Το πολιτικό αδιέξοδο της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατικής Κεντροαριστεράς πηγάζει κυρίως από την προφανή αδυναμία τους να παρουσιάσουν ένα αξιόπιστο, εσωτερικά συνεπές και σύμφωνο με τις ιστορικές κοινωνικές προτεραιότητες των δύο χώρων εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης.
Η Αριστερά ιστορικά ήθελε το κοινωνικό κράτος ισχυρό και για αυτό διεκδικούσε την εφαρμογή αναδιανεμητικών πολιτικών, απαιτούσε καλύτερους μισθούς για τους εργαζομένους, περισσότερους φόρους για τους πλούσιους, υπερασπιζόταν μετά πάθους τα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια, πάλευε για επαρκή, σύγχρονη και προσιτή σε όλους δημόσια υγεία και μαζί ήθελε τα βασικά δημόσια αγαθά διαχειριζόμενα από το κράτος, τη Δικαιοσύνη τυφλή υπέρ της ισονομίας των πολιτών, την εξωτερική και αμυντική πολιτική αδέσμευτες και απεξαρτημένες από τα δόγματα και τα κέντρα ισχύος και επιρροής που οικοδομήθηκαν στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και ήταν ανεκτική απέναντι στα πολλά κύματα μετανάστευσης των τελευταίων δεκαετιών.
Αντιστοίχως η σοσιαλδημοκρατική Κεντροαριστερά αυτοπροσδιοριζόταν ως κυρίαρχη έκφραση του κοινωνικού κράτους, χαρακτήριζε μεγάλη κατάκτηση τη δημιουργία του ΕΣΥ, ήθελε τα κρατικά πανεπιστήμια ζώνες ευκαιριών και ανάπτυξης των προερχόμενων από τις λαϊκές τάξεις νέων, προέκρινε την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και για αυτό υπερασπιζόταν τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα, προτιμούσε την εφαρμογή προοδευτικής κλίμακας φορολογίας εισοδήματος και ισορροπία μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων, διεκδικούσε τον εκσυγχρονισμό του κράτους δικαίου και ήθελε την εξωτερική πολιτική πιο ισορροπημένη απέναντι στις υπερδυνάμεις, αλλά συντονισμένη με την Ευρώπη και απόλυτα επιφυλακτική απέναντι στη διεκδικητική Τουρκία.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν και με τις πολλές κρίσεις και εξελίξεις, γεωπολιτικές, κλιματικές, τεχνολογικές, οικονομικές και κοινωνικές, που μεσολάβησαν πολλά άλλαξαν, τόσο στα πεδία των ιδεών όσο και των δεσμεύσεων που συνοδεύουν τη χώρα. Ιδιαιτέρως στη διάρκεια της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης και των σκληρών μνημονίων πλήρης ήταν η επικράτηση των πολιτικών και των ιδεών της νεοφιλελεύθερης σχολής. Το κράτος υποχώρησε, το κοινωνικό ακόμη περισσότερο και το ελληνικό παραμένει εν πολλοίς δεσμευμένο από τα βάρη της επελθούσης χρεοκοπίας τού 2010. Επιπλέον, η μετατόπιση ισχύος και επιρροής στον ιδιωτικό τομέα, η μεγέθυνσή του και η ολοένα αυξανόμενη εξάρτησή του από τις ευμετάβλητες διεθνείς αγορές και τη ραγδαία τεχνολογική πρόοδο, καθιστούν την υιοθέτηση νέων πολιτικών προταγμάτων δυσχερή και την επικράτηση νέων οικονομικών προτύπων ακόμη δυσκολότερη. Ετσι οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής φέρει το βάρος της προηγούμενης καταστροφής και προσκρούει στο πλήθος των υποχρεώσεων και των δεσμεύσεων που συνοδεύουν τη χώρα. Ούτε οι φόροι μπορούν να μειωθούν εύκολα, ούτε οι μισθοί να γίνουν ευρωπαϊκοί σε μια νύχτα, ούτε το κοινωνικό κράτος να αναγεννηθεί μονομιάς.
Η φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη έχει αγκαλιάσει το αναδειχθέν στα χρόνια της κρίσης μοντέλο «ασφαλούς διαχείρισης», προσπαθεί υποτυπωδώς να το προσαρμόσει στο τρέχον γεμάτο αβεβαιότητες περιβάλλον και επιμένει πως μόνο αυτή κατέχει τη συνταγή της σταθερότητας και της αναζήτησης ενός υποφερτού μέλλοντος για τη χώρα και τους πολίτες. Επί του παρόντος αυτή η συντηρητική εκδοχή διαχείρισης των ελληνικών υποθέσεων δεν έχει απέναντί της αξιόμαχο αντίπαλο.
Η προηγούμενη αμιγώς αριστερή προσέγγιση φαντάζει στους σύγχρονους καιρούς αρχαία, εσωτερικά ασυνεπής και πολιτικά μη ρεαλιστική. Και εκείνη της Κεντροαριστεράς αμήχανη, οραματικά φτωχή, μακριά από τις μεγάλες προκλήσεις της εποχής και ανίκανη να αναγεννήσει τις προσδοκίες των πολιτών.
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο ανεπτυγμένο και γοητευτικό πρότυπο στον ευρύτερο κύκλο της Δύσης. Ολα, ακόμη και εκείνο της άλλοτε απαστράπτουσας σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας, φαντάζουν φθαρμένα.
Κακά τα ψέματα, το μόνο αποτελεσματικό εναλλακτικό σχήμα που στέκεται με αξιώσεις απέναντι στο τρέχον δυτικό πρότυπο είναι αυτό των Κινέζων και των Ασιατών, που εδώ και δεκαετίες επένδυσαν σε κεντρικώς διευθυνόμενα σχέδια και πλάνα, με κρατική καθοδήγηση, γενναίες επιδοτήσεις και μοναδικές παραγωγικές και εκπαιδευτικές πειθαρχίες, οι οποίες επέτρεψαν την απορρόφηση και εφαρμογή των νέων τεχνολογικών γνώσεων σε όλα τα πεδία των δραστηριοτήτων. Κάτι που όμως απέχει πολύ από την ελληνική πολιτική κουλτούρα και η σύγχρονη Αριστερά και Κεντροαριστερά δεν αντέχουν ούτε να το ακούν. Με τη διαφορά ότι έτσι, χωρίς σχέδιο, χωρίς τόλμη και ανάληψη ρίσκου δεν πάνε πουθενά…