Θυμάμαι ακόμα κάποιες εκθέσεις που έγραφα στο δημοτικό, όπως μια που έγραψα στην τρίτη τάξη, σχετικά με το τι θα ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, και μια που έγραψα στην πέμπτη, συμβουλεύοντας ένα υποθετικό ορφανό, τον Γιαννάκη ή κάτι τέτοιο, σχετικά με την κακομεταχείριση που δεχόταν από τη θεία που τον κηδεμόνευε. Τις αναθυμάμαι συχνά αυτές τις εκθέσεις, επειδή είχαμε καταλήξει με τη μάνα μου να καταφτάνει την επομένη στο γραφείο των δασκάλων.

Στην έκθεση για τα επαγγελματικά μου όνειρα, είχα αραδιάσει πρώτα κάποια κλισέ και ύστερα είχα συμπληρώσει πως, βασικά, δεν θέλω να κάνω τίποτα – αυτό που θέλω στ’ αλήθεια είναι να κάθομαι σε μια αιώρα και να μου κάνουν αέρα δυο τύποι με μπαμπού. Παραδόξως, η δασκάλα δεν φώναξε τη μάνα μου για να την προειδοποιήσει ότι μεγαλώνει μια δυνάμει gold digger, που μάλιστα είναι και τελείως άσχετη από βοτανική ή όποια άλλη επιστήμη σού μαθαίνει ότι ένα μπαμπού μοναχό του δεν έχει αρκετά μεγάλα φύλλα για να βγαίνει αέρας, αλλά για να της εκθειάσει την αφοπλιστική ειλικρίνειά μου.

Μολονότι αυτή ήταν από τις τελευταίες φορές που ήμουν ειλικρινής στις εκθέσεις, αφού, στην έκτη δημοτικού, σε μια έκθεση για τις διακοπές ή κάτι τέτοιο, εγώ είχα γράψει (βαθμοθηρικά) για ένα οικογενειακό road trip και το πέρασμά μας από κάτι καναδικής αισθητικής δάση όπου θαυμάσαμε «την πανδαισία χρωμάτων» (σημείωση: το road trip ήταν μέχρι τα Καμένα Βούρλα και τα καναδικά δάση ήταν κυριολεκτικά τα βούρλα). Η μάνα μου άκουγε τη δασκάλα να αναρωτιέται εντυπωσιασμένη πώς γίνεται ένα δωδεκάχρονο να γνωρίζει τη φράση «πανδαισία χρωμάτων». Εγώ από κάπου την είχα ξεσηκώσει. Την είχα βρει εντελώς γλυκερή αλλά και εντελώς πιασάρικη, γι’ αυτό και σκέφτηκα να τη χρησιμοποιήσω. Επιασε.

Αργότερα, στο πανεπιστήμιο, όποτε πήγαινα ψιλοαδιάβαστη να δώσω κάποιο μάθημα, απαντούσα τις ερωτήσεις με βάση τη λογική μου και προσθέτοντας στο τέλος έναν στίχο του Ρίλκε. Επίσης έπιανε, πάντα. Κούνια που τους κούναγε όλους. Κρίμα μόνο που οι καθηγητές στα πανεπιστήμια δεν συνηθίζουν να φωνάζουν τη μαμά σου για να της πουν πόσο ταλαντούχο παιδί έχει, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα δεν έχει άλλο ταλέντο παρά να απομνημονεύει πιασάρικες φράσεις.

Οχι, ψέματα. Και η αφοπλιστική ειλικρίνεια είναι ένα ταλέντο που αναγνωρίζω στον εαυτό μου, αν και αυτό δεν μου βγήκε πάντα σε καλό. Ας πούμε, εκείνη η έκθεση με τον υποθετικό ορφανό Γιαννάκη. Στην περί ης ο λόγος έκθεση, λοιπόν, κληθήκαμε να συμβουλέψουμε τον Γιαννάκη για την κακομεταχείριση που δεχόταν από τη θεία του, η οποία τον έβαζε να κάνει όλες (μα όλες) τις δουλειές του σπιτιού και τον ξυλοφόρτωνε εάν κάτι δεν έκανε καλά. Εγώ συμβούλεψα τον Γιαννάκη να μην τα κρατάει μέσα του τα βάσανά του, αλλά να πει κατάμουτρα στη θεία ότι φέρεται μπαμπέσικα και ότι μπορεί να κάνει κι εκείνη καμιά δουλειά πού και πού. Η δασκάλα της πέμπτης τάξης, εν τούτοις, σε αντίθεση με τη δασκάλα της τρίτης και τη δασκάλα της έκτης, δεν χάρηκε μ’ αυτή την προσέγγιση.

Αντίθετα, μου έβαλε έναν μέτριο βαθμό και σήκωσε στον πίνακα τη Γιαννούλα, το φυτό της τάξης, προς έκπληξη κανενός. Η Γιαννούλα σηκώθηκε, με την έκθεσή της ανά χείρας, και παρακινήθηκε από τη δασκάλα να την αναγνώσει στην ομήγυρη, για να μας δείξει πώς γίνεται η δουλειά. Το κατά το σύνηθες κοκκινωπό από την παιδική χοληστερίνη μούτρο της Γιαννούλας φωτίστηκε και ξεκίνησε να διαβάζει, με ηχόχρωμα απ’ όλο τον κατάλογο της Pantone, για τα δόντια που έπρεπε να σφίξει ο Γιαννάκης, για τη φλόγα της ελπίδας που έπρεπε να κρατήσει άσβεστη στην ψυχή του ο Γιαννάκης, για τα απαλλαγμένα από τα ερίφια κοπάδια των αμνών που θα σούρνει στη βοσκή ο δίκαιος Γιαννάκης μετά τη Δευτέρα Παρουσία, την οποία ο Κύριος είναι αναγκασμένος να πραγματοποιήσει για να γλιτώσουμε από τους κομουνιστές. Εντάξει, αυτό το τελευταίο δεν το έγραψε ακριβώς έτσι, πάντως εγώ αυτό κατάλαβα. Την επομένη, η δασκάλα φώναξε τη μάνα μου να της πει ότι έχω μια τάση να αυθαδιάζω – μομφή την οποία η μάνα μου εξέλαβε ως παρεξήγηση εξαιτίας του γεγονότος ότι η δασκάλα, κατά τη γνώμη της μάνας μου πάντα, έδειχνε να στερείται ιδιωτικών επαφών με άτομα της χρωμοσωμικής κατηγορίας XY.

Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι πήγε τόσο λάθος σ’ εκείνη την έκθεση. Αν την ξανάγραφα σήμερα, θα έλεγα ακριβώς τα ίδια. Αυτό δεν ήταν το ζητούμενο, όμως; Να συμβουλέψουμε τον Γιαννάκη; Τα σφιγμένα δόντια κι οι άσβεστες ελπίδες δεν είναι συμβουλή, είναι συγκατάβαση. Μια συγκατάβαση στην οποία προβαίνει κανείς μόνο όταν θέλει να εξασφαλίσει το ηθικό προτέρημα. Ενα ηθικό προτέρημα που εξασφαλίζεται μόνο σε ένα σύστημα θυτών και θυμάτων. Δεν είναι απίθανο η Γιαννούλα να ήθελε ο υποθετικός ορφανός Γιαννάκης να παραμείνει θύμα όλη του τη ζωή, για να μπορεί εκείνη να χτίζει ηθικές θεωρίες πάνω του, με στόχο να εξασφαλίσει συνοχή στη δική της ιδέα περί του εαυτού της ως ηθικού όντος. Να μας λέει, με λίγα λόγια, ότι εκείνη τον λυπάται τον καημένο τον Γιαννάκη, που περνάει τόσο πολλά, γι’ αυτό και είναι στο πλευρό του, στέκεται πλάι του στον δύσκολο ψυχικό αγώνα. Το φυτό είχε εμπνευστεί τη δική του εκδοχή της Λευκής Ενοχής προτού εφευρεθεί η Λευκή Ενοχή.

Ε, λοιπόν, εγώ δεν τον λυπόμουν τον Γιαννάκη. Πίστευα αφενός στην (υποθετική) σωματική ρώμη που θα του επέτρεπε να δώσει μια κλωτσιά στο καλάμι της θείας και αφετέρου στην (υποθετική) διανοητική ρώμη που θα του επέτρεπε να τηλεφωνήσει στο Χαμόγελο του Παιδιού. Πίστευα, εν ολίγοις, ότι ο Γιαννάκης είχε όση δύναμη χρειαζόταν για δράση. Καθένας έχει όση δύναμη χρειάζεται για δράση.

Εάν αξιοποιούσα το ταλέντο μου στην απομνημόνευση αποφθεγμάτων, θα συμβούλευα τον Γιαννάκη να «αγαπάει το κελί του». Θα του έλεγα πως ελόγου του «ερχόταν από το φως και πήγαινε σ’ ένα φως μεγαλύτερο / όλο χαρά ήταν το κελί του» (Ρίλκε, μτφρ. Β. Παπαγεωργίου), μόνο να προσέχει λιγουλάκι επειδή «με τη σκέψη του κλειδιού, καθένας βεβαιώνει τη φυλακή του» (Ελιοτ, μτφρ. Γ. Σεφέρης). Ομως προτίμησα να αξιοποιήσω το άλλο ταλέντο και να του πω, εμμέσως πλην σαφώς, ότι δεν μου αρέσουν τα καταραμένα κελιά. Πιστεύω ότι κανείς ποτέ δεν πρέπει να αγαπάει το κελί του – επειδή η αγάπη είναι μεταδόσιμο πράγμα. Και, με μαθηματική ακρίβεια, πάντα θα βρεθεί και κάποιος άλλος, εκτός από εσένα, που να αγαπάει το κελί σου. Μόνο ένα απόφθεγμα θα επέτρεπα στον εαυτό μου να παπαγαλίσει στον Γιαννάκη, ότι «δεν έχει τίποτα να χάσει παρά τις αλυσίδες του». (Απολυτήριο δεν θα μου έδιναν, αλλά θα έβαζα τη μαμά μου να καθαρίσει.)

Αντανακλάσεις του σώματος

Ετυχε να πέσει στα χέρια μου μια κάρτα όπου απεικονίζονται οι μύες του ανθρώπινου σώματος με γύρω γραμμένες τις διάφορες επιστημονικές ονομασίες. Οποτε κοιτάζω το σώμα, με κάποιους μυς ανοιγμένους (για να προσδιοριστούν ευκολότερα οι ονομασίες), φαντάζομαι και κάτι διαφορετικό. Αλλη φορά μού μοιάζει με ένα πλατύφυλλο φυτό, άλλοτε με ένα αναγεννησιακό τρίπτυχο, άλλοτε με ένα μπουντουάρ με πτυσσόμενους καθρέφτες, τέτοια πράγματα.

Μέχρι στιγμής, δεν έχει συμβεί το αντίθετο, δηλαδή να κοιτάζω το Τρίπτυχο του Σαν Τζιοβενάλε και να σκέφτομαι έναν δικέφαλο βραχιόνιο, ή μια καλαγχόη και να σκέφτομαι έναν ορθό μηριαίο. Είναι πιο δημιουργικό να ψάχνεις πάνω στο σώμα αντανακλάσεις των πραγμάτων, παρά το αντίστροφο, αφού το σώμα είναι πάντα εδώ και το ξέρουμε, ενώ όλα τα άλλα βρίσκονται πέρα από την επικράτειά του. Να εγγράφεις καθετί πάνω στον πίνακα του σώματος, αυτό μου φαίνεται πραγματικά ενδιαφέρον.