Το Danish String Quartet διακρίνεται για την ιδιαίτερη ιστορία του: πρόκειται για ένα σύνολο νέων μουσικών με εκτενή ιστορία συνεργασίας. Οι τρεις δανοί μουσικοί, οι βιολιστές Rune Tonsgaard Sørensen, Frederik Øland και ο βιολίστας Asbjørn Nørgaard, ξεκίνησαν να παίζουν μουσική δωματίου μαζί σε μια μουσική κατασκήνωση, όταν ήταν ακόμη παιδιά, προτού καν γίνουν έφηβοι. Αυτή η αρχική σύνδεση τους ενδυνάμωσε και συνέχισαν να παίζουν μαζί καθ’ όλη τη διάρκεια των σχολικών χρόνων τους, χωρίς να το επιβάλλει κάποια υποχρέωση, ορμώμενοι απλώς από την κοινή τους αγάπη για τη μουσική. Οταν έγιναν φοιτητές στη Βασιλική Μουσική Ακαδημία της Κοπεγχάγης, στην παρέα τους προστέθηκε ο νορβηγός βιολοντσελίστας Fredrik Schøyen Sjölin, και έτσι διαμορφώθηκε η σημερινή σύνθεση του κουαρτέτου. Από το ντεμπούτο τους το 2002 στο Copenhagen Summer Festival, το κουαρτέτο εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο δυναμικά και αναγνωρίσιμα σύνολα μουσικής δωματίου της Ευρώπης. Με τη σκηνική τους παρουσία και την εκφραστική τους δεξιοτεχνία, καταφέρνουν να συνδυάσουν την ακρίβεια με τη συναισθηματική ένταση. Εκτός από το κλασικό ρεπερτόριο, από τον Χάιντν και τον Μπάρτοκ έως τον Σοστακόβιτς, έχουν φτάσει να προτείνουν και καινοτόμες ερμηνείες στην παραδοσιακή μουσική της Σκανδιναβίας. Στην Ελλάδα και στην Αθήνα, όπου έρχονται για μια εμφάνιση στο Μέγαρο Μουσικής (στις 8/5), θα δώσουν μια συναυλία αφιερωμένη στον Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975), συγκεκριμένα θα ερμηνεύσουν το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 3 σε φα μείζονα, έργο 73, και το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 4 σε ρε μείζονα, έργο 83. Σε αυτή τη συναυλία, που θα περιλαμβάνει και παραδοσιακή μουσική της Σκανδιναβίας, οι τέσσερις μουσικοί θα φωτίσουν τις εσωτερικές αντιφάσεις και την ψυχική ένταση του Σοστακόβιτς, ενός από τους πιο πολυσήμαντους ρώσους συνθέτες του 20ού αιώνα με την απώτερη ελληνική καταγωγή, μια προσωπικότητα με έντονη αντιφατική σχέση με το σοβιετικό καθεστώς, αποδίδοντας με μοναδική ευαισθησία και δυναμική την επίδραση της μουσικής του.

Η επερχόμενη συναυλία σας στην Αθήνα είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στον Σοστακόβιτς. Τι είναι αυτό που σας ελκύει στη μουσική του και πώς προσεγγίζετε τη συναισθηματική της πολυπλοκότητα;

«Ανυπομονούμε με μεγάλη χαρά για την πρώτη μας εμφάνιση στην Ελλάδα. Καθώς το 2025 είναι αφιερωμένο στον Σοστακόβιτς, η μουσική του έχει καταλάβει κεντρική θέση στο ρεπερτόριό μας. Μάλιστα, ο βιολίστας της ομάδας μας έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη θεατρική παράσταση βασισμένη στις προσωπικές επιστολές του συνθέτη, μια πιο εσωτερική ματιά στον άνθρωπο πίσω από τον μύθο. Η πρεμιέρα αυτής της παραγωγής θα πραγματοποιηθεί στην Κοπεγχάγη αργότερα τον Μάιο. Οταν αναφερόμαστε στον Σοστακόβιτς, συχνά ακούμε την ίδια ιστορία: τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ως καλλιτέχνης υπό το σοβιετικό καθεστώς. Είναι όμως εύκολο να ξεχνάμε πως επρόκειτο και για έναν απλό, καθημερινό άνθρωπο. Κάποιον που αγαπούσε το ποδόσφαιρο, που είχε τις ίδιες μικρές καθημερινές αγωνίες όπως όλοι μας. Η μουσική του, αν και συχνά περίπλοκη και πολυεπίπεδη, έχει μια καθαρότητα και ειλικρίνεια που αγγίζει αμέσως τον ακροατή. Δεν χρειάζεται πάντα ανάλυση: τη νιώθεις. Είναι μουσική δυνατή, γεμάτη εικόνες και βαθιά πρωτοτυπία».

Εχετε συνδέσει το όνομά σας με τον δημιουργικό συνδυασμό κλασικού ρεπερτορίου και σκανδιναβικής παραδοσιακής μουσικής. Πώς βρίσκετε την ισορροπία ανάμεσα σε αυτούς τους δύο μουσικούς κόσμους στις ερμηνείες σας;

«Για εμάς, αυτή η σύνδεση έρχεται με απόλυτη φυσικότητα. Μεγαλώσαμε περιτριγυρισμένοι τόσο από την κλασική όσο και από την παραδοσιακή μουσική, οπότε, κατά μία έννοια, πρόκειται για διαφορετικές πτυχές της ίδιας ιστορίας. Δεν τις αντιμετωπίζουμε ως δύο ξεχωριστούς κόσμους που πρέπει να γεφυρωθούν, αλλά ως εκφάνσεις της ίδιας μουσικής ταυτότητας. Στην ουσία, η περισσότερη μουσική έχει να κάνει με την αφήγηση. Αυτός είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται κάθε μας ερμηνεία. Προσεγγίζουμε ό,τι κάνουμε με την ίδια αίσθηση περιέργειας, σεβασμού και χαράς, είτε πρόκειται για ένα κουαρτέτο του Χάιντν είτε για μια μελωδία από τις ακτές της Νορβηγίας».

Από τον Χάιντν και τον Σοστακόβιτς μέχρι τις σκανδιναβικές παραδοσιακές μελωδίες, τι καθορίζει τις επιλογές του ρεπερτορίου σας και πώς διατηρείτε κάθε πρόγραμμα φρέσκο και ουσιαστικό για το κοινό σας;

«Πρώτα απ’ όλα, αναζητούμε πάντα μουσική που μας «μιλάει», έργα που νιώθουμε ότι έχουν κάτι ζωντανό, επίκαιρο ή επείγον να πουν. Από εκεί και πέρα, προσπαθούμε να συνθέτουμε προγράμματα με αντιθέσεις, απρόβλεπτες στιγμές και συναισθηματικό βάθος. Με αυτόν τον τρόπο, η εμπειρία παραμένει ζωντανή και για το κοινό αλλά και για εμάς τους ίδιους. Μας ενδιαφέρει η κάθε συναυλία να είναι κάτι περισσότερο από απλή παρουσίαση έργων, να είναι ένα ταξίδι με ανατροπές, σιωπές, ένταση και, τελικά, μια αίσθηση νοήματος».

Συχνά λέγεται ότι έχετε μια σκηνική παρουσία που θυμίζει Βίκινγκς. Ασπάζεστε αυτή την εικόνα και πώς συνδυάζεται με την ευαισθησία της ερμηνείας σας;

«Το ακούμε συχνά αυτό και το δεχόμαστε με χαμόγελο! Δεν ξέρουμε αν φταίνε τα γένια ή οι σκανδιναβικές μας ρίζες… Μας αρέσει, βέβαια, η ιδέα να φέρνουμε στη σκηνή μια παρουσία δυναμική, γειωμένη και αυθεντική. Ταυτόχρονα όμως περνάμε τις μέρες μας εξερευνώντας τις πιο λεπτές και εύθραυστες πτυχές της μουσικής. Είναι μια ωραία υπενθύμιση πως η δύναμη και η ευαισθησία δεν είναι αντιθετικές έννοιες, μπορούν να συνυπάρχουν, και στην πραγματικότητα να ενισχύουν η μία την άλλη».

Πρωτογνωριστήκατε σε μια θερινή μουσική κατασκήνωση στην ύπαιθρο της Δανίας. Κοιτώντας πίσω, φανταζόσασταν ποτέ ότι αυτή η φιλία θα εξελισσόταν σε ένα από τα πιο αναγνωρισμένα κουαρτέτα εγχόρδων της Ευρώπης;

«Καθόλου! Εκείνη την εποχή, το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν να περάσουμε καλά, να παίξουμε μουσική και να περνάμε χρόνο μαζί. Δεν υπήρχε κανένα μεγάλο σχέδιο ή φιλοδοξία πίσω από αυτό. Με τα χρόνια όμως συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε βρει κάτι σπάνιο: μια κοινή μουσική «γλώσσα» και μια βαθιά προσωπική σύνδεση. Η απόφαση να χτίσουμε μια επαγγελματική πορεία μαζί ήρθε φυσικά, ως συνέχεια αυτής της σχέσης. Νιώθουμε πραγματικά τυχεροί που συνεχίζουμε, τόσα χρόνια μετά, να βαδίζουμε αυτό το ταξίδι παρέα».

Εχοντας συμπράξει για πάνω από δύο δεκαετίες, πώς έχει εξελιχθεί η δυναμική σας ως σύνολο, τόσο μουσικά όσο και σε προσωπικό επίπεδο; Πώς θα περιγράφατε εκείνη την άρρητη επικοινωνία που συμβαίνει μεταξύ σας επί σκηνής; Είναι περισσότερο θέμα ενστίκτου, φιλίας ή εξαντλητικής πρόβας;

«Μάλλον είναι ένας συνδυασμός και των τριών. Υστερα από τόσα χρόνια κοινής πορείας, υπάρχει ανάμεσά μας μια βαθιά, ενστικτώδης κατανόηση, μια σχέση εμπιστοσύνης, μουσικής και προσωπικής, που μας επιτρέπει να αντιδρούμε ο ένας στον άλλον σχεδόν χωρίς σκέψη. Η φιλία παίζει τεράστιο ρόλο επίσης: δημιουργεί έναν ασφαλή χώρο όπου μπορούμε να πάρουμε ρίσκα, να εκτεθούμε, να είμαστε ευάλωτοι. Και, φυσικά, όλα αυτά στηρίζονται σε πολλές ώρες δουλειάς στην αίθουσα πρόβας. Αλλά, πάνω στη σκηνή, ο στόχος είναι να αφήσουμε πίσω μας την τεχνική, να αφεθούμε, να ακούμε, να αναπνέουμε μαζί και να δημιουργήσουμε κάτι ζωντανό, τη στιγμή που συμβαίνει».

ΙΝFO

Danish String Quartet: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Δηµήτρης Μητρόπουλος, στις 8 Μαΐου.