Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν, τουλάχιστον προς το παρόν, εγκαταλείψει τον ρόλο του ηγέτη στη διεθνή ενεργειακή μετάβαση. Αντιθέτως, η κυβέρνηση Τραμπ επικεντρώνεται στην αναζωογόνηση της βιομηχανίας άνθρακα και την αύξηση των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, με στόχο την επίτευξη «ενεργειακής κυριαρχίας» έναντι φίλων και εχθρών.

Καθώς οι ΗΠΑ γυρίζουν την πλάτη στη δράση για το κλίμα και η Κίνα εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον άνθρακα, η Ευρώπη καλείται να ηγηθεί της παγκόσμιας απανθρακοποίησης. Βέβαια, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της τελούν επίσης υπό έντονη πίεση να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες – κάτι που ορισμένοι ευρωπαίοι πολιτικοί θεωρούν προτεραιότητα έναντι των «πράσινων» επενδύσεων. Αυτή όμως είναι μια ψευδής επιλογή. Για την Ευρώπη, η συνέχιση των επενδύσεων στην καθαρή ενέργεια είναι επένδυση στην ασφάλειά της.

Το μπλοκ μείωσε την εξάρτησή του όχι μόνο από τα ορυκτά καύσιμα – που πλέον αντιστοιχούν μόλις στο 29% της ηλεκτροπαραγωγής – αλλά και από τον επιθετικό της γείτονα: οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μειώθηκαν από 150 δισ. κυβικά μέτρα το 2021 σε λιγότερα από 52 δισ. το 2024. Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να εξαρτηθεί από δύο όλο και πιο αναξιόπιστους εταίρους: τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Τόσο η κυβέρνηση Μπάιντεν όσο και αυτή του Τραμπ πρόθυμα αναπλήρωσαν το κενό από το ρωσικό αέριο: οι εισαγωγές LNG από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη υπερδιπλασιάστηκαν από το 2021 – από 18,9 σε 45,1 δισ. κυβικά μέτρα το 2024. Ομως, δεδομένης της προφανώς απρόβλεπτης στάσης του Τραμπ απέναντι στους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ – όπως δείχνουν οι δασμολογικές του πολιτικές – είναι πιθανό η κυβέρνησή του να επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει την αμερικανική ενέργεια ως εργαλείο πίεσης, όπως έκανε η Ρωσία, για να επιβάλει τη δική της άποψη στο πώς θα λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία ή στο πόσα αμερικανικά όπλα πρέπει να αγοράζει η Ευρώπη. Αντίστοιχα, η πορεία της ΕΕ προς την απανθρακοποίηση την έχει καταστήσει όλο και πιο εξαρτημένη από την Κίνα, η οποία κυριαρχεί στην επεξεργασία και τον εφοδιασμό κρίσιμων ορυκτών που είναι απαραίτητα για τις τεχνολογίες καθαρής ενέργειας.

Οι επενδύσεις σε μαχητικά αεροσκάφη και συστήματα πυραύλων είναι σίγουρα σημαντικές για την αποτροπή υψηλών απειλών. Ομως, βραχυπρόθεσμα, η ΕΕ θα πρέπει να εστιάσει στην ανάπτυξη μηχανισμών προστασίας απέναντι στον πιο άμεσο κίνδυνο: την άσκηση ενεργειακής επιρροής και εκβιασμού – είτε από τη Ρωσία είτε από την Κίνα είτε ακόμη και από τις ΗΠΑ – που μπορεί να εμποδίσει την υλοποίηση της Πράσινης Συμφωνίας ή να υπονομεύσει τη δυνατότητα της Ενωσης να λαμβάνει ανεξάρτητες αποφάσεις.

Για να αποτραπούν τέτοια σενάρια, η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει να επενδύει στην παραγωγή και μετάδοση ανανεώσιμης ενέργειας, να αυξήσει την ανακύκλωση κρίσιμων ορυκτών και να δημιουργήσει στρατηγικά αποθέματα. Σε μια στιγμή που πολλοί στην Ευρώπη πιέζουν την ΕΕ να επιλέξει ανάμεσα στην τήρηση των κλιματικών της δεσμεύσεων και στις επενδύσεις στη «σκληρή» ασφάλεια, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να θυμούνται ότι η προώθηση της καθαρής ενεργειακής μετάβασης – κυρίως μέσω επενδύσεων στις ΑΠΕ – ενισχύει την ασφάλεια του μπλοκ. Με τις ΗΠΑ να εγκαταλείπουν τον ρόλο του παγκόσμιου ηγέτη στην κλιματική πολιτική, η Ευρώπη οφείλει να αναλάβει την ευθύνη. Ο κόσμος χρειάζεται ένα αξιόπιστο μοντέλο επιτυχημένης απανθρακοποίησης.

*Ο κ. Greg Pollock είναι επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Georgetown και έχει υπηρετήσει σε ηγετικές θέσεις στο υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ.

Ο κ. Joshua Busby είναι καθηγητής Δημόσιων Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Οστιν και έχει διατελέσει ανώτερος σύμβουλος για θέματα κλίματος στο υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ.