Διάβασα με κάποια έκπληξη και ακόμη περισσότερη στενοχώρια το ρεπορτάζ της Δανάης Κισκήρα-Μπαρτσώκα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», στο οποίο καταγραφόταν το γεγονός ότι στα μέσα Απριλίου βρίσκονταν υπό κράτηση στην Ελλάδα υπερτριπλάσιοι ανήλικοι σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Το ίδιο ρεπορτάζ απέδιδε το φαινόμενο στην ενίσχυση του δόγματος «νόμος και τάξη» που στην προκειμένη περίπτωση βρίσκει εφαρμογή στην αυστηρότερη αντιμετώπιση των ανηλίκων. Και, ομολογώ, δεν έχω λόγο να το αμφισβητήσω, διότι μετά τη δημοσκοπική κάμψη της κυβέρνησης, απόρροια – μεταξύ άλλων – της επαμφοτερίζουσας στάσης της στην υπόθεση των Τεμπών και της ακρίβειας, ήταν αναμενόμενο να πουλήσει στο δεξιό κομμάτι του ακροατηρίου της ένα αφήγημα καταστολής που αφορά κάποιο από τα πιο αδύναμα κομμάτια της κοινωνίας.
Γίνεται και αλλιώς
Αλλά, αφού αντιπαρέλθουμε το όποιο κίνητρο της κυβέρνησης, θεωρώ ότι ως κοινωνία πρέπει να προτεραιοποιήσουμε το αίτημα για εναλλακτικές μορφές έκτισης της όποιας ποινής. Τα παιδιά (ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για παιδιά που βρίσκονται πίσω από τον νομικό όρο «ανήλικος») έχουν την τάση να κάνουν λάθη και να μαθαίνουν πολύ γρήγορα. Με τον υπό (τουλάχιστον) προβληματικές συνθήκες εγκλεισμό τους σε καταστήματα κράτησης, το πιο πιθανό είναι αντί για τον σωφρονισμό τους να πετύχουμε την επιμόρφωσή τους στην «τέχνη» που τα οδήγησε ως εκεί. Αντιθέτως, το κράτος θα μπορούσε να απαντήσει στη νεανική παραβατικότητα με προγράμματα κατάρτισης και κοινωνικής ένταξης. Δεν μου ακούγεται ότι υπάρχει πιο ασφαλής τρόπος επανένταξης στην κοινωνία από την παροχή μιας επαγγελματικής κατεύθυνσης και την οικονομική εξασφάλιση που αυτή μπορεί να φέρει, έστω και στη δύσκολη εποχή μας.
Θα μπορούσαν, επίσης, να υπάρχουν ενεργητικότερα προγράμματα κοινωνικής εργασίας προσαρμοσμένα στους ανηλίκους. Αντί, δηλαδή, να είναι ένας τρόπος για τους δήμους να κάνουν κάποιες εργασίες δωρεάν, να γίνει μια περίοδος μίνι μαθητείας και κοινωνικοποίησης των παιδιών. Ας φανταστούμε, π.χ., έναν καθαρισμό παραλίας παρουσία ενός κοινωνικού λειτουργού και ενός θαλάσσιου βιολόγου, που θα έδιναν μια νέα οπτική στην αγγαρεία τού να μαζεύεις αποτσίγαρα και πλαστικά μπουκάλια. Ή, με ανάλογους όρους, τη συμμετοχή των καταδικασθέντων παιδιών στη φροντίδα κάποιου κοινωνικού κήπου, όπου μετά από κάποιο διάστημα θα μπορούν να δουν τον κόπο τους να μετατρέπεται σε προσφορά στον πλησίον τους. Δεν ακούγεται κακή δίοδος επανένταξης, ε;
Οχι ότι τη θεωρώ την καλύτερη περίπτωση, αλλά μία ακόμη εναλλακτική έκτιση ποινής θα ήταν το περίφημο ηλεκτρονικό «βραχιολάκι». Σίγουρα θα υπάρχει ο στιγματισμός και η αίσθηση του περιορισμού και της κατ’ οίκον κράτησης, αλλά θα υπάρχει και η δυνατότητα για παρουσία στο σχολείο, για εσωτερικές δραστηριότητες, για να ανοίξεις ένα παράθυρο.
Ασφαλώς, νομικοί, παιδαγωγοί και κοινωνικοί λειτουργοί θα έχουν πιο συγκεκριμένες ιδέες και θα είναι σε θέση να διακρίνουν αδυναμίες σε όλες τις παραπάνω. Νομίζω ωστόσο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η ουσία δεν βρίσκεται στην εφαρμογή μιας απόφασης, αλλά στη λογική από πίσω της.
Το δίλημμα
Διότι πίσω από το κρίσιμο «διά ταύτα» υπάρχει πάντα το ζήτημα του τι κοινωνία θέλουμε. Προτιμάμε έναν κόσμο που χαιρόμαστε για το πόσοι νέοι βρήκαν μια δεύτερη ευκαιρία να ξαναρχίσουν τη ζωή τους ή πανηγυρίζουμε για το πόσα παιδιά βρίσκονται πίσω από τα κάγκελα και σκεφτόμαστε σε μια τραμπική λογική πόσο αναγκαίο θα ήταν να επενδύσουμε στο χτίσιμο νέων φυλακών;
Ισως, μένοντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, θα πρέπει να μας προβληματίσει και η ατάκα του πρώην προέδρου της Ουρουγουάης Χοσέ «Πέπε» Μουχίκα, που άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο την περασμένη Τρίτη 13 Μαΐου: «Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος κυβερνάται από ηλικιωμένους που έχουν ξεχάσει πώς ήταν όταν ήταν νέοι…».