Ο Τζόναθαν Κόου, ο ιδιαίτερα δημοφιλής συγγραφέας στην Ελλάδα, ο οποίος στη χώρα του θεωρείται ένας από τους πιο οξυδερκείς χρονικογράφους της σύγχρονης βρετανικής πραγματικότητας, επιστρέφει με το 15ο μυθιστόρημά του «Η απόδειξη της αθωότητάς μου» (εκδόσεις Πόλις) και δεν απογοητεύει. Το νέο του βιβλίο διαδραματίζεται σε μία από τις πιο ασταθείς περιόδους της πρόσφατης βρετανικής ιστορίας, τη σύντομη πρωθυπουργία της Λιζ Τρας, τέως ηγέτιδας του Συντηρητικού Κόμματος το φθινόπωρο του 2022, και στον πυρήνα της αφήγησης βρίσκεται η δολοφονία ενός ερευνητικού δημοσιογράφου κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου της ριζοσπαστικής Δεξιάς που λαμβάνει χώρα σε μια ετοιμόρροπη έπαυλη της αγγλικής υπαίθρου.
Μέσα από αυτή τη μυστηριώδη υπόθεση ο Κόου υφαίνει μια πολυεπίπεδη αφήγηση που δεν αφορά μόνο το έγκλημα, αλλά και τις σκοτεινές διεργασίες της πολιτικής σκηνής, τη διείσδυση του αμερικανικού συντηρητισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη γενικότερη αποσύνθεση του πολιτικού τοπίου. Συνεπής ως προς την αβίαστη αφηγηματική δεξιοτεχνία, το αιχμηρό χιούμορ και τη βαθιά κατανόηση της βρετανικής πολιτισμικής και πολιτικής ταυτότητας, στο νέο του μυθιστόρημα παίζει με μαεστρία και μπρίο με διαφορετικά αφηγηματικά είδη, καθώς πηγαίνει μπρος-πίσω στον χρόνο, συγκεκριμένα στη δεκαετία του ’80· από το λεγόμενο «cosy crime» μέχρι τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του αποκαλούμενου «dark academia» και την αυτομυθοπλασία (autofiction), για να στήσει τελικά έναν παιγνιώδη, απολαυστικό αλλά και διεισδυτικό στοχασμό πάνω στη σύγχρονη εποχή.
Στο βιβλίο παίζετε με διάφορα λογοτεχνικά είδη, από το «ανάλαφρο μυστήριο» έως την αυτομυθοπλασία. Τι σας ενέπνευσε να συνδυάσετε αυτά τα είδη και τι πιστεύετε ότι προσφέρει αυτή η προσέγγιση στην εξερεύνηση της αλήθειας και της αφήγησης στο μυθιστόρημα;
«Τείνω να αποφεύγω να γράφω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα σε πρώτο πρόσωπο, γιατί το βρίσκω υπερβολικά περιοριστικό. Αυτό σημαίνει ότι συχνά καταφεύγω στην παντογνώστρια, τριτοπρόσωπη αφηγηματική φωνή, η οποία όμως έχει τα δικά της προβλήματα: είναι μια φωνή πιο ταιριαστή στο αφηγηματικό ύφος του 19ου αιώνα παρά στη σύγχρονη εποχή μας. Ωστόσο, θεωρώ ότι αυτή η απομίμηση προσφέρει μια χρήσιμη εναλλακτική.
Σε αυτή την περίπτωση η αφηγηματική φωνή σού δίνεται ήδη και το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να την κατοικήσεις. Αρχικά, όλο το μυθιστόρημα επρόκειτο να είναι μια παρωδία «ανάλαφρου μυστηρίου», όμως γρήγορα συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν θα λειτουργούσε για το μεσαίο τμήμα – μια εκτενή αναδρομή στο Κέιμπριτζ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 –, ούτε για το τελικό μέρος. Ετσι, επέλεξα δύο ακόμη λογοτεχνικά είδη για να μιμηθώ».
Ποιο από αυτά απολαύσατε περισσότερο;
«Τα απόλαυσα όλα. Ενιωσα μεγαλύτερη ευχαρίστηση γράφοντας το «Η απόδειξη της αθωότητάς μου» από οποιοδήποτε άλλο πρόσφατο μυθιστόρημά μου – και το ολοκλήρωσα πιο γρήγορα. Ωστόσο, το τμήμα του «Σκοτεινού πανεπιστημιακού μυθιστορήματος» ήταν ιδιαίτερα απολαυστικό.
Η φοίτησή μου στο Κέιμπριτζ – ως νεαρός φοιτητής – ήταν μια πολύ έντονη εμπειρία για εμένα, μια εμπειρία που κρατούσα μέσα μου για περισσότερα από σαράντα χρόνια. Το να μπορέσω επιτέλους να απελευθερώσω όλες αυτές τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα ύστερα από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν εξαιρετικά λυτρωτικό».
Η σάτιρα είναι βασικό στοιχείο της γραφής σας, όμως η πραγματικότητα συχνά φαίνεται να ξεπερνά τη μυθοπλασία. Πώς αντιμετωπίζετε την πρόκληση της πολιτικής σάτιρας όταν ο ίδιος ο κόσμος μοιάζει όλο και πιο παράλογος;
«Στην πραγματικότητα, αυτό κάνει τη δουλειά μου ευκολότερη. Στο παρελθόν έπρεπε να χρησιμοποιήσεις τη φαντασία σου και να πασχίσεις να επινοήσεις κωμικές υπερβολές. Τώρα, το μόνο που χρειάζεται είναι να καταγράψεις την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, καμία από τις ομιλίες της Λιζ Τρας στο μυθιστόρημά μου δεν είναι επινοημένη. Απλώς τις αντέγραψα από δημόσιες πηγές και τις επικόλλησα.
Ωστόσο, η βρετανική πολιτική έχει γίνει μάλλον ήσυχη και βαρετή (δόξα τω Θεώ) τον τελευταίο χρόνο σε σύγκριση με την Αμερική. Ακόμα περιμένω να δω πώς θα ανταποκριθούν οι αμερικανοί σατιρικοί μυθιστοριογράφοι στον Τραμπ – σίγουρα είναι μόνο θέμα χρόνου. Ελπίζω να υπάρχει ήδη ένας νέος Τζόζεφ Χέλερ έτοιμος να βγει στη λογοτεχνική σκηνή».
Η νοσταλγία είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στο έργο σας. Πιστεύετε ότι η σύγχρονη Βρετανία είναι παγιδευμένη σε αυτή περισσότερο από ποτέ; Δεδομένων των δικών σας εμπειριών μεγαλώνοντας σε μια εποχή σχετικής κοινωνικής ασφάλειας, πώς βλέπετε την αυξανόμενη αίσθηση νοσταλγίας μεταξύ των νεότερων γενεών, ιδιαίτερα της Generation Z, για ένα παρελθόν που δεν έζησαν;
«Πάντα ήμουν επιρρεπής στη νοσταλγία, οπότε δεν την κατακρίνω στους άλλους. Είναι φυσικό να θρηνούμε το πέρασμα του χρόνου και την παροδικότητα των ανθρώπινων εμπειριών. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι «τα πράγματα ήταν καλύτερα παλιά». Αυτή είναι μια επικίνδυνη άποψη, γεμάτη αυταπάτες. Ακόμη κι αν τα πράγματα ήταν πράγματι «καλύτερα παλιά», δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε εκείνη την εποχή, οπότε μια τέτοια στάση είναι μάταιη. Δεν νομίζω ότι η πλειονότητα της Generation Z θα ήθελε πραγματικά να μεταφερθεί πίσω στην εποχή πριν από τη γέννησή της.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι επειδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δημιουργήσει μια επιδημία άγχους σε ορισμένα μέλη αυτής της γενιάς, μπορεί να νιώθουν μια νοσταλγία για μια εποχή πριν από την ύπαρξη των smartphones. Αλλά αυτή η επιθυμία δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί, οπότε και πάλι δεν έχει νόημα να εμμένουμε σε αυτήν. Η νοσταλγία είναι σαν το αλκοόλ: ένα ευχάριστο, ακόμα και απαραίτητο «ναρκωτικό» όταν καταναλώνεται με μέτρο, αλλά εξαιρετικά καταστροφικό αν ληφθεί σε υπερβολικές ποσότητες».
Ενας χαρακτήρας του βιβλίου, ο Τόμι Κόουπ, φαίνεται να αποτελεί μια αυτοαναφορική αντανάκλαση του εαυτού σας. Πόσο άνετα νιώθετε να «παίζετε» με τον δικό σας ρόλο μέσα στη μυθοπλασία σας;
«Ο χαρακτήρας του Τόμι Κόουπ – είναι πολύ δευτερεύων στο μυθιστόρημα – εμπνεύστηκε από την έρευνά μου για το τμήμα του βιβλίου που διαδραματίζεται στο Κέιμπριτζ. Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, ανακάλυψα ένα μικρό (αδημοσίευτο) βιβλίο με διηγήματα για τις φοιτητικές μου εμπειρίες, το οποίο είχα γράψει εκείνη την εποχή. Τα βρήκα τόσο κωμικά μελοδραματικά και βυθισμένα στην αυτολύπηση που ένιωσα μια ακατανίκητη ανάγκη να τα σατιρίσω – και μαζί τους τον εικοσάχρονο ανόητο που τα είχε γράψει.
Αλλά, φυσικά, όλοι οι χαρακτήρες που δημιουργείς, όσο και αν διαφέρουν επιφανειακά από εσένα, είναι στην πραγματικότητα μυθοπλαστικές εκδοχές πτυχών του εαυτού σου. Ο αφηγητής του κεφαλαίου που διαδραματίζεται στο Κέιμπριτζ μοιάζει πολύ με εμένα με πολλούς τρόπους – όπως επίσης και η νεαρή γυναίκα, η Φιλ, που είναι η κύρια αφηγήτρια και ηρωίδα του βιβλίου».
Η έννοια μιας «κοινής αλήθειας» και η «διάβρωσή» της είναι κεντρικά θέματα στο πρόσφατο έργο σας. Δεδομένου του σημερινού πολωμένου πολιτικού κλίματος, πώς πιστεύετε ότι η λογοτεχνία μπορεί να βοηθήσει στη γεφύρωση αυτών των διχασμών ή να προσφέρει έναν δρόμο προς την κατανόηση διαφορετικών οπτικών;
«Το να μας βοηθά να «κατανοούμε διαφορετικές οπτικές» ήταν πάντα μία από τις πιο σημαντικές ιδιότητες της λογοτεχνίας, οπότε τίποτα δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά ως προς αυτό. Ωστόσο, όπως σωστά επισημαίνετε, σήμερα αυτή η αποστολή μοιάζει πιο επείγουσα από ποτέ, καθώς η «κοινή αλήθεια» διαβρώνεται. Σήμερα, τα κατάφωρα ψέματα αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό του πολιτικού τοπίου, όμως με ανησυχεί εξίσου η διάδοση των μισών αληθειών.
Σε αυτό το μυθιστόρημα, αμφισβητώ την έννοια της «αυτομυθοπλασίας», η οποία, κατά τη γνώμη μου, προσφέρει – στην καλύτερη περίπτωση – μια εξαιρετικά επεξεργασμένη και επιλεκτική εκδοχή της πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται ως πιο «αυθεντική» από τη μυθοπλασία. Προσωπικά, προτιμώ τα ξεκάθαρα – και άρα ειλικρινή – ψεύδη της μυθοπλασίας από την γκρίζα ζώνη (μισή αλήθεια/μισή μυθοπλασία) που προκύπτει από είδη όπως το «creative memoir» (σ.σ.: δημιουργική αυτοβιογραφία)».
Το βιβλίο διαδραματίζεται κατά τη σύντομη πρωθυπουργία της Λιζ Τρας. Γιατί χρησιμοποιήσατε αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή της βρετανικής πολιτικής ως σκηνικό για το μυθιστόρημά σας;
«Η Λιζ Τρας αντιπροσωπεύει μια μοναδική – και εκ των υστέρων αρκετά τρομακτική – στιγμή, κατά την οποία μια πραγματικά ριζοσπαστική δεξιά φιγούρα έγινε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου. Ευτυχώς, αυτή η «εκτροπή» διήρκεσε πολύ λίγο, αλλά η θητεία της αναδεικνύει ένα από τα κύρια θέματα του μυθιστορήματός μου: τη ριζοσπαστικοποίηση του βρετανικού συντηρητικού κινήματος τα τελευταία χρόνια. Ετσι θεώρησα ότι προσφέρει το ιδανικό σκηνικό.
Επιπλέον, μου έδωσε ένα ωραίο, σαφώς καθορισμένο χρονικό πλαίσιο (μόλις επτά εβδομάδες) για να τοποθετήσω το μυστήριο φόνου που βρίσκεται στην καρδιά του βιβλίου. Το γεγονός ότι αυτές οι επτά εβδομάδες περιλάμβαναν και μια άλλη σημαντική στιγμή της βρετανικής πολιτικής ζωής – τον θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ – ήταν ένα χρήσιμο επιπλέον στοιχείο».
Στο βιβλίο σας απεικονίζετε την ολοένα μεγαλύτερη επιρροή της δεξιάς ιδεολογίας και των μυστικών δικτύων εξουσίας. Θεωρείτε ότι είναι μια μακροπρόθεσμη τάση στη βρετανική κοινωνία ή πιστεύετε ότι πλησιάζουμε σε ένα σημείο καμπής;
«Αυτά τα μυστικά δίκτυα εξουσίας περιστρέφονται συνήθως γύρω από think tanks με αθώα, φαινομενικά ουδέτερα, ονόματα, όπως αυτό που έχω επινοήσει στο μυθιστόρημά μου – το Processus Group. Σε ένα καθαρά βρετανικό πλαίσιο, αυτά τα think tanks έχουν γίνει πολύ πιο ορατά τα τελευταία χρόνια και έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη προβολή στα μέσα ενημέρωσης, κυρίως λόγω της αντίληψης ότι το BBC έχει την υποχρέωση να παρέχει «ισορροπία» στην κάλυψη των εκφάνσεων του πολιτικού σκηνικού. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι μια μετριοπαθής αριστερή άποψη που εκφράζεται από έναν καλεσμένο στο στούντιο συχνά «εξισορροπείται» από μια πολύ πιο ακραία δεξιά άποψη, καθώς δίνεται βήμα σε εκπροσώπους αυτών των think tanks.
Η Εμιλι Μέιτλις, μια διακεκριμένη βρετανή δημοσιογράφος που πλέον έχει αποχωρήσει από το BBC, θυμάται πως της είχαν ζητήσει να «εξισορροπήσει» τις απόψεις ενός οικονομολόγου που τασσόταν εναντίον του Brexit με τις απόψεις ενός υπέρμαχού του. Οι ερευνητές της έπρεπε να τηλεφωνήσουν σε 50 διαφορετικούς οικονομολόγους προκειμένου να βρουν έναν που υποστήριζε το Brexit! Ετσι, οι απόψεις 50 ειδικών έπρεπε να αντιπαρατεθούν με τις απόψεις ενός αντιφρονούντος!».
Τα μυθιστορήματά σας συχνά αναδεικνύουν την αντίθεση μεταξύ ατομικισμού και συλλογικής ευθύνης. Πιστεύετε ότι η Βρετανία είναι ικανή να ανακτήσει ένα πιο κοινοτικό πνεύμα ή μήπως η νοοτροπία του θατσερισμού έχει ριζώσει πολύ βαθιά;
«Η θατσερική νοοτροπία έχει εδραιωθεί βαθύτερα μέσα στο πολιτικό κατεστημένο (συμπεριλαμβανομένου, όπως φαίνεται, και του σημερινού Εργατικού Κόμματος) παρά στο ευρύ κοινό, το οποίο από τη φύση του δεν είναι ιδεολογικά υποκινούμενο. Για παράδειγμα, υπάρχει ευρεία δημόσια υποστήριξη για αντιθατσερικές πολιτικές, όπως η επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων και των δημόσιων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.
Νομίζω ότι το κοινό έχει πολύ πιο οξεία επίγνωση του ποια στοιχεία της θατσερικής επανάστασης έχουν αποτύχει σε σύγκριση με πολλούς από τους πολιτικούς μας. Η επιστροφή σε μια αντίληψη μεγαλύτερης συλλογικής ευθύνης δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση κάτι μη δημοφιλές – το μόνο που απαιτείται είναι ένα πολιτικό κόμμα με πραγματικό θάρρος και φαντασία. Δυστυχώς, δεν είμαι σίγουρος ότι διαθέτουμε ένα τέτοιο αυτή τη στιγμή».
Και η αναπόφευκτη, ευθεία ερώτηση για την πολιτική: Πέντε χρόνια μετά το Brexit, ο Κιρ Στάρμερ έχει εκφράσει ενδιαφέρον για μια «πιο συνεργατική σχέση» με την ΕΕ. Πιστεύετε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο οδεύει προς στενότερους δεσμούς με την Ευρώπη ξανά; Και πώς μπορεί αυτό να επηρεάσει το πολιτικό τοπίο;
«Προς το τέλος του μυθιστορήματός μου «Expo 58″ υπάρχει μια ξεκάθαρη πολιτική μεταφορά. Ο βρετανός ήρωας ποδηλατεί προς τις Βρυξέλλες και βλέπει μπροστά του δύο γυναίκες: η μία είναι Αμερικανίδα και η άλλη Ευρωπαία και ξέρει ότι πρέπει να διαλέξει ανάμεσά τους. Πλησιάζει γρήγορα η στιγμή που ο Κιρ Στάρμερ θα πρέπει να κάνει μια παρόμοια επιλογή.
Φαίνεται προφανές ότι η Αμερική, υπό τη σημερινή της κυβέρνηση, είναι ένας απολύτως αναξιόπιστος σύμμαχος και ότι το μέλλον της Βρετανίας βρίσκεται στην ενίσχυση των δεσμών με την Ευρώπη που αποδυναμώθηκαν από το Brexit. Ελπίζω και πιστεύω ότι ο Στάρμερ το κατανοεί αυτό. Στην πραγματικότητα, ίσως η επιλογή έχει ήδη γίνει – όχι από εκείνον, αλλά από την ίδια την πορεία των γεγονότων».