Το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μετάβαση. Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε την κατάρρευση της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων (rule based order) μαζί με το τέλος της αμερικανικής ηγεμονίας. Ποια είναι όμως η «νέα τάξη» που αντικαθιστά την παλιά; Γιατί βιώνουμε πολλαπλές και χρόνιες κρίσεις; Ποιες είναι οι συνέπειες όλων αυτών για τον στρατηγικό σχεδιασμό της χώρας μας;

Ο ελληνικός στρατηγικός σχεδιασμός δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπ’ όψιν τη θλιβερή διαπίστωση ότι η διεθνής τάξη πραγμάτων της μεταπολεμικής περιόδου αποδομείται με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Το απαραβίαστο των συνόρων, η αρχή της κρατικής κυριαρχίας, η αρχή της αυτοδιάθεσης και η μη εμπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών αμφισβητούνται απροσχημάτιστα. Δεν υπάρχει πλέον παγκόσμιος σταθεροποιητής, αφού οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν τον ρόλο αυτόν, τον οποίο είχαν επιφυλάξει για τον εαυτό τους επί οκτώ δεκαετίες. Στο νέο περιβάλλον, η χρήση της ένοπλης βίας για την επιδίωξη πολιτικών στόχων γίνεται όλο και πιο συχνή και το κόστος για αλλαγή συνόρων έχει μειωθεί.

Ταυτόχρονα οι παραδοσιακοί διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ και το Συμβούλιο Ασφαλείας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, είτε έχουν παραλύσει είτε έχουν αποδυναμωθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με την αρχιτεκτονική ασφαλείας που έχτισαν οι ΗΠΑ στην Ευρώπη (NATO) και την Ασία.

Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα ποια είναι η «νέα τάξη πραγμάτων» που θα αντικαταστήσει την καταρρέουσα διεθνή τάξη πραγμάτων.

Το διεθνές σύστημα μετασχηματίζεται ραγδαίως και εμφανίζεται σήμερα άναρχο, ρευστό, κατακερματισμένο και άκρως ανταγωνιστικό. Η μορφή που θα πάρει η τελική του αναδιάταξη δεν είναι βέβαιη και στο μεσοδιάστημα η μεταβλητότητα και η αβεβαιότητα αυξάνουν πολύ τους κινδύνους. Οπως σωστά είχε παρατηρήσει ο Αντόνιο Γκράμσι σε μια προηγούμενη εποχή συστημικής αλλαγής: «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα είναι η εποχή των τεράτων».

Οι τρεις μεταβολές

Στο υπό διαμόρφωση διεθνές σύστημα λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα τρεις αποσταθεροποιητικές μεταβολές ισχύος. Η πρώτη είναι η ηγεμονική «μετατόπιση ισχύος» από τις ΗΠΑ στην Κίνα. Ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός των δύο αυτών κολοσσών θυμίζει εν μέρει τον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο (1947-1991). Η διαφορά ισχύος των δύο αυτών υπερδυνάμεων από την τρίτη σε ισχύ δύναμη στο διεθνές σύστημα είναι αβυσσαλέα και συνεπώς το διεθνές σύστημα έχει χαρακτηριστικά διπολισμού. Ομως, ταυτόχρονα υπάρχει «διάχυση ισχύος» (power diffusion) από τις ΗΠΑ και την Κίνα σε μια σειρά από τοπικούς «παίκτες» που προσπαθούν να δημιουργήσουν σφαίρες επιρροής στην περιφέρειά τους και συμπεριφέρονται αυτόνομα σε σχέση με τις δύο υπερδυνάμεις. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο στον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο. Τέτοιες περιφερειακές δυνάμεις είναι οι Ρωσία, Ινδία, Ινδονησία, Σαουδική Αραβία, Τουρκία, Νότια Αφρική και Βραζιλία. Οι περιφερειακοί αυτοί «παίκτες» δεν μπορούν βέβαια να ανταγωνιστούν σε ισχύ τις δύο υπερδυνάμεις, είναι όμως αρκετά ισχυρότεροι από τους γείτονές τους, ώστε να μπορούν να ασκούν περιφερειακή ηγεμονία. Συνεπώς, το διεθνές σύστημα σε αυτό το επίπεδο έχει και χαρακτηριστικά πολυπολισμού.

Επιτελείται όμως και μια περαιτέρω διάχυση ισχύος από τα κράτη σε ισχυρούς μη κρατικούς φορείς. Ετσι διαμορφώνονται πολλαπλά κέντρα ισχύος, όπου κρατικοί και μη κρατικοί παίκτες διαγκωνίζονται για εξουσία και επιρροή (power fragmentation). Σε αυτή του τη διάσταση το υπό διαμόρφωση διεθνές σύστημα θυμίζει τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, όπου βασιλείς, ανεξάρτητες πόλεις, εμπορικοί συνασπισμοί πόλεων (Χανσεατική Ενωση), τοπικοί ηγεμόνες, πλούσιοι τραπεζίτες (Μέδικοι), μισθοφόροι και θρησκευτικοί ηγέτες (Πάπας) διαγκωνίζονταν για εξουσία και επιρροή. Το σημερινό διεθνές σύστημα μπορεί να χαρακτηριστεί νεομεσαιωνικό, αφού έχει στοιχεία πολυκεντρισμού (Polycentrism). Ετσι βλέπουμε να διαγκωνίζονται με τα κράτη για επιρροή διακυβερνητικοί οργανισμοί (όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση ως νέα Χανσεατική Ενωση), επιχειρήσεις γεωπολιτικής εμβέλειας (Big Tech, ψηφιακές πλατφόρμες), επιδραστικοί επιχειρηματίες (Ιλον Μασκ, Μπιλ Γκέιτς), εταιρείες μισθοφόρων (Wagner, Blackwater), θρησκευτικά δίκτυα, τρομοκρατικές οργανώσεις (ISIS), εγκληματικά καρτέλ (ναρκωτικά). Σε αυτόν τον χαοτικό νεο-μεσαιωνικό κόσμο η ισχύς είναι αποκεντρωμένη, η εξουσία είναι διαφιλονικούμενη και κατακερματισμένη – αφού ασκείται από πολλούς αλληλοεπικαλυπτόμενους φορείς –, οι συμμαχίες είναι ευμετάβλητες (transactional), ενώ τα σύνορα είναι ρευστά και πορώδη.

Οι πιο πάνω μεταβολές ισχύος έχουν δημιουργήσει ένα κατακερματισμένο διεθνές σύστημα, όπου βασιλεύει η αταξία (βλ. πολέμους στην περιφέρεια της Ευρασίας). Σε γεωοικονομικό επίπεδο η Κίνα και οι ΗΠΑ εργαλειοποιούν τις κομβικές θέσεις τους στο παγκόσμιο εμπόριο και στις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις μετατρέπουν σε στρατηγικά όπλα. Σε στρατηγικό επίπεδο το κέντρο βάρους του πλανήτη έχει μετατοπιστεί στην Ασία (αμερικανική στρατηγική ανάσχεσης της Κίνας). Σε περιφερειακό επίπεδο χώρες όπως η Τουρκία, η Ρωσία και το Ιράν εκδηλώνουν αυτοκρατορικές νοσταλγίες και αντιμετωπίζουν τους γείτονές τους ως χώρες μειωμένης κυριαρχίας και θεωρούν τα σύνορα ρευστά. Τέλος, σε τεράστιες περιοχές του πλανήτη η κρατική εξουσία έχει καταρρεύσει και κυριαρχεί χάος και ανομία (όπως στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, στην περιοχή γύρω από τη Συρία και γύρω από το Αφγανιστάν).

Οι πιο πάνω αλλαγές του διεθνούς συστήματος κάθε άλλο παρά ευνοϊκές είναι για την Ελλάδα, μια χώρα υπέρμαχο του γεωπολιτικού status quo, για την οποία η εμπέδωση ειρηνικών πρακτικών διεθνούς συμπεριφοράς και η συστηματική εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου αποτελούν ουσιώδες συμφέρον. Αντιθέτως, ένα διεθνές περιβάλλον χαρακτηριζόμενο από ανομία, κατακερματισμό, αναθεωρητισμό, ηγεμονικές επιδιώξεις και οικονομικό προστατευτισμό αντίκειται στα ελληνικά στρατηγικά συμφέροντα.

Συγκεκριμένα, η γεωπολιτική αντιπαράθεση με την Κίνα αναγκάζει τις ΗΠΑ να επικεντρωθούν στην Ασία και να απαγκιστρωθούν από τις δεσμεύσεις τους στην Ευρώπη. Αυτό αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για την Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια είχε επενδύσει στην εμβάθυνση των αμυντικών δεσμών της με τις ΗΠΑ. Αυτή η σχέση είχε συμβάλει στην ποιοτική ενίσχυση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ως εργαλείο αποτροπής της αναθεωρητικής Τουρκίας. Η Ελλάδα σήμερα δεν μπορεί να βασίζεται σε συμμαχίες και πρέπει μόνη της να μεριμνήσει για την ασφάλειά της. Επίσης, ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει αρνητικά τα ελληνικά συμφέροντα, όχι μόνο λόγω των επαχθών ενεργειακών και οικονομικών του επιπτώσεων, αλλά και εξαιτίας του ρήγματος που έχει ανοίξει στις σχέσεις μας με τη Ρωσία.

Αντίθετα, το υπό διαμόρφωση διεθνές περιβάλλον είναι θετικό για την Τουρκία, η οποία ευνοείται από τη ρευστότητα των συμμαχιών και προσπαθεί να φανεί χρήσιμη ταυτόχρονα σε ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, ΕΕ. Επίσης η Τουρκία με την πολιτική της συμβάλλει στο χάος και τον κατακερματισμό μιας σειράς περιοχών (Καύκασος, Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία και Αφρική), γιατί αυτό ευνοεί τη φιλοδοξία αναβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα εργαλεία αποσταθεροποίησης που χρησιμοποιεί είναι κυρίως υβριδικά, χωρίς να αποκλείεται η χρήση στρατιωτικών μέσων.

Η θέση της Ελλάδας

Οπως προκύπτει από την πιο πάνω ανάλυση, το περιβάλλον ασφάλειας της Ελλάδας δεν είναι ευνοϊκό. Κατά τη διάρκεια της μακράς οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, η θέση της Ελλάδας εξασθένησε. Η πρόκληση για τη χώρα τώρα είναι να βελτιώσει τη σχετική οικονομική της θέση και να ενισχύσει την αποτρεπτική της ικανότητα και ανθεκτικότητα. Σε ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον ο ελληνικός στρατηγικός σχεδιασμός πρέπει να εστιάσει στην αντιμετώπιση στρατιωτικών αλλά και υβριδικών απειλών (κυβερνοεπιθέσεις, υπονόμευση, παραπληροφόρηση, σαμποτάζ κρίσιμων υποδομών). Κλειδί για τη χώρα είναι η ανθεκτικότητα στις αναπόφευκτες γεωπολιτικές πιέσεις με έμφαση στις φυσικές και ψηφιακές υποδομές, και την ενεργειακή, επισιτιστική και εφοδιαστική ασφάλεια. Αυτό απαιτεί μια ολιστική στρατηγική εθνικής ασφάλειας – με έμφαση στην πρόβλεψη, πρόληψη, αντιμετώπιση και ανάκαμψη – που εμπλέκει όλους τους αρμόδιους κυβερνητικούς και μη φορείς. Τέτοια στρατηγική, δυστυχώς, δεν φαίνεται να υπάρχει.

Ο κ. Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων