Στην Εθνική Πινακοθήκη εκτίθεται μια εντυπωσιακή ελαιογραφία του Σαρλ Λουί Μιλέρ, με τίτλο «Η 30ή Μαρτίου 1814». Η χρονολογία είναι σημαδιακή: το Παρίσι, περικυκλωμένο από τις συμμαχικές δυνάμεις Ρώσων, Πρώσων και Αυστριακών, δίνει την απεγνωσμένη μάχη της Μονμάρτρης και την επομένη συνθηκολογεί – λίγες μέρες αργότερα ο Ναπολέων θα οδηγηθεί στην εξορία της νήσου Eλβα.
Η υπερμεγέθης (4,45 x 8,45μ.), πολυπρόσωπη ιστορική σύνθεση, ωστόσο, δεν παρουσιάζει κάποια πολεμική σκηνή, αλλά τονίζει πρωτίστως την αποφασιστικότητα των εξαπατημένων κατοίκων της πόλης. Μέχρι μόλις δυο μέρες πριν τους διαβεβαίωναν (τα fake news της εποχής) ότι ο στρατός τους προελαύνει νικηφόρα, όμως τώρα μόλις αντιλήφθηκαν έκπληκτοι ότι οι εχθρικές δυνάμεις βρίσκονται προ των πυλών. Μπροστά στην αψίδα του Σεν Ντενί, σήμα αλλοτινού θριάμβου, συσσωρεύεται ένα εξαθλιωμένο πλήθος από τραυματίες πολέμου, καβαλάρηδες, πολίτες που «διέκοψαν τα όνειρά τους να γίνουν μικροεισοδηματίες για να πολεμήσουν» (Γκ. Σεβαλιέ) και γυναικόπαιδα, έτοιμο με πάθος να ριχτεί στην ύστατη μάχη.
Hδη από τον Χομπς γνωρίζουμε ότι το πλήθος δεν έχει πολιτική σημασία, όμως η ένταση του ζωγραφισμένου στιγμιότυπου είναι τέτοια που νιώθεις πως ο ξέχειλος ρομαντισμός του σε καταπίνει.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα: το ενθουσιώδες, συγκινητικά ακαθοδήγητο και αποπροσανατολισμένο πλήθος του πίνακα θυμίζει τους ανθρώπους της εποχής μας. Ζούμε σ’ ένα περιβάλλον μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης (permacrisis), μας αρέσει να σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας ως «αντιστασιακούς» ή «επαναστάτες», μόνο που η επαναστατικότητά μας είναι αναποτελεσματική, εξαντλείται στις τεχνολογικές μεταβολές και στην αυτοεικόνα μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κυριαρχεί μια κόπωση από την ιστορία, μια εξασθένιση της συγχρονικότητας, μια πολιτισμική αδυναμία να οραματιστούμε ένα μέλλον που δεν περιλαμβάνει το ίδιο, απλώς πιο αναβαθμισμένο και σε οθόνες υψηλότερης ανάλυσης. Πρόκειται για το ανησυχητικό σύμπτωμα μιας κοινωνίας που δεν μπορεί «να εστιάσει στο δικό της παρόν», παρατηρεί ο Φρέντρικ Τζέιμσον.
Χρειαζόμαστε επειγόντως μια αποαποικιοποίηση του φαντασιακού μας, που μας επιβάλλει σήμερα να είμαστε απλώς «λειτουργικοί» και οικονομικά αποδοτικοί. Είμαστε ακαθοδήγητοι, όπως οι άνθρωποι του πίνακα, σε μια εποχή όπου η μηχανή που έφερε την «ηθική πανωλεθρία» (Κορίν Πελισόν) της Ευρώπης έχει πάρει πάλι μπροστά. Πολλοί αναζητούν απεγνωσμένα πνευματικούς ταγούς και διαμαρτύρονται για τη «σιωπή» των διανοουμένων. Ομως οι καιροί έχουν αλλάξει, στην εποχή του γενικευμένου αποπροσανατολισμού και της μετα-αλήθειας καλούμαστε πλέον να γίνουμε εμείς οι ευσυνείδητοι, αναστοχαστικοί διανοούμενοι του εαυτού μας, δηλαδή οι απολογητές πρωτίστως της σωματικότητας, της τρωτότητας και της περατότητάς μας∙ τουτέστιν, του ιστορικού μας ίχνους.
Το ξέρω, δεν είμαστε καν εύκαιροι σε υποκειμενικότητα, την απορροφά βουλιμικά ο παράλληλος και ίσως κυρίαρχος πια κόσμος της ψηφιακής πραγματικότητας. Δεν έχουμε προγραμματιστεί γι’ αυτό, το εκπαιδευτικό μας σύστημα παράγει μόνο επαγγελματικές μονογραφίες. Αντιμετωπίζουμε γύρω μας την υποχώρηση του ανθρώπινου, την περιφρόνηση των δικαιωμάτων, τον διαβρωτικό σχετικισμό των αξιών, έναν αντιδιανοουμενισμό αυτάρεσκο που ξυπνάει τον λαϊκισμό και φέρνει στο προσκήνιο τους εχθρούς της δημοκρατίας. Ομως δεν γίνεται διαφορετικά: Εμείς είμαστε η καλύτερη υπόσχεση του μελλοντικού εαυτού μας, αν βυθιστούμε σε παραλυτική κατάθλιψη κινδυνεύουμε να τον διαψεύσουμε οικτρά.
Ο πίνακας του Μιλέρ συγκρίνεται στην ιστοσελίδα της Πινακοθήκης με την κατά δύο έτη προηγηθείσα «Εξοδο του Μεσολογγίου» (1853) του Βρυζάκη. Και τα δύο έργα σχολιάζουν πολύ προγενέστερα δραματικά γεγονότα και εκφράζουν πολιτική απαισιοδοξία. Τα αισθήματα που προκαλούν μπορούν κάλλιστα να αντιπαραβληθούν με τον πίνακα του Ντελακρουά «Η Ελευθερία οδηγεί τον λαό» (1830), που εμπνέεται από την Ιουλιανή επανάσταση της ίδιας χρονιάς. Η αίσθηση του ιστορικού χρόνου στις δύο διαφορετικές περιπτώσεις (ποια εποχή αποτυπώνει έκαστο έργο και πότε) δηλώνει πολλά. Εμείς ποια εποχή θα επιλέγαμε να ζωγραφίσουμε;
*Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι εκπαιδευτικός και ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ».