Οι άνθρωποι του ελληνικού κινηματογράφου (από τους αιθουσάρχες μέχρι τους παραγωγούς και από τους διανομείς ταινιών μέχρι τους φίλους μου κριτικούς κινηματογράφου, που μοιάζουν αγχωμένοι με το μέλλον του σινεμά) περίμεναν φέτος το άνοιγμα των θερινών σινεμά με την ελπίδα ότι σε αυτά θα υπάρξει πολυκοσμία: τα θερινά θα πρέπει να σώσουν την κάποτε αγαπημένη αυτή τέχνη. Η μείωση των εισιτηρίων μοιάζει δραματική. Τους τελευταίους μήνες οι θεατές σπανίως πλησίαζαν κάθε επταήμερο εξαψήφια νούμερα πανελλαδικώς, μολονότι στα σινεμά έβγαιναν κάθε Πέμπτη οκτώ με δέκα ταινίες – όλων των ειδών μάλιστα.

Τώρα όλοι ευελπιστούν πως το κοινό θα επιστρέψει, γιατί το θερινό σινεμά είναι ταυτισμένο και με τις γλυκιές ελληνικές καλοκαιρινές νύχτες: Βοηθά στη διατήρηση της γοητείας του και εκείνο το παλιό ωραίο τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη που μας μιλάει για νύχτες με φεγγάρι που περνούν και δεν θα ξαναρθούν. Μακάρι όλοι όσοι φαντάζονται κοσμοπλημμύρες να έχουν δίκιο, αλλά προσωπικά αμφιβάλλω. Για τα χαμένα εισιτήρια το πρόβλημα δεν είναι οι χειμερινές αίθουσες: είναι οι ταινίες που σε αυτές προβάλλονται. Δεν κόβουν εισιτήρια απλούστατα γιατί δεν αφορούν αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε «μεγάλο κοινό».

Εχετε δει τι προβάλλεται τελευταία στα σινεμά; Τα ισπανικά «Λαμπυρίσματα» είναι ένα ακόμα οικογενειακό δράμα, όπου μια κόρη ζητεί από τη μητέρα της να τη βοηθήσει στη φροντίδα του πατέρα της που πεθαίνει, πολλά χρόνια μετά το διαζύγιό τους. Στο γαλλικό «Πέρα από τη θάλασσα», ένας νεαρός Μαροκινός στη Μασσαλία στήνει κομπίνες για να επιβιώσει ενώ τρέχει η δεκαετία του ’90. Στο «Ugly Stepsister», η νορβηγίδα σκηνοθέτρια Εμίλιε Μπλίχφελντ φτιάχνει ένα θρίλερ με πρωταγωνίστρια την κακιά αδελφή της Σταχτοπούτας, η οποία κατακρεουργείται επί της οθόνης για να γίνει πιο όμορφη, σε μια εποχή που τις αισθητικές επεμβάσεις δεν τις έκανε ο πλαστικός χειρουργός. Είναι να απορείς ποιος τα σκέφτεται αυτά!

Το «Norah» είναι η ιστορία του έρωτα ενός μουσουλμάνου δασκάλου για μια κοπέλα που απαγορεύεται να του μιλάει – όλα αυτά σε ένα χωριό της Σαουδικής Αραβίας. Στον «Λογιστή 2» και στο «Guns Up», αν έχεις όρεξη και θες να περάσει η ώρα, μετράς πάνω από σαράντα πτώματα. Το τελευταίο πόνημα της Marvel, που λέγεται «Thunderbolts*», έχει πρωταγωνιστές μια παρέα ηρώων που είναι άγνωστοι ακόμα και στους πιο φανατικούς των κόμικς της. Από σεβασμό δεν αναφέρομαι σε τρία-τέσσερα καλά ντοκιμαντέρ ελλήνων δημιουργών: είναι ό,τι πρέπει, αλλά για το πρόγραμμα της ΕΡΤ3. Ποιος άραγε να τα δει αυτά;

Υπάρχει πρόβλημα κοινού; Εχασε ο κόσμος το ενδιαφέρον του για ιστορίες στη μεγάλη οθόνη; Τίποτα από τα δύο δεν ισχύει. Κοντά ένα εκατομμύριο άνθρωποι πήγαν τον χειμώνα να δουν το «Υπάρχω» – δεν ήταν όλοι φανατικοί του Στέλιου Καζαντζίδη: να δουν κάτι και να περάσουν καλά προσδοκούσαν. Αριθμό εισιτηρίων-ρεκόρ για το είδος του, έκοψε και το διασκεδαστικό animation για μικρούς και μεγάλους «Τα μυαλά που κουβαλάς» στη δεύτερη έκδοσή του. Αρα το ενδιαφέρον του κόσμου για ιστορίες δεν έχει μειωθεί, αρκεί να υπάρχουν ενδιαφέρουσες τέτοιες και να τον αφορούν: για την «Εφηβεία» έγινε διεθνώς τεράστια συζήτηση. Μόνο που την «Εφηβεία», με τους καταπληκτικούς πρωταγωνιστές και το ενδιαφέρον σενάριο, δεν την είδαμε στα σινεμά, αλλά στην πλατφόρμα του Netflix.

Τα θερινά σινεμά έχουν τους φανατικούς τους και καταλαβαίνω γιατί οι αιθουσάρχες ποντάρουν επάνω τους, μολονότι δεν συγκαταλέγομαι σε αυτούς. Τα θερινά σινεμά έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα να λειτουργούν χωρίς τους καταπιεστικούς κανόνες της κινηματογραφικής επικαιρότητας: οι αιθουσάρχες δεν είναι υποχρεωμένοι να προβάλλουν σε αυτά νέας εσοδείας ταινίες, αλλά μπορούν π.χ. να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμά τους επανεκδόσεις παλαιότερων ή κλασικών ταινιών, που συχνά βρίσκουν κοινό, καθώς οι μεγαλύτεροι θέλουν να τις ξαναθυμηθούν (και μαζί με αυτές να θυμηθούν και τα νιάτα τους) και οι μικρότεροι να τις γνωρίσουν και να καταλάβουν το γιατί τις συνοδεύουν καλά λόγια.

Αλλά και με αυτές υπάρχει τα τελευταία χρόνια ένα πρόβλημα: βγαίνουν στα θερινά μας πάντα οι ίδιες και οι ίδιες. Αν δεις το πρόγραμμα του καλοκαιριού, νομίζεις πως στην ιστορία του κινηματογράφου υπάρχουν τέσσερις-πέντε ταινίες όλες κι όλες. Ο «Σιωπηλός μάρτυς» και ο «Δεσμώτης του ιλίγγου» του Χίτσκοκ: τα έχω μάθει απ’ έξω. Η «Καζαμπλάνκα» και «Οι επτά σαμουράι». Το «Ασανσέρ για δολοφόνους», στο οποίο νομίζω ότι έχω μπει και μάλιστα πάρα πολλές φορές. Χρόνια έχω να δω μια επανέκδοση μιας ελληνικής ταινίας που όταν πρωτοβγήκε έκοψε εισιτήρια, όπως λόγου χάριν το «Ρεμπέτικο». Ή το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», που ως καλοκαιρινή κωμωδία θα έσπαζε ταμεία.

Ακούω διαρκώς ότι τα θερινά σινεμά είναι όμορφα – ότι στο Σινέ Παρί π.χ. μπορείς να δεις την Ακρόπολη. Επίσης ακούω φίλους να επαινούν θερινά σινεμά γιατί έχουν κρύες μπίρες ή ωραίες τυρόπιτες ή αναπαυτικές καρέκλες. Πολύ ωραία. Αλλά ο κόσμος αυτό που ψάχνει είναι ταινίες της προκοπής – αν είναι δυνατόν λίγο διασκεδαστικές, γιατί καλοκαίρι είναι. Υπάρχουν πάντα και όσοι καλοκαιριάτικα δεν έχουν πρόβλημα να παρακολουθήσουν και δράματα και αριστουργήματα βαριά, αλλά είναι λίγοι: οι πιο πολλοί θέλουν να δουν καλοκαιριάτικα κυρίως κάτι που θα αδειάσει το κουρασμένο από τον χειμώνα που προηγήθηκε μυαλό τους. Το αν θα το δουν με φόντο τον φωτισμένο βράχο της Ακρόπολης ή την απέναντι πολυκατοικία, αν είναι της προκοπής, δεν παίζει μεγάλο ρόλο. Και αν η μπίρα είναι παγωμένη, ακόμα καλύτερα, αλλά κανείς δεν πάει σινεμά μόνο για μπίρες: για τις ταινίες πάμε, και μάλλον εμάς που πάμε για αυτές μάς έχουν ξεχάσει.

Ευτυχώς μας θυμάται πάντα ο Τομ Κρουζ, που αμφιβάλλω αν έχει πάει σε θερινό σινεμά. Η τελευταία «Επικίνδυνη αποστολή» του θα ψιλογεμίσει τα σινεμά μας, γιατί με τον ρυθμό της μπορεί κομμάτι να σε ζαλίσει χωρίς να πιεις μπίρες. Ο Τομ Κρουζ, παριστάνοντας πιο πολύ τον Τζέιμς Μποντ που κάνει ανδραγαθήματα παρά τον Ιθαν Χαντ που απλά μεταμφιέζεται καταπληκτικά, σώζει τον κόσμο – δεν ξέρω αν όμως μπορεί μόνος του να σώσει και το σινεμά. Και γιατί με όσα κάνει σχεδόν τον λυπάσαι τόσο που ταλαιπωρείται. Και αν έχεις πιει και καμιά μπίρα παραπάνω, δεν μπορείς παρά να σκέφτεσαι: «Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε…».