Την τεράστια δυσκολία της περιβαλλοντικής διαχείρισης αναδεικνύει η πρόσφατη εισαγγελική εντολή για την απομάκρυνση των λύκων από την Πάρνηθα (και ειδικότερα από τον χώρο του Εθνικού Πάρκου), η οποία έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις από περιβαλλοντικές οργανώσεις και επιστήμονες. Και ενώ όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι όντως ο πληθυσμός των λύκων στην Πάρνηθα είναι αυξημένος και ο πληθυσμός των ελαφιών μειώνεται συνεχώς, το αν θα πρέπει να υπάρξει ανθρώπινη παρέμβαση και ποια ακριβώς θα πρέπει να είναι αυτή μοιάζει να είναι η αιτία της έριδας.
Υπό κανονικές συνθήκες, δηλαδή σε ένα φυσικό οικοσύστημα, μια τέτοια συζήτηση θα ήταν άνευ νοήματος. Στη φύση υπάρχουν θηρευτές και θηράματα και οι πληθυσμοί τους βρίσκονται σε ισορροπία καθώς η μείωση των θηραμάτων οδηγεί μοιραία και σε μείωση των θηρευτών. Αλλά οι συνθήκες στην Πάρνηθα δεν είναι κανονικές: ο 300 τετραγωνικών χιλιομέτρων Εθνικός Δρυμός της Πάρνηθας – ο οποίος προστατεύεται ως περιοχή Natura – είναι ένα ευάλωτο οικοσύστημα με έντονη την ανθρώπινη παρέμβαση.
Οχι μόνο επειδή η εγγύτητά του με τον αστικό ιστό όπου ζει ο μισός ελληνικός πληθυσμός σημαίνει ότι πρόκειται για το Εθνικό Πάρκο με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα της χώρας, αλλά και επειδή λόγω της ανθρώπινης απερισκεψίας (στην καλύτερη περίπτωση) έχει πληγεί επανειλημμένως από πυρκαγιές, το 2007, το 2021 και το 2024. Και βεβαίως, κάθε πυρκαγιά αλλάζει αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν «φέρουσα ικανότητα» του οικοσυστήματος, αλλάζει δηλαδή την επάρκεια πόρων (τροφής και θρεπτικών υλικών, νερού, καταφυγίων) που να μπορούν να συντηρήσουν έναν υγιή πληθυσμό ζώων.
Κρίκοι στην ίδια αλυσίδα
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και ας «συστηθούμε» με τους κύριους πρωταγωνιστές της ιστορίας: τα κόκκινα ελάφια (Cervus elaphus) και τους γκρίζους λύκους (Canis lupus). Τα πρώτα εισήχθησαν στην Πάρνηθα τον περασμένο αιώνα, πιθανότατα ως δώρο προς την πρώην βασιλική οικογένεια της οποίας τα κτήματα είναι εντός του Εθνικού Πάρκου, όπως επίσης και η Ιπποκράτειος Πολιτεία, αλλά και οι κατασκηνώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ετσι, αν και εισαγόμενα, τα ελάφια είχαν πολλές δεκαετίας για να εγκλιματιστούν στην περιοχή. Και βεβαίως, ιστορικά οι πληθυσμοί τους εμφάνισαν διακυμάνσεις: υπήρξαν περίοδοι μεγάλης ύφεσης – π.χ. λόγω της αυξημένης θήρευσης από τον άνθρωπο – αλλά και περίοδοι υψηλής πληθυσμιακής πυκνότητας. Είναι ενδιαφέρον ότι μια τέτοια περίοδος υψηλής πληθυσμιακής πυκνότητας ήταν η χρονική περίοδος μετά την καταστρεπτική πυρκαγιά του 2007 (εξαιτίας της οποίας ο πληθυσμός τους μειώθηκε), όταν η βλάστηση άρχισε και εκείνη να ανακάμπτει. Μάλιστα, οι επιστήμονες εκτιμούσαν τότε ότι η υπερβόσκηση από τα ελάφια έμπαινε εμπόδιο στην αναγέννηση του δάσους.
Ο λύκος αν και είχε υπάρξει στο παρελθόν μέρος της πανίδας της Πάρνηθας – όπως επίσης και το τσακάλι (Canis aureus) –, είχε εκλείψει από την περιοχή για πολλές δεκαετίες. Εκτιμάται ότι έπαψε να εμφανίζεται στην Πάρνηθα από τη δεκαετία του 1950, ενώ αναφορές για την παρουσία τσακαλιού εκεί υπάρχουν και μέχρι τη δεκαετία του 1980. Η επανεμφάνιση του λύκου καταγράφεται στην Πάρνηθα από την οργάνωση «Καλλιστώ» το 2012. Ειδικότερα, όπως είπε μιλώντας στο ΒΗΜΑ-Science ο δρ Γιώργος Ηλιόπουλος, επιστημονικός υπεύθυνος της οργάνωσης για τον λύκο «αρχικώς, καταγράψαμε ένα μεμονωμένο ζώο, ενώ το 2014 καταγράφηκε η παρουσία μιας αγέλης, πράγμα που σημαίνει ότι οι λύκοι, οι οποίοι πιθανότατα είχαν αρχίσει να έρχονται σποραδικά από το 2010, είχαν πια εγκατασταθεί στην Πάρνηθα».
Η επανεμφάνιση ενός μεγάλου θηρευτή αποτελεί στην πράξη απόδειξη της ανάκαμψης του οικοσυστήματος στη φυσική του κατάσταση. Με δεδομένο ότι στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα στην Πάρνηθα υπήρχε επίσης ο λύγκας αλλά και η αρκούδα, η επανάκαμψη του λύκου μετά από 60 χρόνια απουσίας εκτιμήθηκε ως μια ιστορία επιτυχίας για το οικοσύστημα της Πάρνηθας.
Φυσικά, η εγκατάσταση των λύκων στην περιοχή σηματοδοτεί και την έναρξη της πίεσης προς τα ελάφια που μέχρι τότε αναπτύσσονταν χωρίς έναν μεγάλο θηρευτή (εκτός του ανθρώπου, βεβαίως) στο κατόπι τους.
Ετσι, σήμερα οι λύκοι όχι μόνο είναι παρόντες στην περιοχή σε μεγάλους αριθμούς, αλλά και οι πληθυσμοί των ελαφιών μειώνονται. Ο δρ Ηλιόπουλος, ο οποίος έχει αφιερώσει την επαγγελματική ζωή του στην μελέτη των συνηθειών των λύκων, εκτιμά ότι «ο πληθυσμός των λύκων στην Πάρνηθα ανέρχεται γύρω στα 50 άτομα», ενώ άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό ακόμη περισσότερο. Ακόμη και τα 50 άτομα όμως φαίνεται πως είναι πολλά. Οπως μας είπε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και ειδήμων στη Διαχείριση Οικοτόπων και Βιοποικιλότητας κ. Αθανάσιος Σφουγγάρης, «απαιτείται πολύ μεγαλύτερη έκταση από αυτή της Πάρνηθας για αυτούς τους αριθμούς λύκων».
Πληθυσμιακή ασάφεια
Αν για τον πληθυσμό των λύκων υπάρχει μια έστω και κατά προσέγγιση εκτίμηση του αριθμού τους, η εικόνα δεν είναι ξεκάθαρη για τα ελάφια, ο αριθμός των οποίων παραμένει ασαφής. Σύμφωνα με μία εκτίμηση, το φθινόπωρο του 2014 υπήρχαν περί τα 850 άτομα, ενώ το φθινόπωρο του 2024 τα άτομα δεν ξεπερνούσαν τα 125. Κατά μια άλλη εκτίμηση, ο σημερινός πληθυσμός ανέρχεται στα 300 άτομα ενώ το 2014 ο πληθυσμός ξεπερνούσε τα 1.100 άτομα.
Ακόμη και αν οι παραπάνω αριθμοί δεν είναι ακριβείς, φαίνεται πάντως ότι κανείς δεν διαφωνεί ότι υπάρχει πτωτική τάση στον πληθυσμό των ελαφιών στην Πάρνηθα. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας το κόκκινο ελάφι, το οποίο αφθονεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χαρακτηρίζεται Κρισίμως Κινδυνεύον τα τελευταία 15 χρόνια. Στην πραγματικότητα ο μόνος φυσικός πληθυσμός κόκκινου ελαφιού στην Ελλάδα εντοπίζεται στα βουνά της Ροδόπης.
Καίριες συνεπαγωγές
Τι σημαίνουν λοιπόν όλα αυτά; Και (το κυριότερο) τι πρέπει να γίνει; Η απάντηση που δίνει κανείς στο πρώτο από τα δύο αυτά ερωτήματα, καθορίζει και την απάντηση που δίνεται στο δεύτερο. Είναι προφανές από την εισαγγελική εντολή η οποία δόθηκε προς τις αρμόδιες αρχές – το Δασαρχείο και τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) – ότι ο Εισαγγελέας Ζώων εκτίμησε πως πρέπει να παρέμβει υπέρ της προστασίας των κόκκινων ελαφιών και ότι για να εξασφαλισθεί αυτή, θα πρέπει να απομακρυνθούν οι λύκοι από την περιοχή και μάλιστα άμεσα.
Οι επιστήμονες όμως αντιδρούν και, φυσικά, όχι επειδή εχθρεύονται τα κόκκινα ελάφια! Αντιδρούν, επειδή εκτιμούν ότι τα υπάρχοντα δεδομένα δεν τους επιτρέπουν να κρίνουν αν η παρατηρούμενη μείωση των πληθυσμών των ελαφιών οφείλεται μόνο στην παρουσία των λύκων ή και άλλους παράγοντες, όπως είναι οι πυρκαγιές του 2021 και του 2024.
Ή ακόμη, αν η μείωση των πληθυσμών ελαφιών δεν είναι παρά μια ρύθμιση του οικοσυστήματος, η οποία μοιραία θα φέρει και ρύθμιση στους πληθυσμούς των θηρευτών τους. «Στις κοινωνίες των λύκων, τα νεότερα άτομα ωθούνται να βρουν άλλες περιοχές κυνηγιού και διαβίωσης, ειδικά όταν οι πόροι δεν επαρκούν» μας λέει ο κ. Ηλιόπουλος, ο οποίος αν και αντιλαμβάνεται ως δικαιολογημένη την ανησυχία του Εισαγγελέα Ζώων δεν συμμερίζεται την προσέγγισή του στην επίλυση του προβλήματος.
Με άλλα λόγια, αυτή τη στιγμή οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ποια είναι η φέρουσα ικανότητα του οικοσυστήματος της Πάρνηθας και ως εκ τούτου θεωρούν την εισαγγελική παρέμβαση πρόωρη και χωρίς ισχυρή επιστημονική τεκμηρίωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακριβώς για να τεκμηριωθούν οι αριθμοί των δύο ειδών ζώων, αλλά και να καταγραφούν οι συνήθειές τους, εδώ και μερικούς μήνες ο ΟΦΥΠΕΚΑ σε συνεργασία με το ΑΠΘ και την «Καλλιστώ» τρέχει ισάριθμα ερευνητικά προγράμματα.
Μέχρι βεβαίως τα προγράμματα να αποδώσουν καρπούς και ενώ θα τρέχουν οι καταμετρήσεις των ζώων, υπάρχει η δυνατότητα λήψης άμεσων μέτρων «όπως η βελτίωση των βιοτόπων των ελαφιών αλλά και η εγκατάσταση ποτίστρων οι οποίες θα εξασφάλιζαν επάρκεια νερού κατά τους θερινούς μήνες» λέει ο κ. Ηλιόπουλος.
Οσο για το πόσο εφικτή ή αποτελεσματική μπορεί να είναι η απομάκρυνση των λύκων από την Πάρνηθα, ο έλληνας ερευνητής μας περιέγραψε πόσο δύσκολη και χρονοβόρα μπορεί να είναι η προσπάθεια παγίδευσης και σύλληψης ενός λύκου και μας διηγήθηκε ότι προσφάτως με τους συνεργάτες του παγίδευσαν και έβαλαν κολάρο σε έναν λύκο στην Πάρνηθα για ερευνητικούς σκοπούς. «Ε λοιπόν, ο λύκος δέκα μέρες αργότερα ήταν στη Λαμία!» μας είπε με νόημα.
Οι ερευνητές ελπίζουν, πάντως, ότι το αίτημά τους για περαιτέρω διαβούλευση πριν την εφαρμογή της εισαγγελικής εντολής, θα εισακουσθεί.
Το πλαίσιο προστασίας
Η Πάρνηθα βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Αττικής, σε απόσταση 20 χλμ. (σε ευθεία γραμμή) ή 36 χλμ. οδικώς από την Αθήνα και αποτελεί το μεγαλύτερο και το ψηλότερο βουνό της Αττικής. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΦΥΠΕΚΑ, το 1961 μεγάλο τμήμα της Πάρνηθας ανακηρύχθηκε Εθνικός Δρυμός (Β.Δ. 644/1961).
Επίσης, έχει χαρακτηριστεί ως προτεινόμενη Περιοχή Κοινοτικού Ενδιαφέροντος, σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ (κωδικός περιοχής GR3000001, έκταση 14.902,43 εκτάρια), ενώ ταυτόχρονα έχει χαρακτηριστεί και ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας, για την προστασία της ορνιθοπανίδας, σύμφωνα με την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ.
Ακόμη, σημαντικό τμήμα της περιοχής μελέτης έχει κηρυχθεί ως «Καταφύγιο Αγριας Ζωής», σύμφωνα με τον Ν. 2637/1998.
Τέλος, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 336/Δ/24-7-2007 καθορίστηκαν 6 ζώνες διαβαθμισμένης προστασίας του ορεινού όγκου της Πάρνηθας, οι οποίες καθορίζουν το είδος των δραστηριοτήτων που επιτρέπονται ή απαγορεύονται σε καθεμία από αυτές. Οι ζώνες βαίνουν από περιοχές απολύτου προστασίας μέχρι ζώνες περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και αναψυχής, τουρισμού, γεωργίας.