Είναι εκκωφαντική η σιωπή της ελληνικής κυβέρνησης για τη σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου στην Τουρκία και την καταπίεση των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων, όταν χιλιάδες διαδηλωτές στην Τουρκία ζητούν ακριβώς το ίδιο και διεθνή ΜΜΕ προβάλλουν τις απόψεις του μέσα από τη φυλακή. Μάλλον πρόκειται για άλλη μια κίνηση τακτικισμού που αγνοεί τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της ευρωπαϊκής θέσης της Ελλάδας και της Κύπρου και το κόστος που έχει η «κυβίστηση», αν αλλάξει κάποτε το καθεστώς στη γείτονα χώρα.
Αλλά το «εδώ και τώρα» υπερισχύει αυτή την περίοδο των φαινομενικά «ήρεμων νερών στο Αιγαίο», δίνοντας λαβή για φανταστικά σενάρια περί αψεγάδιαστων ελληνο-τουρκικών σχέσεων, ικανών να γεννήσουν ακόμη και κοινό συνυποσχετικό για την ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αφού, όμως, η Τουρκία διεμβολίσει τον καθυστερημένο ελληνικό Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό με τον δικό της, που κατά τα φαινόμενα προβάλλει τις τουρκικές διεκδικήσεις και δείχνει τουρκικό το μισό Αιγαίο.
Η Αθήνα βιάζεται να φέρει αποτελέσματα στα ελληνοτουρκικά ή να δημιουργήσει τετελεσμένα; Πώς να ερμηνευθεί η επικοινωνιακή καταιγίδα ότι «ξαναέρχεται» – μολονότι ακόμα είναι άφαντο – το περίφημο υποθαλάσσιο καλώδιο Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ στα ανατολικά της Κάσου και της Καρπάθου, και το συζητούν σαν ψωμοτύρι όλοι οι Ελληνες; Παρότι το έργο στηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, κατά τα λεγόμενα, θα τοποθετηθεί το καλώδιο σε νερά που αμφισβητούνται από την Τουρκία;
Ακόμα και αν επανενεργοποιηθεί, θα δυσαρεστήσει η ΕΕ την Τουρκία, ενώ τη χρειάζεται ως χώρα-κλειδί στο πολύ σημαντικότερο και επίφοβο για τους Ελληνες σύστημα ευρωπαϊκής ασφάλειας και άμυνας, το οποίο έχει λάβει αντιρωσική αιχμή; Θα πιεστούν η Ελλάδα και η Κύπρος να υποχωρήσουν σε αυτό, ανταλλάσσοντας ένα προσωρινό «καλώδιο» με μια μόνιμη δομή ασφάλειας στην ΕΕ, στην οποία εντάχθηκαν και για να ισοσκελίζουν τη διπλωματική τους ανωτερότητα με την τουρκική στρατιωτική ανωτερότητα;
Ομως, ας μην ανησυχούν οι ενθάδε τουρκολογούντες. Η Τουρκία δεν έχει ανάγκη την ελληνική συναίνεση στην ΕΕ. Φάνηκε, μεταξύ άλλων, από τις ευρωπαϊκές άτυπες συνόδους στο Παρίσι και στο Λονδίνο όπου προσεκλήθη η Αγκυρα, αλλά όχι η Αθήνα. Η άνιση σχέση γιγαντώνεται, αν αλλάξει, όπως συζητείται, ο τρόπος λήψης αποφάσεων και απολέσουν Αθήνα και Λευκωσία το δικαίωμα της αρνησικυρίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.
Η Τουρκία τις θεωρεί μέλη τού πάλαι ποτέ «σκληρού πυρήνα» της ΕΕ, ο οποίος τώρα μετακινείται σε θέματα ασφάλειας με τις αξιώσεις της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ. Η Τουρκία προσφέρει πόρους, στρατιώτες, φρέσκια στρατιωτική εμπειρία, στιβαρή αμυντική βιομηχανία, εκτενή σύνορα με τη Ρωσία. Δηλαδή στοιχεία που δεν διαθέτει η Ελλάδα – μια χώρα καταχρεωμένη, με ανοικτά προβλήματα με την Τουρκία, αντιπαράθεση με τη Ρωσία, εξαρτημένη από το ΝΑΤΟ και ανίσχυρη να επιβάλει στην ΕΕ την έξωση της Τουρκίας χάριν της ασφάλειας της Κύπρου.
Ετσι η Τουρκία αναγνωρίζεται ως «ακρίτας» στις παρυφές της Ευρώπης, καθώς μπορεί να αποκρούει πιέσεις εκτεινόμενες από τη Ρωσία μέχρι το Ισραήλ και από το Αιγαίο μέχρι το Ιράν και την Κίνα. Ταυτόχρονα, αποδίδει η μεταψυχροπολεμική στρατηγική της να αναβαθμιστεί η Τουρκία σε ηγεμονική περιφερειακή δύναμη.
Η Αγκυρα εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα είναι επίσημα πια «α λα καρτ» για να χωρέσει την ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική. Δρα στρατηγικά, όχι τακτικιστικά. Αντιθέτως, τα μικρότερα κράτη τείνουν να βιάζονται για να μη χαθεί η ευκαιρία. Οχι, όμως, στην εξωτερική πολιτική γιατί συνήθως το πληρώνουν ακριβά. Εκτός αν παίζεται στα ζάρια της εσωτερικής πολιτικής, οπότε μετατρέπεται σε σίγουρη συνταγή αποτυχίας.
Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς, γενική διευθύντρια Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.