και έχει οικονομική ζωή. Το Διεθνές Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας, αν και αναγνώρισε στο νησί επήρεια σε χωρικά ύδατα, δεν του αναγνώρισε καμία επήρεια σε ΑΟΖ. Θα αποκοπτόταν, έκρινε, η προβολή της Μιανμάρ στην ανοιχτή θάλασσα προκαλώντας στρέβλωση στην οριοθέτηση (ITLOS/14.3.2012/§318).
3. Tα γαλλικά νησιά Saint-Pierre και Miquelon βρίσκονται πολύ κοντά στις καναδικές ακτές, δίπλα το ένα στο άλλο. Η διεθνής διαιτησία αποφάσισε, πρώτον, να περιβληθούν σε ενιαίο θύλακα χωρικών υδάτων 12 ναυτικών μιλίων και, δεύτερον, ότι ως ΑΟΖ δικαιούνται μίας θαλάσσιας στήλης πίσω τους φάρδους 10,5 ναυτικών μιλίων – όσο το θαλάσσιο μέτωπό τους στον Ατλαντικό – και μήκους 188 ναυτικών μιλίων (Canada-France-Arbitration/10.6.1992/§§66-74).
4. Tα γειτνιάζοντα νησιά της Καραϊβικής San Andrés, Providencia και Santa Katalina ανήκουν μεν στην Κολομβία, αλλά βρίσκονται 380 ναυτικά μίλια μακριά της και κάπου στα 100 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Νικαράγουα. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αναγνώρισε γύρω τους ενιαίο θύλακα χωρικών υδάτων 12 ναυτικών μιλίων και επιπλέον, ως ΑΟΖ προς την ανοιχτή θάλασσα, μια μεγάλη, τετράπλευρη θαλάσσια έκταση μέχρι το τέλος της διεκδικούμενης θαλάσσιας ζώνης (ICJ/19.11.2012/§§239-247).
Οι τέσσερις αυτές αποφάσεις μπορεί να φαίνονται αντιφατικές μεταξύ τους ή και αυθαίρετες. Δεν είναι όμως. Μια εσωτερική λογική τις διέπει (ICJ/24.2.1982/§71), παρόμοια προς αυτή που διέπει τη νομολογία της υπερεθνικής Δικαιοσύνης (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης) περί δίκαιης ισορροπίας και αρχής της αναλογικότητας (ICJ/20.2.1969/§93). Η υπερεθνική νομολογία μάς βοηθεί να διεισδύσουμε στις τέσσερις πιο πάνω αποφάσεις και να αντιληφθούμε την κοινή τους προσέγγιση (ICJ/3.6.1985/§§45-54).
Η Διεθνής Δικαιοσύνη για να επιλύσει τέτοιες διαφορές εφαρμόζει κοινά κριτήρια. Αυτά κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: τα ποσοτικά, σκληρά κριτήρια και τα ποιοτικά, μαλακά. Ειδικώς, στις τέσσερις πιο πάνω περιπτώσεις τα ποσοτικά κριτήρια ήταν το μήκος των ακτών του ηπειρωτικού κράτους σε συνάρτηση με το συνολικό μήκος των ακτών του νησιού ή των νησιών απέναντι, η έκταση και ο πληθυσμός τους, η απόσταση που χωρίζει τα νησιά αυτά μεταξύ τους, αλλά και με το απέναντι κράτος, και το εμβαδόν των θαλάσσιων εκτάσεων που αμφισβητούνταν.
Τα ποιοτικά κριτήρια περιλάμβαναν το σχήμα της ακτογραμμής, γεωμορφικά δεδομένα του βυθού, ιστορικούς τίτλους από προηγούμενη χρήση, οικονομικά δεδομένα και ζητήματα ασφάλειας. Τα ποσοτικά κριτήρια, με τους αριθμούς τους, λειτουργούν ως συντελεστές βαρύτητας και επηρεάζουν καθοριστικά την τελική απόφαση. Τα ποιοτικά παίζουν μόνο επικουρικό ρόλο.
Ολα τα κριτήρια συναρτώνται μεταξύ τους σε τρεις φάσεις (ICJ/19.11.2012/§§190-194): Στην πρώτη βρίσκεται μια προσωρινή λύση με τη χρήση του πιο εύχρηστου κριτηρίου, λ.χ. οριοθέτηση με βάση την ίση απόσταση μεταξύ ηπείρου και νήσων.
Στη δεύτερη αναδεικνύονται όλες οι ειδικές συνθήκες της περιοχής και εφαρμόζονται σε αυτές τα πρόσφορα λοιπά κριτήρια μέσω αρχών όπως «δικαιότητα δεν σημαίνει ισότητα» (ICJ/3.6.1985/§46), «δεν διορθώνουμε τη φύση» (ICJ/3.2.2009/§149), «η γη κυριαρχεί επί της θαλάσσης» (ICJ/20.2.1969/§67), αρχές που παραπέμπουν όλες στην αναλογικότητα. Ενώ στην τρίτη η λύση που έχει παραχθεί στη δεύτερη, δηλαδή το εκατέρωθεν απονεμόμενο εμβαδόν θαλάσσιας έκτασης, επανεξετάζεται μήπως και είναι συνολικά δυσανάλογο (ICJ/3.6.1985/§78).
Για όποιον αναγνώστη δεν διακρίνει σε ό,τι αναφέρθηκε τα δεδομένα πάνω στα οποία διεξάγεται η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, πρέπει να επιμείνουμε: Πράγματι, το Διεθνές Δίκαιο αναγνωρίζει στα νησιά ίδια επήρεια σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ όπως στην ηπειρωτική γη (ICJ/16.3.2001/§185).
Η διεθνής νομολογία όμως έχει κρίνει ότι και οι απέναντι ηπειρωτικές ακτές άλλου κράτους εγείρουν και αυτές αξιώσεις πλήρους επήρειας μέχρι τα 200 ναυτικά μίλια, ώστε έτσι, όπως στις τέσσερις περιπτώσεις που αναφέραμε, οι εκατέρωθεν διεκδικούμενες ζώνες να επικαλύπτονται (ICJ/19.11.2012/§168). Και τότε πρέπει, ορίζει το εθιμικό Διεθνές Δίκαιο, οι επίμαχες θαλάσσιες εκτάσεις να οριοθετηθούν με καλόπιστες διαπραγματεύσεις. Αλλως, μέσω προσφυγής, να επιλύσει το ζήτημα της οριοθέτησης η Διεθνής Δικαιοσύνη στη βάση της νομολογίας που εκθέσαμε.
Και μέχρι να επιλυθούν έτσι τα ζητήματα, οι χώρες που διεκδικούν τα ίδια δικαιώματα οφείλουν να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με τον δέοντα σεβασμό (άρθρα 74.3 και 83.3 της UNCLOS). Αυτό ισχύει και για την πόντιση καλωδίων σε αμφισβητούμενη περιοχή, όπου, ναι μεν είναι δικαίωμα κάθε κράτους να ποντίζει καλώδια εντός οποιασδήποτε ΑΟΖ, οφείλει όμως, ακόμη και όταν δεν υφίσταται οριστικός καθορισμός, να μην αγνοεί τις θεμιτές απαιτήσεις τάξης στην πόντιση καλωδίων (άρθρο 79.2 UNCLOS), κάτι που διευθετείται με προηγούμενη κατάλληλη ενημέρωση. Ο αμοιβαίος σεβασμός και η καλή πίστη είναι εδώ απαιτήσεις του Διεθνούς Δικαίου.
Σεβασμό πάντως και καλή πίστη που δεν βλέπουμε να επιδεικνύει η Τουρκία:
1. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο δεν αναγνωρίζει, με ακραία πρόκληση, καμία επήρεια σε ΑΟΖ στην Κρήτη, ένα νησί εξομοιούμενο με ήπειρο όπως η Σικελία (ICJ/3.6.1985/§72).
2. Το επιχείρημα της αδιευκρίνιστης κυριαρχίας νησίδων και βραχονησίδων δεν είναι απλώς αντίθετο σε ρητή, ειδική διάταξη της Συνθήκης της Λωζάννης (άρθρο 12 in fine), που δεν αναγνωρίζει δικαιώματα στην Τουρκία πέραν των τριών μιλίων από τις ακτές της, αλλά και σε πάγια διεθνή νομολογία περί κυριαρχίας στηριγμένης στην αποτελεσματική διοίκηση της αμφισβητηθείσας περιοχής (ICJ/17.12.2002/§§134–136).
3. Η ιδέα της αμφισβήτησης της κυριαρχίας νησιών λόγω «στρατιωτικοποίησής» τους είναι επίσης αντίθετη σε πάγια διεθνή νομολογία περί οριστικότητας της παραχώρησης της κυριαρχίας (ICJ/15.6.1962/σελ.32) και μάλιστα της πλήρους (ICJ/25.2.2019/§177), σε κάθε δε περίπτωση, στην αρχή της αναλογικότητας των αντίμετρων (ICJ/25.9.1997/§§85–87).
4. Τέλος, το πιο εξοργιστικό όλων, το περίφημο «casus belli» παραβιάζει τη βάση στην οποία στηρίζεται συνολικά το σύγχρονο διεθνές δίκαιο (ICJ/27.6.1986/§ 237).
Τι συμπέρασμα μπορεί να αντληθεί από ό,τι προηγήθηκε;
Οτι το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι ό,τι η διεκδικητική φαντασία του καθενός σχηματίζει, αλλά ό,τι η διεθνής νομολογία έχει δεχθεί. Τα εθνικά μας δίκαια στη διεθνή προβολή τους είναι δικαιώματα που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, το οποίο αυθεντικά απονέμει η Διεθνής Δικαιοσύνη.
Η Τουρκία πρόδηλα τρέφει σχετικώς αυταπάτες – ή μας κάνει να πιστεύουμε ότι τρέφει. Και μόνο η Διεθνής Δικαιοσύνη μπορεί να την πειθαναγκάσει να τις εγκαταλείψει. Τρέφουμε και εμείς αντίστοιχες αυταπάτες για το τι μας αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο; Σε καμία περίπτωση! Αρκεί να έχουμε την τόλμη να το αποδείξουμε.
Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.