Κανένας πόλεμος στη μακραίωνη ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει λήξει χωρίς νικητή και νικημένο. Ωστόσο, σύμφωνα με τη ρεαλιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων, αν η ειρήνη ορίζεται ως η κατάσταση που υπάρχει μεταξύ δύο πολέμων, η νίκη στον πόλεμο είναι δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια και αντικειμενικότητα και ακόμη δυσκολότερο να βρει αντίκρισμα στην κατάσταση της ειρήνης.

Η Ρωσία του Πούτιν έχει καταλάβει το 20% του εδάφους της Ουκρανίας και το Ισραήλ του Νετανιάχου έχει ισοπεδώσει τη Γάζα και σε μεγάλο βαθμό έχει εξαρθρώσει τη Χεζμπολάχ. Τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση μπορεί κάποιος με σοβαρότητα να ισχυριστεί ότι οι «νίκες» αυτές θα αποτυπωθούν κάποτε στην «ειρήνη» που θα διαδεχτεί τις συρράξεις;

Η νίκη στον πόλεμο χάνει πολλές φορές το νόημά της όταν περνά στα χέρια των πολιτικών, που τη χρησιμοποιούν στο εσωτερικό της χώρας για να υλοποιήσουν πολιτικούς σχεδιασμούς ή να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη. Τι σημαίνει λοιπόν να κερδίζει μια Δύναμη έναν πόλεμο; Ποιοι παράγοντες καθορίζουν τη νίκη σε μια πολεμική σύγκρουση; Ο έμπειρος πολιτικός αναλυτής των διεθνών συρράξεων Γκαΐτς Μινασιάν γράφει στο βιβλίο του Les chantiers de la victoire ότι μια αληθινή νίκη πρέπει να συνδυάζει τέσσερα στάδια.

Το πρώτο στάδιο είναι η στρατιωτική νίκη. Αυτό όμως από μόνο του δεν είναι αρκετό, διότι κινδυνεύει να παραγάγει μια αρνητική ειρήνη, μια κατάπαυση του πυρός, η οποία περισσότερο επιλύει ζητήματα ασφάλειας παρά τροφοδοτεί ειρηνευτική διαδικασία. Οι συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Γάζα απέχουν παρασάγγας από αυτό το πρώτο στάδιο. Η πολιτική νίκη είναι το επόμενο στάδιο. Συχνά συνεπάγεται την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος της χώρας που ηττήθηκε.

Οταν η στρατιωτική νίκη συνδυάζεται με την πολιτική, επιτυγχάνεται μια στρατηγική νίκη που ανοίγει τον δρόμο προς τη συμφωνία ειρήνης. Το μεγάλο ερώτημα που ανακύπτει, βέβαια, είναι αν (θα) πρόκειται για ειρήνη-τιμωρία ή για ειρήνη-συμφιλίωση. Σε κάθε περίπτωση ούτε το στάδιο αυτό αρκεί από μόνο του για να μιλά κάποιος για νίκη. Κι εδώ οι πολιτικοί καιροφυλακτούν: σπάνια προσφέρουν με τον λόγο ή τις αποφάσεις τους μια αντικειμενική ερμηνεία της λήξης του πολέμου. Διοχετεύουν το δυναμικό και τον δυναμισμό τους στην άντληση πλεονεκτημάτων (στρατηγικών, συμβολικών, ιδεολογικών) από το τέλος του πολέμου για τη συντήρηση της δικής τους, εσωτερικής πολιτικής ατζέντας.

Το πλησίασμα της αληθινής νίκης κοντεύει στο τρίτο στάδιο, όταν η νίκη επισφραγιστεί από μια δίκαιη, περιεκτική και διαρκή συμφωνία με τον εχθρό. Η ειρήνη κατακτάται στο τέλος ενός τέταρτου σταδίου, όταν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε κάθε πιθανή νέα διαμάχη μεταξύ των εμπολέμων να εξουδετερώνεται εν τη γενέσει της, χωρίς τη χρήση βίας.

Το σχήμα αυτό της βαθμιαίας κατάκτησης αληθινής νίκης στον πόλεμο καλείται από την Ιστορία να ισχύει σε κλασικές, διακρατικές πολεμικές αναμετρήσεις, αλλά όχι στις ασύμμετρες συγκρούσεις μεταξύ εθνικού στρατού και δικτύων ή μεμονωμένων οργανώσεων τρομοκρατίας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί να υπάρξει νίκη, επειδή οι τρομοκράτες δεν θέλουν την ειρήνη.

Υπό την έννοια αυτή, η εφαρμογή του ιστορικού σχήματος στον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα ίσως να είναι ανέφικτη. Στις κλασικές συγκρούσεις, ο πόλεμος έχει σε μεγάλο βαθμό κανονικοποιηθεί. Η διεξαγωγή του τυπικά περιορίζεται στο πλαίσιο του «jus ad bellum» (δίκαιο της κήρυξης πολέμου) και του «jus in bello» (δίκαιο της διεξαγωγής πολέμου), αλλά ανήκει στη σφαίρα περισσότερο των θεωρητικών παρά των εμπειρικών – διπλωματικών προσεγγίσεων η χάραξη ενός περιγράμματος του «jus post bellum»: του μετα-συγκρουσιακού δικαίου.

Η σχέση της νίκης με το μετα-συγκρουσιακό δίκαιο είναι περίπλοκη. To τέλος των μαχών, η κατάπαυση του πυρός, δεν παράγει από μόνο του κατευθυντήριες οδηγίες για την επίτευξη ειρήνης. Ο μεν νικητής πρέπει να παραχωρήσει μερίδιο από τους καρπούς της στρατηγικής του νίκης στον εχθρό του, ο οποίος, με τη σειρά του, πρέπει να δεχτεί το χέρι που του απλώνεται.

Η ιδιαιτερότητα της σχέσης μεταξύ της νίκης και του «jus post bellum» εναποτίθεται σε μια συμπεριληπτική και αλληλέγγυα δυναμική ειρήνης, που εντάσσει νικητές και ηττημένους σε μια ενιαία πορεία. Διαφορετικά, η Ιστορία θα μονολογήσει: η απουσία «jus post bellum» μπορεί να προκαλέσει «συστημική» ατιμωρησία προς όφελος του νικητή, ο οποίος θα επιβάλει το μονόπλευρο όραμά του για την ειρήνη, πράγμα που θα προκαλέσει ένα σαρωτικό κύμα αδικίας στους ηττημένους οδηγώντας, αργά ή γρήγορα, σε αναζωπύρωση των εχθροπραξιών και σε νέο πόλεμο.

Καιρός όμως είναι η ρεαλιστική σχολή των διεθνών σχέσεων, που εισήγαγε την παρούσα αφήγηση, να δώσει τη θέση της, για το κλείσιμο, στην «ιδεαλιστική σχολή». Σε έναν από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της τελευταίας, στον γάλλο πολιτειολόγο Μπερτράν Μπαντί, για τον οποίο μόνο η επινόηση ενός νέου παραδείγματος θα μπορούσε να δώσει μια ευκαιρία στην ειρήνη σήμερα: βασισμένο στη μαζική είσοδο των πολιτών στο προσκήνιο της πολιτικής, το νέο παράδειγμα προσβλέπει στην επικράτηση μιας διεθνικής (transnational) κοινωνικής δυναμικής υπέρ της ειρήνης σε βάρος των λαϊκιστικών εθνικών πιέσεων υπέρ της αντίθετης κατεύθυνσης, με έμβολο τις ολοένα πυκνότερες ανταλλαγές μεταξύ των κοινωνιών πολιτών και την ενσυνείδητη επιδίωξη της ειρήνης από τη νέα γενιά μέσω της γενικευμένης αφοσίωσής της στη φιλία, την ενσυναίσθηση, την κινητικότητα, τη φιλοξενία.

Στο παράδειγμα αυτό «κουμπώνει» η πεμπτουσία του «jus post bellum». Στους κόλπους του θα πρέπει αφενός να διασφαλιστεί ότι η κοινωνία των πολιτών θα συμμετέχει στην επίλυση της σύγκρουσης, αφετέρου να αποφευχθεί να πληρώσει ο ηττημένος λαός για τα εγκλήματα ή τις ολέθριες επιλογές του πολιτικού καθεστώτος του. Εν ολίγοις, να διασφαλιστεί ότι θα βγούμε από την ταπείνωση του ηττημένου για να ανεβούμε στο μη αναστρέψιμο κατώφλι της ταπεινοφροσύνης του νικητή.

Ο κ. Πέτρος Στάγκος είναι ομότιμος καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.