Υπάρχουν νύχτες που η Ρουμένα Μπουζάροφσκα ξυπνά μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι και, αναπάντεχα ξάγρυπνη, αρχίζει να αναρωτιέται για την ποιότητα ενός κειμένου που έγραψε. Λίγο αργότερα ξανακοιμάται, με τη συνειδητή πια βεβαιότητα ότι δεν είναι και τόσο άσχημο. Ισως να είναι αυτό το τίμημα της αυξανόμενης δημοφιλίας της και της αναγνώρισής της ως μίας από τις πιο ξεχωριστές φωνές της σύγχρονης βαλκανικής λογοτεχνίας στην πατρίδα της, στη Βόρεια Μακεδονία, στις γειτονικές χώρες αλλά και στην Ευρώπη.
Η Βορειομακεδονίτισσα Μπουζάροφσκα είναι ιδιαίτερα αγαπητή και στην Ελλάδα. Τα βιβλία της «Ο άντρας μου» και «Δεν πάω πουθενά» διαβάστηκαν και συζητήθηκαν με θέρμη, ενώ έγιναν και θεατρική παράσταση. Αντίστοιχη υποδοχή αναμένεται να έχει και το νέο της βιβλίο με τίτλο «Μην κλαις, μπαμπά», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg – όπως και όλο το έργο της –, σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου.
Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων βασισμένη στα δύο πρώτα βιβλία της, «Μουντζούρες» και «Φρονιμίτης», τα οποία έγραψε το 2007 και το 2010 αντίστοιχα. Σε αυτά καταγράφει με διεισδυτική ματιά τις μικρές, καθημερινές μάχες που δίνουν οι γυναίκες μέσα τους, μάχες που η κοινωνία συχνά προσπερνά. Η συζήτησή μας έγινε στα αγγλικά, αν και τα ελληνικά της είναι εξαιρετικά.
Είναι θέμα χρόνου και η ολοκλήρωση των μαθημάτων που παρακολουθεί για να μπορέσει να δίνει συνεντεύξεις και στη γλώσσα των γονιών της μητέρας της – ήταν πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου που κατέληξαν αρχικά στην Τασκένδη και στη συνέχεια στα Σκόπια.
Ισως να είναι έτοιμη όταν κυκλοφορήσει στα ελληνικά το επόμενο βιβλίο της, μια συλλογή δοκιμίων για την εμπειρία της στην Αμερική, τη χώρα όπου έζησε πολλά χρόνια ως παιδί λόγω των ακαδημαϊκών υποχρεώσεων των γονιών της. Ή με αφορμή το πρώτο της μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Δεκέμβριο στη Βόρεια Μακεδονία και ήδη βρίσκεται στην τρίτη έκδοσή του.
Υπήρχε κάποια κοινή θεματική που συνέδεε τα διηγήματα αυτών της συλλογών προτού ξεκινήσετε να τα δουλεύετε ή ήταν περισσότερο κάτι που προέκυψε στην πορεία;
«Οχι, γιατί τότε δεν έγραφα τόσο δομημένα. Ημουν πολύ νέα και έγραφα πιο αυθόρμητα, χωρίς να σκέφτομαι τη δομή ή τη σύνδεση των ιστοριών. Ηταν απλώς μία σειρά από ιστορίες που μοιράζονταν κοινούς θεματικούς προβληματισμούς. Παρ’ όλα αυτά είναι ξεκάθαρο ότι επανέρχονται κάποια θέματα που με απασχολούν ακόμα: ο ρόλος της γυναίκας στην οικογένεια, η βία απέναντι στα παιδιά, η κοινωνική και πολιτική δυσλειτουργία, η μετάβαση από τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό στη Γιουγκοσλαβία που αντανακλάται σε οικογενειακές και κοινωνικές δυναμικές των ιστοριών, στοιχεία αποικιοκρατίας και μετα-αποικιοκρατίας. Αρα, παρ’ όλο που τότε έγραφα χωρίς πολλή σκέψη για δομή, τα θέματα που με ενδιέφεραν εξακολουθούν να με ενδιαφέρουν».
Επιστρέφοντας σε αυτά τα κείμενα, όταν τα διαβάσατε ξανά ύστερα από τόσα χρόνια, πώς είδατε τον εαυτό σας και τη γραφή σας;
«Δεν μου αρέσει να διαβάζω ξανά τα γραπτά μου, αλλά αναγκαία το κάνω για ορισμένες μεταφράσεις (σ.σ.: η Μπουζάροφσκα μεταφράζει βιβλία της σε σλαβικές γλώσσες, ενώ έχει μεταφράσει και το «Δεν πάω πουθενά» στα αγγλικά, μαζί με τον Στιβ Μπράνμπουρι). Είναι οδυνηρό, γιατί κάθε φορά ξανακρίνεις τον εαυτό σου, το στυλ σου, τις επιλογές σου. Και αναρωτιέσαι: «Τι ένιωθα τότε; Θα βρω κάτι που πια δεν μου αρέσει ή δεν συμφωνώ με αυτό;».
Είναι λίγο σαν το συναίσθημα μετά από μια συνέντευξη. Αναρωτιέμαι: «Τι είπα τώρα;» και αποφεύγω να διαβάσω όσα ειπώθηκαν. Είναι σαν ένα είδος «hangover». Ξυπνάς και λες: «Θεέ μου, τι είπα χθες βράδυ;». Δεν είπες τίποτα κακό, αλλά επειδή εκτέθηκες νιώθεις ευάλωτη. Κάπως έτσι είναι και με τα κείμενα. Δεν είναι ευχάριστο να επιστρέφεις σε αυτά. Αν όμως θέλω να απαντήσω πραγματικά στην ερώτηση, θα έλεγα πως εκείνη την εποχή ήμουν πιο διαισθητική, καταλάβαινα πράγματα που δεν είχα ακόμη τη γλώσσα να τα αναλύσω. Δεν γνώριζα ακόμη τους όρους: πατριαρχία, φεμινισμός, μετα-αποικιακή θεωρία. Και όμως, κατά κάποιον τρόπο, τα είχα ήδη μέσα μου.
Εβλεπα πώς λειτουργούν τα συστήματα, χωρίς να ξέρω ότι τα αμφισβητώ. Τώρα, με μεγαλύτερη απόσταση, βλέπω σημεία που θα μπορούσαν να είναι καλύτερα: στο ύφος, στη δομή. Αλλά αναγνωρίζω και κάτι άλλο: ότι ήμουν νέα. Και εκείνη η οργανική, σχεδόν άγουρη αμεσότητα είχε τη δική της αλήθεια. Καμιά φορά φοβάμαι πως όσο περισσότερο μαθαίνεις τόσο πιο δύσκολα γράφεις. Είμαι πια 43 ετών και νιώθω ότι η διαίσθηση δίνει τη θέση της στη γνώση, δεν είμαι σίγουρη αν αυτό είναι καλό ή κακό. Υπάρχει μια ομορφιά στο να γράφεις νέα και μια άλλη όταν είσαι πιο ώριμη και έχεις ζήσει. Γι’ αυτό πιστεύω πως δεν πρέπει να επιστρέφουμε για να πειράζουμε ή να ξαναγράφουμε κείμενα. Εκείνη ήταν η φωνή σου τότε. Και αυτή η ειλικρίνεια είναι που μετράει».
Δεδομένου ότι τα διηγήματα βασίζονται στην οικονομία των λέξεων, πόση φροντίδα δίνετε στην επιμέλειά τους, στο editing; Σκεφτόμουν πόσο καθοριστικό ρόλο έπαιξε στα κείμενα του Ρέιμοντ Κάρβερ – ενός συγγραφέα που θαυμάζετε – ο επιμελητής του…
«Kάνω αρκετό editing, κυρίως γιατί δεν υπάρχει επαγγελματική επιμέλεια στη χώρα μου. Δεν ξέρω τι ισχύει στην Ελλάδα, αλλά εμείς δεν έχουμε μια καθιερωμένη επιμελητική κουλτούρα, όπως για παράδειγμα στις ΗΠΑ, όπου πλέον ακόμα και αυτή έχει εμπορευματοποιηθεί. Εκεί, συχνά ο συγγραφέας πληρώνει τον επιμελητή του, γιατί οι εκδοτικοί οίκοι δεν επεξεργάζονται τα κείμενα όπως παλιά. Η δική μου διαδικασία ξεκινά δίνοντας τα κείμενα σε ανθρώπους που εμπιστεύομαι.
Παίρνω την ανατροφοδότηση και ύστερα τα αφήνω για λίγο γιατί χρειάζομαι απόσταση. Η συγγραφή, για εμένα, χρειάζεται χρόνο. Πάντα ξέρω το τέλος πριν αρχίσω πραγματικά να γράφω. Δεν μου αρέσει να σπαταλώ σελίδες που θα πετάξω. Είμαι συγκεντρωμένη και, όταν έρθει η ώρα, κάνω επιμέλεια με προσοχή. Αν και, πολλές φορές, αναρωτιέμαι αν μπορείς ποτέ να είσαι αρκετά προσεκτική. Θα ήθελα πολύ να έχω έναν αυστηρό, απαιτητικό editor.
Αλλά μέχρι τότε εμπιστεύομαι το δικό μου ένστικτο, όπως έλεγε και ο Χέμινγκουεϊ, πρέπει να έχεις έναν εσωτερικό, αλεξίσφαιρο «ανιχνευτή σαχλαμάρας». Για εμένα, αυτός ενεργοποιείται με τη χρονική απόσταση. Και βέβαια, διαβάζει και ο σύντροφός μου τις ιστορίες. Είναι εξαιρετικός στο να μου λέει τι δεν λειτουργεί».
Μια άλλη συγγραφέας που θαυμάζετε είναι η Αλις Μανρό, η «βασίλισσα του διηγήματος». Αναρωτιέμαι πώς έχει αλλάξει η σχέση σας με το έργο της, μετά τις αποκαλύψεις που έκανε εναντίον της η κόρη της.
«Είναι κάτι εξαιρετικά οδυνηρό και βαθιά προβληματικό και για όσες/ους αγαπάμε τη γραφή της είναι κάτι τραυματικό αυτές οι αποκαλύψεις. Ομως μας έδωσαν και μια άλλη οπτική: ίσως μέσα από τη λογοτεχνία της προσπαθούσε να διαχειριστεί αυτή τη σκοτεινή πλευρά, να εξισορροπήσει ή να κρύψει κάτι που δεν άντεχε να δει κατάματα. Πιστεύω πως το να είναι κανείς τόσο σπουδαίος συγγραφέας είναι σπάνιο. Και όσο δύσκολο κι αν είναι, δεν μπορούμε να σταματήσουμε να εκτιμούμε ένα έργο επειδή ο δημιουργός του ήταν δυσλειτουργικός ή ακόμη και βαθιά προβληματικός. Ο Ντίκενς, για παράδειγμα, ήταν σκληρός με την οικογένειά του, κι όμως, δεν σταματήσαμε να τον διαβάζουμε.
Το ίδιο ισχύει για πολλούς άλλους, κυρίως άνδρες συγγραφείς, με σκοτεινά προσωπικά παρελθόντα. Δεν σταματήσαμε να διαβάζουμε τον Σάλιντζερ, παρ’ όλο που και εκείνος είχε πολύ προβληματικές σχέσεις με τις γυναίκες. Πάντως η αλήθεια είναι ότι νιώθω ηθικά διχασμένη. Με πλήγωσε βαθιά αυτή η αποκάλυψη, όμως δεν με κάνει να θαυμάζω λιγότερο τον τρόπο που έγραφε – όχι το ποια ήταν, αλλά το πώς έγραψε. Ισως τώρα μπορούμε να διαβάζουμε τα κείμενά της μέσα από ένα άλλο πρίσμα: να δούμε πώς, ίσως, προσπάθησε να δικαιολογηθεί μέσα από τη γραφή, να συμφιλιωθεί με αυτό που δεν συγχωρείται».
Τον Δεκέμβριο που μας πέρασε κυκλοφόρησε το πρώτο σας μυθιστόρημα στη χώρα σας. Πολλοί θεωρούν τη μετάβαση από το διήγημα στο μυθιστόρημα ένα μεγάλο βήμα. Εσείς πώς το βιώσατε;
«Η αλήθεια είναι πως δεν μου άρεσε καθόλου η επιμονή των άλλων να με ρωτούν πότε θα γράψω μυθιστόρημα, λες και το διήγημα είναι κάτι «μικρό», κάτι λιγότερο. Αγαπώ πολύ τα διηγήματα και έβρισκα κάπως προσβλητικό το ότι αυτή η ερώτηση υπονοούσε πως δεν είμαι «πραγματική» συγγραφέας αν δεν γράψω μυθιστόρημα. Για καιρό το αρνιόμουν επίτηδες, από πείσμα. Αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως η ιστορία που είχα δεν ήταν πια ένα σύνολο μικρών κόσμων αλλά αφορούσε ένα πρόσωπο, ένα φαινόμενο.
Ετσι απλά την έγραψα σε μορφή μυθιστορήματος. Και τελικά δούλεψε, δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο λένε. Εχουν δημιουργηθεί πολλοί μύθοι γύρω από τη «δυσκολία» του μυθιστορήματος. Εγώ το έγραψα σε σκηνές. Εφτιαχνα πρώτα τον τόπο, έπειτα έβλεπα τους χαρακτήρες μπροστά μου, έτσι ώστε να μη χάσω τη ροή. Η πρόκληση είναι να διατηρήσεις το ενδιαφέρον και τη συνοχή. Αυτό το πετυχαίνεις όταν μπορείς να οραματιστείς το καθετί.
Για εμένα, πάντως, το διήγημα παραμένει πιο δύσκολο: απαιτεί οικονομία, ακρίβεια, την ικανότητα να πετάς λέξεις χωρίς έλεος. Είναι απλώς μια διαφορετική μορφή αφήγησης. Και τελικά το να γράφεις είναι προνόμιο. Δεν μου αρέσει να το παρουσιάζουμε σαν μαρτύριο. Πιο δύσκολο είναι να δουλεύεις σε εργοστάσιο, να μεγαλώνεις παιδιά, να κάνεις δουλειές του σπιτιού και να έχεις και μια δουλειά στο Δημόσιο, ας πούμε. Η γραφή δεν είναι βάσανο, είναι ευλογία».
Τα βιβλία σας, όπως και εσείς προσωπικά, βρεθήκατε στην πρώτη γραμμή του κινήματος #MeToo στη χώρα σας. Πιστεύετε ότι εξακολουθεί να έχει την ίδια δυναμική και αίσθηση επείγοντος στην κοινωνία σήμερα;
«Πιστεύω πως το κίνημα #MeToo δημιούργησε μια νέα συνείδηση, ενθάρρυνε κινητοποιήσεις σε κάθε κουλτούρα και χώρα. Ωστόσο, υπήρξε και μια τεράστια αντίδραση εναντίον του. Εκδηλώθηκε όταν άρχισαν να ισχυρίζονται πως εμείς, οι φεμινίστριες, «ακυρώνουμε» άδικα άνδρες που δεν έκαναν τίποτα κακό. Η αλήθεια είναι ότι κανείς από αυτούς δεν «ακυρώθηκε» πραγματικά. Είδαμε άνδρες όπως ο Τζόνι Ντεπ, και τώρα ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ, να βρίσκονται στο δικαστήριο, αλλά πολλοί από αυτούς τους άνδρες έμειναν σχεδόν ατιμώρητοι.
Ισως να ντροπιάστηκαν λίγο, όμως αυτό ήταν όλο. Η μόνη δικαιοσύνη που μπορούσαμε να διεκδικήσουμε ήταν να μιλήσουμε, να εκφραστούμε, γιατί τελικά οι γυναίκες που μιλούν για βιασμούς ή σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι μόνο θύματα της πράξης, αλλά και της κοινωνικής αποδοκιμασίας, του δεύτερου στιγματισμού. Κι όμως, μας παρουσίασαν σαν «μάγισσες» που απλώς επιδιώκουμε εκδίκηση, λες και αυτό είναι το όνειρο κάθε γυναίκας.
Είναι κάτι που παρατηρούμε στην άνοδο της «manosphere», αυτών των ανδροκρατούμενων, σεξιστικών podcasts, καθώς και στην αύξηση του κινήματος των «incels»: μια ανησυχητική κατεύθυνση για τα δικαιώματα των γυναικών και το βλέπουμε ολοκάθαρα στις ΗΠΑ. Θα χρειαστεί να αγωνιστούμε σκληρά τα επόμενα χρόνια, γιατί άλλα ζητήματα, εξίσου σοβαρά, όπως η γενοκτονία στη Γάζα ή η αδιαφορία της Αμερικής για τις φωνές αντίστασης, απειλούν να καλύψουν τη φωνή μας.
Η κυβέρνηση Τραμπ συμπεριφέρεται σαν δικτατορία, η ολιγαρχία ελέγχει τις τύχες του κόσμου και οι γυναίκες, οι ΛΟΑΤΚΙ, οι μειονότητες είναι πάντα οι πρώτες ομάδες που θα βρεθούν στο στόχαστρο. Αναμφίβολα, ζούμε σε επικίνδυνους καιρούς, αλλά πιστεύω ότι οι γυναίκες δεν πρόκειται να επιστρέψουν στην αδράνεια, ούτε να παραδώσουν τα δικαιώματά τους. Eχουν προχωρήσει τόσο πολύ σε τόσο λίγο χρόνο, και η Generation Z δεν είναι έτοιμη να υποχωρήσει. Οι γυναίκες είμαστε επαναστάτριες και, πιστέψτε με, θα τα καταφέρουμε. Το μόνο που χρειάζεται είναι να παραμείνουμε ενωμένες».
Πώς μπορεί η λογοτεχνία να βοηθήσει σε αυτόν τον αγώνα; Ιδίως το αναγνωστικό κοινό της λογοτεχνίας είναι κατά βάση γυναικείο;
«Ναι, οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο και η λογοτεχνία ανοίγει το μυαλό, προκαλεί σκέψεις και μας καλεί να αμφισβητήσουμε την παράδοση, την οικογένεια, τη χώρα, την κοινωνία. Καθώς οι γυναίκες διαβάζουν και αποκτούν εκπαίδευση, αυτή η γνώση τις επηρεάζει θετικά και τις ωθεί να γράψουν για τις δικές τους εμπειρίες, που έλειπαν από τη λογοτεχνία. Eτσι, βλέπουμε όλο και περισσότερες γυναίκες να γράφουν, γιατί η επιθυμία για διάβασμα φέρνει και την ανάγκη να γράψουν.
Είμαι περήφανη που ανήκω σε αυτή τη γενιά γυναικών συγγραφέων και αναγνωστριών. Ομως, όταν μιλάμε για τους άνδρες, η κατάσταση αλλάζει. Η φεμινιστική κίνηση είναι για την ισότητα, που αφορά και τους άνδρες, αλλά αυτοί αρνούνται να παραχωρήσουν τα προνόμιά τους ή να εκπαιδευτούν. Η ευθύνη πέφτει πάνω στις γυναίκες, να εκπαιδεύσουμε τους άνδρες, να διδάξουμε τους γιους μας. Και αυτό το βάρος συνεχώς μας επιβάλλεται: να τους διδάξουμε ώστε να σταματήσουν να μας σκοτώνουν, να σταματήσουν να μας παρενοχλούν και να μας κακοποιούν, να μας δώσουν ίσα δικαιώματα.
Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν εκπαιδεύονται οι ίδιοι. Βλέπουμε ότι δεν ακούν τις γυναίκες, προτιμούν να ακούνε άλλους άνδρες που μιλούν για τα προβλήματά τους, αγνοώντας τη δική μας φωνή. Και έτσι μερικές φορές σκέφτομαι ότι δεν θέλω πια να ασχοληθώ με το να τους εκπαιδεύσω. Ας διαβάσουν τα βιβλία μας, ας μάθουν από αυτά, αλλά δεν θέλουν να το κάνουν, γιατί μας θεωρούν κατώτερες. Δεν με νοιάζει πλέον η άποψή τους».
Αναρωτιέμαι αν η οικογενειακή σας ιστορία, που φέρει έντονο πολιτικό και συναισθηματικό φορτίο, έχει επηρεάσει τη φωνή και τη συγγραφή σας…
«Δεν ξέρω, ειλικρινά, είναι μια καλή ερώτηση. Συνειδητοποίησα ότι ήμουν ένα πολιτικό ον όταν ήμουν 16 ή 17, ότι με αφορούν τα κοινωνικά ζητήματα, ό,τι γινόταν γύρω μου. Παλαιότερα υπήρχε ένα στίγμα στο να ασχολείσαι με την πολιτική. Ειδικά στη Βόρεια Μακεδονία, αν έλεγες ότι ασχολείσαι με την πολιτική σε θεωρούσαν αυτομάτως οπαδό κάποιου κόμματος, κάτι που είναι πολύ περιοριστικό και ανόητο.
Φυσικά, μεγάλωσα με έναν πολύ πολιτικοποιημένο παππού, οπότε η πολιτική ήταν κάτι που συζητιόταν πολύ στην οικογένειά μου. Το ίδιο όμως και η τέχνη, τα βιβλία, η μουσική και οι διαφορετικές κουλτούρες, αφού ταξιδεύαμε πολύ. Επομένως, σίγουρα με επηρέασε, αλλά όχι συνειδητά».